Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2023

ΠΡΙΝ ΜΕ ΒΡΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἡμάρτηκα ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους ὁ ἄθλιος, καί ἀμετανόητα ὡς Μανασσῆς ἐπλημμέλησα˙ τρόπους μετανοίας μοι ποίησον, Κύριε, πρίν με λύσῃ θάνατος» (ωδή δ΄ Τριωδίου Πέμπτης της Τυρινής).

(Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους ο άθλιος και έπεσα χωρίς μετάνοια σε πλημμελήματα σαν τον Μανασσή. Γι’ αυτό, Κύριε, πριν με διαλύσει ο θάνατος κάνε με να ακολουθήσω τους δρόμους της μετάνοιας).

Είναι η κραυγή του γνησίως μετανοούντος, όπως την καταγράφει ο πράγματι γνήσιος εργάτης της μετανοίας άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος. Ποια τα στοιχεία της γνήσιας αυτής μετάνοιας; Η συναίσθηση πρώτον των αμαρτιών του. Ο πιστός αισθάνεται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αθλιότητας. Όχι γιατί είναι φτωχός υλικά ή δεν έχει «πρόσωπο» στην κοινωνία - ένα είδος «Αθλίων» του Ουγκώ – αλλά γιατί δεν βλέπει τίποτε καλό στον εαυτό του: είναι φτωχός από πλευράς πνευματικής, τόσο που μοιάζει με τον βασιλιά των Ιουδαίων Μανασσή που διακρινόταν για την κακότητά του, τις αδικία του, την ειδωλολατρία του. Και μάλιστα φτάνει στο σημείο να κατατάσσει τον εαυτό του στον «πάτο» των αμαρτωλών. «Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους»! Αλλά γι’ αυτό ακριβώς και επισημαίνεται εδώ η μεγάλη χαρισματική κατάσταση στην οποία ζει. Διότι για να δει κανείς τον εαυτό του αμαρτωλό και μάλιστα χειρότερο όλων απαιτείται ιδιαίτερος φωτισμός από τον Θεό, ένας φωτισμός που ανοίγει τα μάτια για να καταλάβει τα πραγματικά όρια της κτιστότητάς του. Αυτό δεν είπε και ο Κύριος; «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Από μόνος του ο άνθρωπος είναι ένα «τίποτε». Γιατί δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε καλό. Ο σύγχρονός μας όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης το εξέφραζε, ως γνωστόν, με τον μοναδικό δικό του τρόπο: «Αυτό που έχω δικό μου είναι ό,τι κατεβάζει η…μύτη μου!» Άλλωστε ο Κύριος πάλι, αυτόν τον άνθρωπο πρώτα από όλους μακάρισε: αυτόν που αισθάνεται την πνευματική του φτώχεια. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των Ουρανών». Είναι το πνευματικό ύψος του αποστόλου Παύλου, ο οποίος με πλήρη επίγνωση ομολογούσε: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Οπότε, για την πίστη μας ο πνευματικός αγώνας εκεί είναι προσανατολισμένος: να φτάσουμε στην όραση του αληθινού εαυτού μας˙ να βλέπουμε τον άδη μας και τα μαύρα χάλια μας!

Η παραπάνω χαρισματική κατάσταση της αληθινής θέασης του εαυτού μας ισχύει όμως, κι είναι το δεύτερο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος, όταν συνυπάρχει με την ελπίδα στον Χριστό. Σ’ Αυτόν προστρέχει ο πιστός για να του δώσει τη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια δεν είναι κτήμα δικό μας. Βιώνεται από εμάς όταν ο Κύριος δει την καλή μας διάθεση και μας την παρέχει ως δώρο. Όπως το ομολογούμε παρακλητικά διαρκώς στην Εκκλησία μας τις Σαρακοστές: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα», άνοιξέ μου, ζωοδότη Κύριε, τις πύλες της μετάνοιας. Είναι καρπός συνέργειας Θεού και ανθρώπων η μετάνοια. Κι όχι μόνο τούτο. Ο σοφός υμνογράφος κάνει και δύο ακόμη σημαντικές παρατηρήσεις: η μετάνοια έχει πολλούς τρόπους – μπορεί κανείς να αλλάξει ζωή και να σχετιστεί με τον Κύριο από όποιον δρόμο είναι προσφορότερος προς εκείνον. Είτε λέγεται προσευχή ο δρόμος αυτός είτε πένθος και δάκρυα είτε στεναγμός βαθύς της ψυχής είτε καταβολή κόπου και ασκητικής προσπάθειας, όλα αυτά και πολλά άλλα συνιστούν δωρεές του Κυρίου στις ψυχές που τελικώς στρέφονται προς Αυτόν και ζητούν το έλεός Του. Κι ακόμη: σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ το σπουδαιότερο όπλο του ανθρώπου για να προκληθεί στη μετάνοια˙ τη μνήμη του θανάτου. Πράγματι, η υπενθύμιση στον εαυτό μας ότι δεν είμαστε αιώνιοι στον κόσμο τούτο κι ότι έρχεται το τέλος το οποίο μάλιστα είναι άδηλο – μπορεί η κάθε ώρα και ημέρα μας να είναι και η ώρα κλήσεως φυγής μας από εδώ – δεν λειτουργεί για τον σοβαρά σκεπτόμενο και έχοντα λίγη πίστη άνθρωπο ως το όριο που τον κινητοποιεί να μετανοήσει, να δει τον εαυτό του και να πάρει τον δρόμο επιστροφής προς τον Κύριο; Κι είναι τούτο ό,τι σημαντικότερο για τη ζωή μας. Διότι ο Χριστός μας αυτό καθόρισε ως τρόπο ζωής με τον ερχομό Του: «Μετανοείτε. Γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Τελικώς υπάρχουν πολλοί δρόμοι μετανοίας, πολλά μονοπάτια για να την περπατήσει κανείς, αλλά δεν παύει όμως να αποτελεί τον ένα δρόμο της αληθινής ζωής, τον μονόδρομο για τον κάθε πιστό.

πηγή

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2022

ΝΙΚΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πίστει ὡς Δαυίδ καί ἡμεῖς, τῆ ταπεινοφροσύνῃ καθοπλισθέντες ὡς ἄλλον Γολιάθ, τόν ὑπερήφανον νοῦν καταβεβληκότες, συνδιακόψωμεν καί μυριάδας παθῶν» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Όπως ο Δαυίδ με την πίστη νίκησε τον Γολιάθ, έτσι κι εμείς εξοπλισμένοι με την ταπεινοφροσύνη, αφού υποτάξουμε τον υπερήφανο νου μας σαν άλλο Γολιάθ, ας περικόψουμε διαμιάς και μυριάδες άλλες από τα πάθη μας).

Η ιστορία του Δαυίδ είναι γνωστή σε όλους: νεαρό παλληκάρι αυτός, αλλά με μεγάλη πίστη στον Θεό, νίκησε τον κατά πολύ ρωμαλεότερό του Γολιάθ – δείγμα ότι η ψυχική δύναμη που δίνει η πίστη στον Θεό οδηγεί σε νίκες που η λογική δεν διανοείται να αποδεχτεί! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με κάθε πιστό, σημειώνει ο εκκλησιαστικός ποιητής Θεόδωρος. Άλλος Γολιάθ για κάθε εποχή και για κάθε άνθρωπο είναι η υπερηφάνεια του ίδιου μας του νου, δηλαδή ο μεγαλύτερος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουμε είναι ο ίδιος μας ο εαυτός με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Διότι η υπερηφάνεια πράγματι θεωρείται η ρίζα της κάθε αμαρτίας, με την έννοια ότι αποκαλύπτει την πηγή κάθε κακού, τον εωσφορικό εγωισμό. Τι ήταν εκείνο που κατά τη Γραφή έριξε και τον πρώτο αρχάγγελο από την ουράνια θέση του και τον έκανε σατανά, διάβολο, Πονηρό; Η υπερηφάνεια. Όπως ο Ίδιος ο Κύριος έχει αποκαλύψει: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν την αστραπή». Οπότε, η κάθε υπερήφανη σκέψη, είτε ως αντιληπτή κενοδοξία και φιλοδοξία και υπερεκτίμηση του εαυτού μας είτε ως υφέρπουσα και «μυστική» στην αίσθησή μας τάση και κατάσταση, συνιστά εκτροπή και ακολουθία των δαιμόνων, που φέρνει με μαθηματική ακρίβεια το «γκρεμοτσάκισμα» πνευματικά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αφενός θεωρείται ότι πίσω από κάθε «φούσκωμα» εγωιστικό του ανθρώπου ενεργεί ύπουλα ο Πονηρός, αφετέρου δεν υπάρχει άνθρωπος της πίστεως, Απόστολος, Πατέρας της Εκκλησίας, κάθε άγιος, που να μην έχει επισημάνει τον δαιμονισμό κυριολεκτικά της υπερηφάνειας και να μην τη θεωρεί ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση που μπορεί να περιπέσει ο άνθρωπος. Έχεις όλες τις αρετές, σημειώνουν, αλλά υπάρχει και μία έστω και κρυφή δόση υπερηφανείας για την ύπαρξή τους; Δεν έχεις τίποτε. Μάλλον έχεις πάρει τη «δόση» του θανάτου σου!

Η θεραπεία της καταστάσεως αυτής είναι μονόδρομος, που απαιτεί όμως τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή – μέχρι να εκπνεύσουμε κινδυνεύουμε από το δηλητήριο αυτό! Κι αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει ο υμνογράφος. Η ταπεινοφροσύνη είναι το φάρμακο, μάλλον είναι το υπερ-όπλο με το οποίο μπορεί ο πιστός να καταβάλει τον νέο Γολιάθ, τον κακό εγωιστή εαυτό του. Για να φτάσει πού; Στην αγκαλιά του Θεού! Να ζει ως αληθινός χριστιανός ενδεδυμένος Εκείνον που είναι η πηγή της ταπεινώσεως. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Μαζί με τον Χριστό ως μέλη Χριστού μπορούμε να αντιπαρατασσόμαστε προς τον κάκιστο εαυτό μας, με την έννοια ότι και γνωρίζουμε αλλά και μπορούμε να στρεφόμαστε προς τα εκεί που είναι και λειτουργεί η χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

Ο χριστιανός κάνει έτσι έναν «έξυπνο» πόλεμο: πολεμά αφήνοντας στα νώτα του κάθε υπερήφανο λογισμό – τον θέτει στην υπακοή του Χριστού, λέει ο απόστολος Παύλος -, γιατί πορεύεται «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η πορεία του με άλλα λόγια είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γνησίου εαυτού του, εκεί που είναι ο Χριστός και όλη η Βασιλεία του Θεού, εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση και την απάτη της αμαρτωλής υπερηφάνειας. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον Κύριο, ένα «βύθισμα» μέσα στην καρδιά μας. Διότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Υψοποιό από την άποψη αυτή δεν χαρακτηρίζουν την ταπεινοφροσύνη οι άγιοί μας; Διότι έτσι την όρισε πάλι ο ίδιος ο Θεός μας. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Αλλά είναι μία ύψωση που πατάει σε στέρεο έδαφος: τις πτέρυγες του Πνεύματος του Θεού, και όχι στη «φαντασία» του νου που εξαπατάται από τον Πονηρό – η μεγαλύτερη απατεώνισσα είναι η αμαρτία, διδάσκει η Γραφή.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει και το γνωστό σε κάθε χριστιανό: την ώρα που αγωνίζεσαι για την ταπείνωση πάνω στα χνάρια του Χριστού, την ώρα που περικόπτεις δηλαδή κάθε υπερηφάνεια, εκείνη την ώρα διαμιάς περικόπτεις και όλα τα γεννήματά της, όλες τις «θυγατέρες» της. Και η υπερηφάνεια έχει πλήθος απογόνων, «μυριάδες παθών», για παράδειγμα: τον θυμό και την οργή, την υπερβολική λύπη, τη διάθεση επιβολής επί των άλλων, τη φιλαρχία, την απιστία, την απόγνωση! Το φίδι για να το σκοτώσεις λοιπόν το κτυπάς στο κεφάλι! Αμέσως πεθαίνει. Ό,τι συμβαίνει με τον μεγάλο αυτόν εχθρό!Πηγή

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Ματθ. ς΄ 14-21)

 

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή Κυριακή τῆς Τυρινῆς μᾶς φέρνει στό κατώφλι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας παρομοιάζει μέ ἕνα ὄμορφο θαλασσινό ταξίδι.

Ἕνα ταξίδι πνευματικό ξεκινᾶ ἀπό αὔριο, Καθαρά Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου, μέ κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τήν προσευχή, τήν ἔντονη λατρευτική ζωή καί τή νηστεία καί σκοπό τήν πνευματική προετοιμασία μας, γιά νά προσκυνήσουμε τά ἄχραντα Πάθη καί τήν ζωοποιό Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά ἑορτάσουμε τό ἐτήσιο Πάσχα καί νά λάβουμε ἀφορμή νά ἑορτάζουμε τό Πάσχα καί κάθε Κυριακή τοῦ χρόνου.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας γιά 40 ἡμέρες νά μιμηθοῦμε τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος πρίν ξεκινήσει τήν ἐπί γῆς δημόσια δράση του γιά τή σωτηρία μας νήστευσε στήν ἔρημο 40 ἡμερονύκτια. Κατόπιν ἀντιμετώπισε τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Βλ. Ματθ. δ, 1-11), ὁ πρῶτος ἀπό τούς ὁποίους σχετίζεται μέ τήν τροφή. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ Ἀδάμ νικήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς τροφῆς καί ἔχασε τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου. Ὅμως ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χριστός, ὡς ἀπόγονος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους θά λέγαμε, ἐνίκησε τόν διάβολο καί θριάμβευσε ἐπί τοῦ πειρασμοῦ στόν ὁποῖον καταδέχθηκε νά ὑποβληθεῖ γιά νά μᾶς ἀποδείξει τήν ἄμετρη συμπάθειά Του, στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν.

Ὡς πιστοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, λοιπόν κι ἐμεῖς, καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τήν ἀπόλυτη νίκη τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ ἐπί τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, ἀποδυόμαστε μέ τή σειρά μας σέ ἕνα ἀνάλογο πνευματικόἀγώνα, μέ κύριο χαρακτηριστικό γνωρισμα τήν νηστεία. Ἄλλωστε στή γλῶσσα μας ἡ λέξη Τεσσαρακοστή εἶναι σχεδόν συνώνυμη μέ τή λέξη νηστεία.

Ἡ νηστεία, λέει ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι συνομήλικη μέ τόν ἄνθρωπο, γιατί ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ σ’αὐτόν, ὅπως περιγράφεται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως (Β,17) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φάγετε...». Ἡ ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή, μαζί μέ τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ἀποτελοῦν ἐπίσης τίς ἀρχαιότερες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, καθορισμένες ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριός μας διδάσκει, ὅτι ἀνάμεσα στήν ἀμνησικακία, τήν ἀληθινή νηστεία καί τήν ἀποφυγή τῆς πλεονεξίας ὑπάρχει μία ἐσωτερική συνάφεια, πάνω ἀκριβῶς στήν ἔννοια τῆς νηστείας.

Ἡ νηστεία, ὅπως ἀκοῦμε καί στά τροπάρια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν δέν εἶναι ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές, ἀλλά ἀποχή καί ἀπό τίς κακίες, πού δύο ἀπό τίς πιό συνηθισμένες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ μνησικακία: νά θυμᾶσαι δηλαδή τό κακό, πού σοῦ ἔκανε κάποιος καί νά μήν τόν συγχωρεῖς καί ἡ πλεονεξία: δηλαδή νά θέλεις ὅλο καί περισσότερα, πολλές φορές εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί νά μήν εἶσαι ποτέ εὐχαριστημένος καί μέ τίποτε.

Ὁ Μ. Βασίλειος σέ μία ὁμιλία του γιά τήν νηστεία τονίζει: «Δέν φτάνει ἡἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡἀπομάκρυνση ἀπό ὁ,τιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μας εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». Τόσο σημαντική εἶναι αὐτή ἡ διευκρίνηση, ὥστε αὐτά τά ἴδια λόγια ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία καί τά ἔκανε ὕμνο, μέ τόν ὁποῖον συντροφεύει τήν εἴσοδό μας στήν ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή.

«Νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες» συμβουλεύει σέ ἄλλο σημεῖο καί πάλι ὁ Μ.Βασίλειος. «Νά μήν ἀδικήσεις κανένα. Νά συγχωρήσεις τόν ἀδελφό σου γιά τή λύπη, πού σοῦ προξένησε, γιά τό κακό, πού σοῦ ἔκανε, γιά τά λεφτά, πού σοῦ χρωστάει. Διαφορετικά μολονότι δέν τρῶς κρέας, τρῶς τόν ἴδιο τόν ἀδελφό σου. Μολονότι ἐγκρατεύεσαι στό κρασί, δέν κρατᾶς τό στόμα σου στίς ἄσχημες κουβέντες. Μολονότι νηστεύεις ὡς τό βράδυ, ΄ξοδεύεις τή μέρα σου στά δικαστήρια.»

Εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε, πώς ἡ νηστεία ὡς ἄσκηση δέν σημαίνει μόνο ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές, πού ἴσως εἶναι καί τό εὐκολώτερο. Ἐάν ἡ νηστεία μας δέν σημαίνει καί νηστεία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, τότε ἐκπίπτει σέ δίαιτα. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ αὐθεντική ἔκφραση τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά ἀρέσει στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού νηστεύει, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς βρίσκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μέ τόν Θεό καί ἀπεκδέχεται τήν μυστική χαρά τῆς οὐράνιας εὐλογίας.

Ἡ νηστεία δέν πρέπει νά γίνεται καταναγκαστικά, ἀλλά ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀναμάρτητος Ὤν καταδέχθηκε νά πεθάνει πάνω στόν Σταυρό γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό κράτος τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεινάει ἀπό τή νηστεία, πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐπιμερίζει και στούς ἐμπερίστατους ἀπό τά ἀγαθά του καί θυσιάζει τό θέλημα τῆς ἄνεσης καί τοῦ συμφέροντός του γιά τήν Νηστεία, τοῦτο εἶναι λατρεία, πού τήν δέχεται ὁ Θεός.

Σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἔχουμε ἀνάγκη νά νηστεύσωμε. Ὄχι ἐπειδή πρέπει, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Ἄς μήν ξεχνᾶμε δέ ὅτι, ἡ νηστεία πάντοτε ἦταν ὁ τρόπος τοῦ ἀνθρώπου νά ἑλκύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά ζητεῖ τήν συγγνώμη Του. Καί σήμερα μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό μέσο γιά νά ἐλκύσουμε τήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τίς δύσκολες στιγμές, πού περνᾶμε καί ὡς πρόσωπα, ἀλλά καί ὡς Ἔθνος. Βλέποντας τή νηστεία μας ὁ Θεός, ἴσως ἀποτρέψει χειρότερες καταστάσεις, ἀσκώντας τήν πατρική του παιδαγωγία.

«Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει, ὅσοι θέλετε νά ἀθληθεῖται ἐλάτε μέσα σ’ αὐτό...» Μέ αὐτά τά λόγια ἡ Ἐκκλησία, μᾶς καλωσορίζει στά πνευματικά ἀγωνίσματα τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας, τά ὁποῖα εἶναι ἀλληλένδετα καί μαζί μέ τήν φιλανθρωπία προάγουν τήν πνευματική μας ἀναβάθμιση. Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ταπεινό φρόνημα, διακριτικά καί θεάρεστα, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι Θεός θά ἀποδώσει στόν καθένα τό ὀφειλόμενον. Ἄς μή δειλιάσουμε ἐξαιτίας τοῦ μεγέθους ἤ τοῦ ὄγκου τῶν ἀγωνισμάτων. Ὁ καθένας μέ τή δύναμή του ἄς ἀγωνισθεῖ κι ὁ Θεός θά σκεπάσει μέ τή χάρη Του τόν ἀγῶνα μας, ἀφοῦ γιά τήν ἀγάπη του γίνεται. Διότι εὐτυχῶς «ἡ μεγαλύτερη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι πώς ὄχι ἀνάλογα μέ τό ἀποτέλεσμα, ἀλλά ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τήν προαίρεση μετράει ὁ Θεός τήν ἐπίδοσή μας καί παρέχει τήν εὐλογία Του.»

Καλή καί εὐλογημένη ἡ ἐπί θύραις Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

π. Σ.Κ
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ - ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ

 

KyriakiTyrinis«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα...»

13αός χωρίς κήρυγμα, Αγαπητοί μου, είναι στρατός χωρίς σάλπιγγα. Tο κήρυγμα είναι η σάλπιγγα του Kυρίου, το ξυπνητήρι που ξυπνάει τους αμαρτωλούς, το γάργαρο νερό που δροσίζει και αναπαύει τις ψυχές των χριστιανών.
Πολλοί από τους χριστιανούς όχι μόνο δεν έχουν  διάθεση να ακούσουν τον λόγο του Θεού, αλλά δυσανασχετούν όταν το κήρυγμα είναι ελεγκτικό κι αυτό γιατί αισθάνονται τον έλεγχο της συνειδήσεώς τους. 

Kαι σήμερα, Κυριακή της Tυρινής, αρμόζει να ελέγξουμε. Διότι αυτά που λέγονται και γίνονται αυτές τις μέρες, ασφαλώς δεν είναι σύμφωνα με την παράδοσή μας. Xοροί, πορνικά τραγούδια, μάσκες, καρναβάλια, ξενύχτια, όργια… 

Σάς ερωτώ: τί σχέση έχουν όλα αυτά με την Oρθοδοξία μας;

Δυστυχώς, γιατί όλα αυτά γίνονται από μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί, αλλά λατρεύουν και τον διάβολο. Ο Βάκχος, ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, οι ψεύτικοι θεοί της κραιπάλης και της ακολασίας, δεσπόζουν σήμερα, Κυριακή της Τυρινής.  

Οι μητέρες θα κοινωνήσουν τα παιδιά τους, αλλά θα τα ντύσουν και καρναβάλι. Θα πάνε στην περιφορά του Αγίου, αλλά θα πάρουν μέρος και στην πορεία του καρνάβαλου. Ας έχουν υπόψη τους οι μητέρες αυτές, ότι κολάζονται οι ίδιες,  αλλά κολάζουν και τα παιδιά τους. 

Είναι ντροπή για το Ελληνικό κράτος που χρηματοδοτεί τις εκδηλώσεις αυτές. Είναι ντροπή για το Υπουργείο Παιδείας, που επιτρέπει τις ημέρες αυτές, με πρωτοβουλία των Συλλόγων Γονέων και των Εκπαιδευτικών, να μετατρέπονται τα Σχολεία σε κέντρα διασκεδάσεων και ψητοπωλεία.  

Τι λέτε είναι τυχαίες οι καταστροφές και οι θεομηνίες που συμβαίνουν στην περιοχή της Πάτρας, αλλά και σε άλλες πόλεις; Και στο τέλος απορούμε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, σήμερα, είναι δαιμονόπληκτοι, κυριευμένοι από το Σατανά!

Εμείς όμως, παίρνοντας αφορμή από την Ευαγγελική περικοπή, που ακούσαμε πριν λίγο, με αίσθημα αγάπης και ενδιαφέροντος, θα απευθύνουμε λόγο εποικοδομητικό, όχι μόνο σ’ αυτούς, αλλά και σε κάθε χριστιανή ψυχή. 

Λέμε, λοιπόν, και υπενθυμίζουμε  ότι από αύριο αρχίζει η νηστεία. 

Και ότι όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι, γέροντες και γυναίκες, όλοι εκτός των αρρώστων, είμαστε υποχρεωμένοι να νηστέψουμε, όπως νήστεψε ο Kύριος, όπως νήστεψε η υπεραγία Θεοτόκος, όπως νήστεψαν όλοι οι Άγιοι. 

Ότι τις άγιες αυτές ημέρες πρέπει να παρακολουθούμε τον κατανυκτικό Εσπερινό με τα γλυκύτατα εκείνα τραγούδια της Eκκλησίας μας, που ωραιότερα δεν υπάρχουν στον κόσμο. 

Να παρακολουθούμε τον Aκάθιστο Ύμνο, και κάθε βράδυ να ερχόμαστε στον Ναό και να παρακολουθούμε το Mεγάλο Aπόδειπνο, ψάλλοντας το «Kύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού…». 

Να πω, ότι πρέπει κάθε βράδυ να κάνουμε  μετάνοιες, λέγοντας την προσευχή μας; 

Ή να πω κάτι άλλο, που κάνουν μερικοί Xριστιανοί, που βάζουν το ξυπνητήρι και ξυπνούν τα μεσάνυχτα και προσεύχονται, λένε τον 50ο ψαλμό και κάνουν μετάνοιες; Ή να υπενθυμίσω, ότι το καθήκον μας αυτές τις άγιες ημέρες είναι προ παντός η ελεημοσύνη; 

Ποιο απ’ όλα να αναφέρω; 

Aλλά δυστυχώς το καθένα από αυτά σήμερα συναντά αντίρρηση και απόρριψη. Για τη νηστεία θα δικαιολογηθούν: 

«Eγώ είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να ζήσω ούτε μία μέρα χωρίς το λάδι».

Για την αγρυπνία θα πουν: 

«Eίμαστε εργατικοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να ξενυχτάμε· πρωί - πρωί θα πάμε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, και πρέπει να έχουμε δύναμη για την εργασία μας». 

Για τις μετάνοιες θα ισχυριστούν: 

«Δεν αντέχουμε». 

Για την ελεημοσύνη θα επικαλεστούν

«Eίμαστε οικογενειάρχες, έχουμε κορίτσια να παντρέψουμε, αγόρια να σπουδάσουμε· γεράσαμε, δεν μπορούμε να δίνουμε χρήματα, ας δώσουν αυτοί που έχουν».

Oι σημερινοί άνθρωποι έχουν αντιρρήσεις και προφάσεις. 

Oύτε νηστεία, ούτε προσευχή, ούτε εξομολόγηση, ούτε αγρυπνία, ούτε κομποσκοίνι, ούτε παρακλήσεις, ούτε Εσπερινούς· τίποτα από αυτά δεν θέλουν.

 Λοιπόν τί να πούμε; 

Κι όμως, ακούγοντας το σημερινό Ευαγγέλιο αισθανόμαστε μία ανακούφιση.

 Σαν τον αρχαίο φιλόσοφο, αναφωνούμε:

«Eύρηκα!».

 Εύρηκα για σας, βρήκα για μένα, βρήκα για μικρούς, μεγάλους, αδύνατους, ισχυρούς, αμαρτωλούς, αγίους, για όλους, βρήκα έναν  δρόμο πολύ εύκολο και σύντομο. 

Aν ακούσουμε τη φωνή του Ευαγγελίου, θα πάρουμε φτερά αγγελικά και θα πετάξουμε στα ύψη, θα φτάσουμε κοντά στον Θεό. Δεν χρειάζεται ούτε κόπος ούτε χρήματα. Mόνο να μας δώσει ο Θεός τη χάρη του, και το Πνεύμα του το Άγιο, να ανοίξει την καρδιά μας. Nα πάρει ένα  σφυρί και να σπάσει την πέτρινη καρδιά μας, και μέσα από τον βράχο να βγει το νερό, να βγει μία φωνή, μία λέξη!

Aν μπορούσαμε να την πούμε σήμερα, στα σπίτια και στην κοινωνία μας, θα άλλαζε όλος ο κόσμος. Κάθε πόλεμος θα σταματούσε. 

Και από θηρία που είμαστε θα γινόμασταν Άγγελοι, άξιοι να φωνάζουμε τον Θεό, Πατέρα. 

H λέξη που πρέπει να βγει από την καρδιά μας σήμερα, η λέξη που δεν στοιχίζει τίποτα, που πρέπει να την πούμε, αλλιώς δεν είμαστε Xριστιανοί, η λέξη αυτή, Αγαπητοί μου, είναι σ υ γ χ ω ρ ώ.

Σ υ γ χ ω ρ ώ! 

Mπορούμε να την πούμε τη λέξη αυτή; Mπορούμε να συγχωρήσουμε όλους τους εχθρούς μας; Aυτό λέει το Ευαγγέλιο: «Eάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Mατθ. 6,14). 

Συγχωρείς; 

                 θα συγχωρεθείς.

 Δεν συγχωρείς;

                δεν συγχωρείσαι.

 Αυτό είναι  νόμος του Θεού και πρέπει να τον εφαρμόσουμε. 

Δεν είναι το ευκολότερο απ’ όλα; 

Φαίνεται δύσκολο κι αυτό; 

Θα μου πείτε· Eγώ νηστεύω, πάω στην Εκκλησία, ακούω τον Εσπερινό, ανάβω κεριά, προσεύχομαι, πάω και εξομολογούμαι στον καλύτερο πνευματικό, πάω στις αγρυπνίες… 

Όλα να τα κάνουμε,  εάν όμως στην καρδιά μας έχουμε το μίσος, όλα είναι μάταια. 

Διότι πάνω από όλα είναι η αγάπη. 

Kι όταν δεν έχουμε την αγάπη, όλα αυτά δεν αποδίδουν. 

Eίναι σαν να ετοιμάζεις ένα  ωραίο φαγητό με όλη σου την τέχνη και ξαφνικά πάει κάποιος και ρίχνει μέσα μερικές σταγόνες φαρμάκι.

 Ποιος το αγγίζει; 

Έτσι κι εδώ.

 Φτάνει μέσα στα καλά μας έργα να πέσουν μερικές σταγόνες μίσους και έχθρας, για να γίνουν όλα άχρηστα. 

Γι’ αυτό, πάνω από όλα είναι η συγγνώμη. 

Aυτό τονίζει σήμερα το Ευαγγέλιο.

Δεν ζούμε σε κόσμο αγγελικό. 

Mακάρι οι άνθρωποι να ήταν Άγγελοι. 

Δεν ζούμε σε τέτοιο κόσμο. 

Oύτε εμείς ούτε οι γείτονές μας είναι Άγγελοι. 

Mέσα στον κόσμο αυτό, όλοι μας, ο ένας πειράζει τον άλλο. 

Ακόμα και τα πιο προσφιλή μας πρόσωπα, μας έχουν πειράξει. 

Kι ο πατέρας πειράζει το παιδί και το παιδί τον πατέρα, και η γυναίκα τον άντρα κι ο άντρας τη γυναίκα, και οι μικροί και οι μεγάλοι. 

Έχουμε και εχθρούς, που μας έχουν κάνει μεγάλο κακό.

 Mας συκοφάντησαν, μας διέβαλαν, μας αδίκησαν…

 Για όλους αυτούς, που μας έχουν πειράξει, μας έχουν κάνει να κλάψουμε, ας σταθούμε στο ύψος μας!

 Aν είμαστε Xριστιανοί, αν πιστεύουμε στο Eυαγγέλιο, σήμερα, ημέρα της Tυρινής, ας ανοίξουμε τις καρδιές μας και μέσα από τα βάθη μας ας φύγει η μεγάλη λέξη: «Συγχωρώ!». 

Aς συγχωρήσουμε όλους. Oι μεγάλοι τους μικρούς, οι μικροί τους μεγάλους. Kαι τότε μόνο ας πλησιάσουμε τον Eσταυρωμένο, να τον δούμε επάνω στον Σταυρό με τα χέρια απλωμένα, όλο αγάπη και καλοσύνη, να βγαίνουν από την καρδιά του τα ουράνια εκείνα λόγια: «Πάτερ, άφες αυτοίς…» (Λουκ. 23,34).

 Mία τέτοια καρδιά, καρδιά του Xριστού, να αποκτήσουμε  κι εμείς.

 Tότε θα γιορτάσουμε τις ημέρες που έρχονται.


Aγαπητοί μου!


Ένας που ζει σ’ ένα κλειστό δωμάτιο με μολυσμένο και ακάθαρτο αέρα, ή ένας που ζει μέσα σ’ ένα σπήλαιο σκοτεινό και απαίσιο, ζαλίζεται, λιποθυμεί και προσπαθεί ν’ ανοίξει παράθυρο, για να αναπνεύσει αέρα καθαρό. 

K’ εμείς ζούμε σε μία κοινωνία μολυσμένη από τον φαρμακερό αέρα του μίσους. Κοντεύει να μας πιάσει ασφυξία. 

Aσφυξία στο σπίτι, στην κοινωνία, στον κόσμο, κι αυτό, γιατί  λείπει η αγάπη του Xριστού.

Tο Ευαγγέλιο σήμερα φωνάζει:

 «Aνοίξτε παράθυρο! 

Kαι το παράθυρο, απ’ όπου θα δούμε τον ουρανό, είναι η συγγνώμη του Xριστού μας. 

Aς ανοίξουμε αυτό το παράθυρο, να πνεύσει αεράκι καθαρό, αεράκι από τα ουράνια κι από το Γολγοθά. 

Mε τη συγγνώμη οι καρδιές μας θα αισθανθούν ανακούφιση. 

Kαι με το αεράκι αυτό του Αγίου Πνεύματος θα δια πλεύσουμε το πέλαγος των σαράντα ημερών που αρχίζει από αύριο. 

Θα διέλθουμε όλη την τεσσαρακοστή με αγάπη και ειρήνη, και θα μας αξιώσει ο Θεός να προσκυνήσουμε τα σεπτά πάθη και να γιορτάσουμε την ένδοξη ανάσταση του Σωτήρα μας».

το μεταφέρουμε από εδώ

Ποια νηστεία μισεί ο Θεός!

  

«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου, καί παθῶν μή καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίᾳ∙ εἰ μή γάρ ἀφορμή σοι γένηται πρός διόρθωσιν, ὡς ψευδής μισεῖται παρά Θεοῦ, καί τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις∙ μή οὖν ἁμαρτάνουσα, τήν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρός ὁρμάς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δέ συσταυροῦσθαι, τῷ διά σέ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρός αὐτόν∙ Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» 

(Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος α΄).

(Ψυχή μου, μέ τό νά νηστεύεις ἀπό φαγητά, ἀλλά νά μή καθαρίζεσαι ἀπό τά πάθη σου, μάταια χαίρεσαι πού δέν τρῶς. Διότι ἄν ἡ νηστεία δέν σοῦ γίνεται ἀφορμή γιά διόρθωσή σου, προκαλεῖ τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη, κι ἐσύ γίνεσαι ὅμοιος μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι δέν σιτίζονται καθόλου. Μήν ἐξαχρειώσεις λοιπόν τή νηστεία μέ τίς ἁμαρτίες σου, ἀλλά μένε ἀκίνητος, χωρίς να στρέφεσαι πρός τίς ἄτοπες ὁρμές. (Κι αὐτό θά τό καταφέρεις) μέ τή σκέψη ὅτι βρίσκεσαι μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Σωτήρα Χριστό, ἤ μᾶλλον ὅτι εἶσαι σταυρωμένος μαζί μ’ Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά σένα, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου).

Τό συγκεκριμένο τροπάριο εἶναι ἀπό τά πιό συγκλονιστικά ὅλου τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος μέ κρυστάλλινη διαύγεια καί ἀμεσότητα, μέ προφητική δύναμη πού θυμίζει τούς παλαιούς μεγάλους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τονίζει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δεν ἐξαντλεῖται στόν περιορισμό τῶν τροφῶν ἤ και στήν ἀποχή ἀπό αὐτές, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή ἀκριβῶς στόν βαθμό πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀπομάκρυνση  καί κάθαρσή του ἀπό τά ψεκτά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας∙ πού θα πεῖ ὅτι, ἀφοῦ διορθώνει τον ἄνθρωπο, γίνεται τό μέσον γιά στροφή του πρός τόν Θεό, ἄρα πρός ἀπόκτηση περισσότερης ἀγάπης. Ἄν δέν κατανοηθεῖ ἔτσι ἡ νηστεία τοῦ πιστοῦ, τότε ἀφενός προκαλεῖ την ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη και φαρισαϊκή, ἀφετέρου ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τούς ἴδιους τούς δαίμονες, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἀπέχουν ὁλιωσδόλου ἀπό φαγητά. Τί προτείνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας; Νά κρατάει ὁ πιστός τήν ἀληθινή νηστεία, ἀποφεύγοντας τίς ἁμαρτίες καί μένοντας σταθερός σ’ αὐτό πού ἔχει κληθεῖ ὡς μέλος Χριστοῦ: νά εἶναι πάντα ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού σημαίνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του συσταυρωμένο μέ Ἐκεῖνον. Στήν πνευματική αὐτή κατάσταση τό μόνο πού ἀπαιτεῖται εἶναι νά φωνάζει κι αὐτός σάν τόν ληστή πάνω στόν Σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου». Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ὑμνογράφος, μολονότι μᾶς διδάσκει καί μᾶς καθοδηγεῖ, δέν γίνεται καθόλου ἀπόμακρος ἤ ἀποκρουστικός, γιατί ἀπευθύνεται πρωτίστως στόν ἑαυτό του καί τήν ψυχή του, ὁπότε ὁ λόγος του ἀποκτᾶ τή δραματική ἔνταση τοῦ πιστοῦ πού πάσχει κι ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν διαστροφῶν της.

π. Γεώργιος Δορμπαράκης -Ακολουθείν

Το μεταφέρουμε από εδώ

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2022

Κυριακή Απόκρεω (παραβολή της Κρίσεως)

 «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονο­μη­σατε την ητοιμα­σμένην υμίν βα­σιλείαν από κατα­βο­­λης κόσμου».

Για την κληρονομία μιάς βασιλείας ο λόγος στο ση­μερινό ευαγγελικό ανά­γνω­σμα. Όχι μιάς επίγειας βασιλείας, αλλά μιάς ουρά­νιας. Μιάς θείας βασιλείας την οποία καλούμεθα όλοι να κληρονομήσουμε στο μελ­λον. Της βασιλείας του Χρι­στού που ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ότι δεν έχει τέλος. Της βα­σι­λείας στην οποία θα εισ­ελ­θουμε μετά από μία κρι­ση. Μέλλουσα και αυτή, την οποία όμως προσδο­κού­­­­με και περιμένουμε μα­ζι με την δεύτερη παρουσία του Χρι­στού στη γη, όπως ομολογούμε και πάλι στο Σύμβολο της πι­στεως· «και πάλιν ερχόμενον κρι­ναι ζω­ντας και νε­κρούς», «ου της βασι­λείας ουκ έσται τέλος». Μιάς βασιλείας την οποία ήδη από αυτή τη ζωή ευ­λογούμε­, εφόσον αρχίζου­με κάθε θεία Λειτουργία με τη φράση «ευλογημένη η βα­σιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Παρότι όμως καθη­με­ρινά επαναλαμβάνουμε στις κατ’ ιδίαν προσευχές μας ή ακούμε στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας αυτή την ομολογία και την εκ­φραση της ελπίδος της μελ­­λού­σης ζωής, παρ’ όλα αυ­τα δεν συνει­δη­το­ποιού­με πολλές φορές ότι η δεύτερη εν­δοξη έλευση του Χριστού στον κόσμο ει­ναι μία πραγ­ματικότητα ενώπιον της οποί­ας θα βρεθούμε κάποτε όλοι.

Αυτή, λοιπόν, την πραγ­μα­τικότητα της μελλούσης Κρίσεως όρισαν οι άγιοι και θεο­­φόροι Πατέρες να μας υπενθυμίζει η Εκ­κλησία μας με το ευαγγελικό ανά­γνω­σμα την Κυρια­κη της Απόκρεω, μία Κυ­ρια­κη πριν από την αρχή της Αγίας και Με­γάλης Τεσσα­ρα­κο­στης, αφενός για να μας αφυ­πνίσει από τον λη­θαργο της καθημε­ρι­νο­τη­τος και να μας παρακινήσει προς τα έργα εκείνα τα οποία θα μας κάνουν να βρεθούμε κατά την ημέρα της Κρίσεως στην θέση των ευλογημένων του Θεού, και αφετέρου για να παρη­γο­­ρήσει τις ψυ­χες μας που πολλές φορές συνθλίβο­ν­ται μέσα στα προ­βλήματα και τις δυ­σκολίες του πα­ρόντος κόσμου, τις οποίες καλού­μεθα να υπομεί­νου­με ως συνέ­πειες της πτω­σεως μας και της εξώσεώς μας από τον παράδεισο, την οποία θα μας υπεν­θυ­μίσει η Εκκλησία μας την επό­μενη Κυρια­κη.

Δεν επιθυμεί, ασφαλώς, η Εκκλησία μας να μας φο­βίσει με το ευαγγε­λικό ανά­­­γνω­σμα της μελλούσης Κρίσεως, όπως ορι­σμένοι νομίζουν, αλλά επιδιώκει να μας υποδείξει τον δρόμο που θα πρέπει να βα­δι­σου­με στην επίγεια ζωή μας, έτσι ώστε η μέλλουσα Κρίση να γίνει και για μας η δίοδος προς την αιώνια και μακαρία ζωή της βα­σιλείας του Θεού. Και ο δρόμος αυτός που μας υποδεικνύει ο Χριστός ση­μερα δεν είναι δύσκολος και πολύπλοκος, είναι απλός και εφαρμόσιμος από όλους μας, όπως είναι πάντοτε οι εντολές του Θεού.

Ένα πράγμα μας ζητά μόνο και αυ­το θέτει ως κριτήριο της σωτηρίας μας. Είναι η αγάπη, η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη προς τον άνθρω­πο, η αγά­πη που εκπηγάζει από μια άλλη αγάπη, την αγά­πη προς τον Θεό.

Αυτή η εντολή της αγά­πης, από την οποία, κατά τη διαβεβαίωση του ίδιου του Χριστού, «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμαν­ται», και η εφαρ­μογή της θα είναι που θα διαχωρίσει τους ανθρώπους κατά την ημέρα της Κρίσεως. Και όσους θα την ε­χουν εφαρ­μόσει θα τους θέσει εκ δε­ξιών του Πατρός, ενώ ο­σους δεν την έχουν εφαρ­­μο­σει θα τους στερήσει τη δυνατό­τητα να ζήσουν αι­ω­νίως την ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού.

Ας μη ξενίζει, αδελφοί μου, το γεγονός ότι μία και μόνη εντολή, η εντο­λη της αγά­πης, θα είναι το κρι­τήριο της σωτη­ρίας ή της καταδίκης μας· δεν θα ήταν δια­φο­ρετικά δυνατό, εφό­σον ο Θεός είναι η απόλυτη αγάπη, και χωρίς την αγά­πη κα­νείς δεν μπορεί να βρεθεί δίπλα του. Το δια­πι­στώνουμε και από το ευαγ­γελικό ανά­γνωσμα της πε­ρα­σμένης Κυρια­κης, της Κυ­ριακής του Ασώτου. Ποιος ήταν ο λο­γος για τον οποίο στερή­θηκε ο πρεσβύ­τε­ρος υιός, ο συνετός και συνεπής, ο ερ­γατικός και υπά­κουος, και τη χαρά και την εορτή που ετοίμασε ο φιλεύσπλαγ­χνος πατέρας του; Ήταν η έλλειψη αγά­πης, ειλικρινούς και ανι­διο­τελούς, προς τον άσωτο αδελφό του. Και έτσι εκεί­νος, που κατασπατάλησε την πατρική περιου­σία, από­λαυσε την πατρική αγκα­λιά, ενώ ο πιστός υιός έμεινε εξαιτίας της ελλεί­ψεως αγάπης μακρυά της. Γιατί τίποτε δεν έχει πε­ρισ­σότερη αξία στα μάτια του Θεού και τίποτε δεν περιμένει από εμάς περισ­σο­τερο παρά να ζούμε με την αγάπη και να ασκούμε τα έργα της αγάπης. Ζητά από μας να δείχνουμε εμ­πρα­κτα την αγάπη μας προς όλους τους αδελφούς ανεξαιρέ­τως, γιατί μόνο έτσι μιμούμεθα τον ίδιο τον Θεό, που βρέχει επί δι­καίους και αδί­κους και συγ­χωρεί τους πάντες. Ζη­τα από μας να δείχνουμε εμ­πρακτα την αγάπη μας προς όλους, γιατί στα προ­σωπα των αδελ­φων μας απεικονίζεται το ίδιο το πρόσωπο του Θεού, εφόσον μας έχει πλα­σει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Ζη­τα από εμάς ο Θεός να δεί­χνουμε αγά­πη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απο­λαύσουμε την ατελεύ­τη­τη ηδονή των αγαθών της βασιλείας του, τα οποία δημι­ούρ­γησε για μας, γιατί μόνο έτσι θα μπο­ρέσουμε να ακούσουμε και εμείς κατά την ημέρα της Κρι­σεως τη φωνή του Χρι­στού «δεύτε πάντες οι ευ­λο­γημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοι­μα­σμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».

Μπροστά στο «Τριώδιο»

 

Μπροστά στο «Τριώδιο»

Δημήτριος Παναγόπουλος

Πολύς λόγος γίνεται κάθε χρόνο κατά τις ημέρες που ανοίγει το Τριώδιο, τόσο από τους λεγόμενους πιστούς, όσο και από τους άπιστους, τους αδιάφορους, και μάλιστα κυρίως από αυτούς.

Υπάρχει όμως μία παρανόηση αναφορικά με το τι ερμηνεία έχουν οι λέξεις «ανοίγει το Τριώδιο».

Διότι βλέπουμε οι άπιστοι, οι ψυχροί, οι αδιάφοροι ως προς τα θέματα της θρησκείας, αλλά και πολλοί από τους κατ’ όνομα χριστιανούς, να ερμηνεύουν τις λέξεις «ανοίγει το Τριώδιο» με το ότι ήρθε περίοδος γλεντιού, μασκαρέματος, ξεφαντώματος, κραιπάλης, διαφθοράς ψυχής και σώματος. Γι’ αυτό βλέπουμε τόσα και τόσα παράξενα να λαμβάνουν χώρα κατά τις ημέρες αυτές.

Η πραγματική όμως ερμηνεία του «ανοίγματος του Τριωδίου» δεν είναι τα ανωτέρω, αλλά τα κατωτέρω.

Πρώτον, η περίοδος αυτή λέγεται περίοδος του Τριωδίου, και ακόμη ότι «ανοίγει το Τριώδιο», εξαιτίας ενός βιβλίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας που ονομάζεται «Κατανυκτικόν Τριώδιον» και που το ανασύρει η Εκκλησία από τη βιβλιοθήκη της το Σάββατο το απόγευμα, την παραμονή δηλαδή της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου, και θέτοντάς το στο αναλόγιο διαβάζει και ψάλλει από αυτό μέχρι το μεσονύκτιο του Μ. Σαββάτου που γίνεται η Ανάσταση, και κατόπιν το αποσύρει βάζοντας στη θέση του ενα άλλο βιβλίο της που λέγεται «Πεντηκοστάριον».

Με το βιβλίο αυτό, το «Κατανυκτικό» δηλαδή «Τριώδιο», η Εκκλησία διδάσκει τους ανθρώπους σχετικά με θέματα σωτηρίας.

Το μεγάλο αυτό βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις περιόδους.

Η πρώτη αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει την Κυριακή της Τυροφάγου.

Η δεύτερη αρχίζει από τη λεγόμενη Καθαρά Δευτέρα, την επομένη της Τυροφάγου, και τελειώνει των Βαΐων.

Και η τρίτη αρχίζει από την Μ. Δευτέρα, την επομένη των Βαΐων, και τελειώνει το μεσονύκτιο του Μ. Σαββάτου προς την Κυριακή, όπου σύμφωνα με τις Διαταγές των Αποστόλων έγινε η Ανάσταση.

Στην πρώτη του περίοδο παρουσιάζει τέσσερεις Ευαγγελικές περικοπές πολύ διδακτικές και απαραίτητες σε καθέναν που θέλει να γνωρίζει ορθά τα θέματα της σωτηρίας του.

Η πρώτη περικοπή είναι η λεγόμενη του Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκ. 18:10-14), η οποία παρουσιάζει δύο ανθρώπους που ο ένας είχε έργα κατά κόσμον (ο Φαρισαίος) και απορρίφθηκε από τον Θεό, και ο άλλος (ο Τελώνης) δικαιώθηκε διότι αναγνώρισε την αμαρτωλότητά του, ζητώντας έλεος από τον Θεό με τα λόγια· «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Η δεύτερη περικοπή είναι η λεγόμενη του Ασώτου (Λουκ. 15:25-32), η οποία επίσης παρουσιάζει δύο ανθρώπους, όπου ο ένας, παρότι αμάρτησε (ο άσωτος) μετανόησε, εξομολογήθηκε, κοινώνησε (από τον Μόσχο τον σιτευτό) και σώθηκε, ενώ ο άλλος που αρκέστηκε στη δικαιοσύνη του, στα έργα του· «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε έντολήν σου παρήλθον» (Λουκ. 15:29), απορρίφθηκε, δεν εισήλθε.

Αφού λοιπόν παρουσιάσει τις δύο αυτές μεγάλες ευαγγελικές περικοπές, στις οποίες διδάσκεται σαφώς ο τρόπος της σωτηρίας του ανθρώπου, ότι δηλαδή δεν σώζεται με τα έργα του μόνο, αλλά με τη θυσία του Υιού του Θεού, του «Μόσχου του σιτευτού», έρχεται την τρίτη Κυριακή της Αποκριάς και διδάσκει ότι πρέπει να προσέξουμε, διότι μία ημέρα θα καθίσει ως δικαστής πλέον να μας κρίνει. Γι’ αυτό μας διαβάζει το Ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ. 25:31-46) που είναι παραβολή και προφητεία μαζί. Παραβολή μεν, διότι παρομοιάζει τους δικαίους με πρόβατα και τους απίστους με ερίφια, προφητεία δε, διότι λέει: «Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου» κλπ.

Και τέλος, προκειμένου να μας εισαγάγει στο δεύτερο μέρος της προετοιμασίας της Μ. Τεσσαρακοστής, για να δεχτούμε τον στο τέλος της περιόδου ερχόμενο σταυρωθέντα, ταφέντα και αναστάντα Θεό μας, μας θυμίζει την έξωση του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο την Κυριακή της Τυροφάγου (που τη λέμε τελευταία αποκριά, ψευδώς βεβαίως), και έτσι κλείνει το πρώτο μέρος της μεγάλης αυτής περιόδου του Τριωδίου.

Κατόπιν μας εισάγει στο δεύτερο μέρος της περιόδου που είναι η λεγόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και αρχίζει με την Καθαρή Εβδομάδα, και μάλιστα τη λεγόμενη Καθαρή Δευτέρα, που εμείς με την απιστία μας την καταντούμε την πιο βρωμερή του έτους. Η Καθαρή Δευτέρα βρίσκει τους Πρωτοπλάστους εξωσμένους από την Εδέμ να κλαίνε και να κτυπούν το πρόσωπό τους ζητώντας έλεος. Η αγία μας Εκκλησία για το θέμα αυτό ψάλλει:

«Αδάμ εξωστράκισται παρακοή Παραδείσου, και τρυφής εκβέβληται, γυναικός τοις ρήμασιν απατώμενος, και γυμνός κάθηται, του χωρίου οίμοι! εναντίον οδυρόμενος. Διο σπουδάσωμεν, πάντες τον καιρόν υποδέξασθαι, νηστείας, υπακούοντες ευαγγελικαίς παραδόσεσιν· ίνα δια τούτων, ευάρεστοι γενόμενοι Χριστώ, του Παραδείσου την οίκησιν πάλιν απολάβωμεν».

Κατά τις εβδομάδες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές η αγία μας Εκκλησία κάνει τις Ακολουθίες των Προηγιασμένων, όπου οι πιστοί μπορούν να πυκνώσουν την προσέλευσή των στο Ποτήριο της Ζωής (την Θεία Κοινωνία), ώστε να παίρνουν δύναμη για τον αγώνα της νηστείας και της εγκράτειας της Μ. Τεσσαρακοστής.

Τέλος φτάνουμε στην Κυριακή των Βαΐων που είναι το τέλος της δεύτερης περιόδου, και μπαίνουμε πλέον στη Μεγάλη Εβδομάδα, τη λεγόμενη εβδομάδα των Αγίων Παθών, όπου ολοκληρώνεται η διδασκαλία της ενανθρωπήσεως του Ιησού με τη Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάσταση.

Αυτό είναι λοιπόν συνοπτικά το «Τριώδιον» και ο σκοπός του ανοίγματός του.

Επειδή όμως αυτό εργάζεται σκοπό σωτήριο, βάλλεται από τον Διάβολο και τα όργανά του, ο οποίος ανοίγει και αυτός το δικό του Τριώδιο και μας καλεί προς τα εκεί, υποσχόμενος αντί για νηστεία, φαγοπότι, αντί για εγκράτεια και σωφροσύνη, απόλαυση και ηδονές, και αντί για πένθος και δάκρυα, γέλια και καρναβάλια.

Πάντως ας μη ξεχνούμε ότι στο ένα «Τριώδιο» της Εκκλησίας πρωταγωνιστεί ο Χριστός, ενώ στο άλλο «Τριώδιο» του κόσμου πρωταγωνιστεί ο Διάβολος.

Ο ένας καλεί σε σωτηρία, ο άλλος σε απώλεια. Σ’ εμάς εναπόκειται να εκλέξουμε: τον Ιησού ή τον Βαραββά.

Χαρά σε αυτούς που θα συνταχθούν με τον Ιησού και αλίμονο σε όσους θα συνταχθούν με τον Βαραββά.

Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» τ. 16, εκδ. Ορθ. Κυψέλης, σελ. 17

koinoniaorthodoxias

πηγή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

 

asotou04

 

Πολλά είναι τα μηνύματα που κρύβονται στην παραβολή του Ασώτου υιού που ακούστηκε σήμερα από το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Εμείς σήμερα θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε εκείνα  που σχετίζονται με τον πατέρα της παραβολής.

            Ο Κύριος μας λέγοντας αυτή την παραβολή  εκτός των άλλων μας φανέρωσε μια νέα σχέση που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ανάμεσα στον αμαρτωλό άνθρωπο και τον Θεό. Είναι γνωστό, ότι στη θέση του Ασώτου υιού βρίσκεται ο καθένας μας, όλη η ανθρωπότητα. Εγκαταλείψαμε τον πατρικόν Οίκον, διακόψαμε τη σχέση μας και την επικοινωνία μας με το Θεό, στο όραμα μιας ελεύθερης ζωής. Παραδοθήκαμε επίσης στη φιλαυτία μας και στα θελήματα μας. Και  εκείνα  μας συντρίβουν καθημερινά. Αυτή η  ταλαιπωρία μας που χαρακτηρίζεται από την πραγματική μας πτωχεία είναι το τίμημα της παρακοής μας, όπως λέγει ο προφήτης « θα σε τιμωρήσει η ίδια η απόστασία σου »(Ιερεμ.β΄19). Απομακρυνθήκαμε από το Θεό αφού θελήσαμε να ζήσουμε μια διαφορετική ζωή από αυτήν για την οποία Εκείνος μας δημιούργησε. Και να τα αποτελέσματα. Θέριεψαν και υποδούλωσαν τα πάθη ,όλες τις δυνάμεις μας. Μας θανατώνουν  συνεχώς έως ότου μας οδηγήσουν στο φυσικό και πνευματικό θάνατο.                Όμως η αγαθότητα του Θεού δεν μας εγκατέλειψε. Αλλά πάλι μας παρακινεί, πάλι μας παρηγορεί. Μας προσκαλεί: « ελάτε σε μένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω »(Ματθ.ια΄28). Σαν να λέει: « κουραστήκατε, ταλαιπωρηθήκατε, αποκτήσατε πείρα των κακών αποτελεσμάτων της ανυποταξίας . Έλατε λοιπόν γυρίστε πίσω, κατανοήσετε το μέγεθος της αδυναμίας και της καταφρόνιας σας, για να βρείτε την ανάπαυση και την δόξα σας. Ελάτε ζήστε με ταπεινοφροσύνη εσείς που θανατωθήκατε από την υπερηφάνεια. Η ψυχή σας δοκιμάστηκε αρκετά από τον πόνο και το θάνατο. Αποστραφείτε αρνηθείτε λοιπόν τον κόσμο και τη ζωή της αμαρτίας που σας δώρισε  με τις υποδείξεις του ο διάβολος.

            Ο Κύριος μας ήρθε για αυτό ακριβώς το λόγο. Να μας ανακοινώσει ότι έχουμε πατέρα στον ουρανό, ότι ο Θεός είναι γεμάτος ευσπλαχνία για μας, ότι όποιες και όσες και αν είναι οι αμαρτίες μας. Εκείνος έχει την δύναμη να τις εξαλείψει και να τις δεχθεί. Ήθελε να μας μάθει, ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας ότι η ζωή της αμαρτίας που ζούμε δεν είναι αυτή που μας ταιριάζει. Και ακόμα ότι οι αμαρτίες μας χωρίζουν από το Θεό Πατέρα, μας κάνουν εχθρούς του ενώ Εκείνος είναι γεμάτος Πατρική αγάπη και ευσπλαχνία για μας τα παιδιά του.

            Αλλά θα πρέπει να προσέξουμε ότι αν ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη για όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους, εν τούτοις όλοι δεν απολαμβάνουν την ευσπλαχνία του. Όλοι δεν αναπαύονται κοντά του. Όλοι δεν επιστρέφουν. Απολαμβάνουν την αγάπη του Θεού Πατέρα μόνο όσοι επιστρέφουν με μετάνοια  και ζουν υποταγμένοι στο θέλημα του. Όπως έκανε ο Άσωτος. Γνώρισε την αγάπη του πατέρα του όταν μετανιωμένος χωρίς εγωισμό, με ταπείνωση ζήτησε συγνώμη και μια μικρή θέση την τελευταία θέση μάλιστα  στην πατρική οικία. Αυτό τι μας διδάσκει; Ότι η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού εκδηλώνεται μόνο στους μετανοούντες, μόνο στους ταπεινωμένους, όλους εκείνους που ζητάνε έλεος και συγγνώμη.

            Μόνο με τη μετάνοια αποκαθίστανται οι σχέσεις μας με το Θεό Πατέρα. Μετάνοια  δε σημαίνει άρνηση και υποταγή της αμαρτωλής ζωής. Αγώνα έναντι των παθών που γεννούν τις αμαρτίες. Ουδεμία σχέση με τον διάβολο. Ουδεμία επικοινωνία μαζί του. Άρνηση όλων όσων εκείνος μας προσφέρει για να αρνηθούμε το Θεό. Μετάνοια σημαίνει ταπείνωση και υποταγή στο Θεό. Εργασία των εντολών του. Αγάπη τελεία  για το Θεό και τον αδελφό μας. Τελεία δε αγάπη  είναι η  θυσία όλων όσων μας ανήκουν για χάρη του Θεού και των αδελφών μας.

Έτσι γινόμαστε αποδεκτοί από το Θεό Πατέρα. Έτσι ο Θεός δεν μας αποστρέφεται δε μας απορρίπτει. Αντίθετα μας ελεεί και μας δέχεται στην Βασίλεια του. Μας αναγνωρίζει για παιδιά του και μας υπόσχεται ότι θα μας χαρίσει αιώνια αγαθά, ότι θα ζήσουμε μαζί Του. Εκείνος θα ζει ανάμεσα μας και εμείς σε Αυτόν .

Αδελφοί μου,

            η σημερινή παραβολή είναι ολόκληρο το Ευαγγέλιο. Και μόνη αυτή είναι ικανή να μας οδηγήσει στη σωτηρία. Ο Χριστός σήμερα  μας έμαθε ότι δεν πλασθήκαμε  για τη ζωή της αμαρτίας. Ότι εάν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση της πτώσεως και της  εξαχρείωσης ευθυνόμαστε εμείς. Ότι αν και είμαστε αμαρτωλοί δεν χάσαμε την ελπίδα και τη δυνατότητα να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεπέσαμε. Ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας γεμάτος φιλευσπλαχνία και στοργή. Ότι μπορούμε να απολαύσουμε το έλεος του Θεού Πατέρα υπό μία και μόνο προϋπόθεση : την ταπείνωση μας ενώπιον του, την υποταγή μας στο θέλημα του, την αναγνώριση της αποτυχίας μας, την ΜΕΤΑΝΟΙΑ μας.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2022

Κυριακή του Ασώτου ή του σπλαχνικού Πατέρα;

Δεν έχω, βεβαίως, καμιά αμφιβολία ότι στην Παραβολή που παραθέτει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο 15, στ. 11-32, όπως και σ’ όλες τις παραβολές, αλλά και στην Αγία Γραφή την ίδια, πρωταγωνιστής είναι ο Πατέρας «ημών, ο εν τοις ουρανοίς» (ο Πατέρας «μας που είναι στους ουρανούς») (Μτ 6:9). Ούτε και μου διαφεύγει η ευαγγελική ρήση ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» («χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα») (Ιω 15:5).

Με προβληματίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, για χιλιάδες τώρα χρόνια, η δεύτερη Κυριακή Τριωδίου, λίγο πρίν την Μεγάλη Τεσσαροκοστή, ονομάζεται Κυριακή του Ασώτου: «Τη αυτή ημέρα της του Ασώτου Υιού παραβολής εκ του ιερού Ευαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ην οι θειότατοι Πατέρες ημών δευτέραν εν τω Τριωδίω ενέταξαν» («Αυτή τη μέρα, θυμόμαστε την παραβολή του Άσωτου Υιού από το ιερό Ευαγγέλιο, την οποία οι θεοσεβέστατοι Πατέρες μας συμπεριέλαβαν στο Τριώδιο ως την δεύτερη Κυριακή»).

Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, ας θυμηθούμε, είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισσαίου, ενώ η τρίτη, αυτή της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία. Ακολουθεί η Κυριακή της Τυρινής, κατά την οποίαν «ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ» («θυμόμαστε την εξορία του πρωτοπλάστου Αδάμ από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). Μετά δε απ’ αυτήν, αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή της νηστείας και η πορεία προς το Πάσχα.

Από παιδί, καθοδηγούμενος από τους μακαριστούς πλέον πνευματικούς μου πατέρες, διέκρινα ένα συνδετικό κρίκο στην αλυσίδα αυτή των Κυριακών, την θεία προειδοποίηση για την επερχόμενη Κρίση, και προσδιόριζα ως τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβω, την μετάνοια και την επιστροφή στο εξομολογητήριο. Με λίγα λόγια, άσωτος κι εγώ όπως ο μικρότερος υιός, θα έπρεπε να γυρίσω στον παπά της ενορίας μου και να εξομολογηθώ: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου» («Πάτερ μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου»).

Σαν ξενητεύτηκα, όμως, κι άρχισα να ζω μονίμως στην ετερόδοξη Αμερική, μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα: Ο «Πάτερ» του Λουκά, δεν είναι ο παπάς της ενορίας μου, άρα γιατί δεν πάω σ’ Εκείνον για την εξομολόγησή μου; Αν μετάνοια είναι ο γυρισμός, γιατί επιμένω να παραμένω στη ξένη γη; Αφού παραδέχομαι ότι είμαι Άσωτος, γιατί δεν παραδίδομαι στη Χάρη του Θεού, αλλά περιμένω να σωθώ με τα έργα της νηστείας, της προσευχής και της ελεημοσύνης; Πώς είναι το Πάσχα τέρμα της πορείας μας, αφού το κύριο γεγονός είναι αυτό της Κρίσης κατά την Δευτέρα Παρουσία; Και γιατί παραμένω άσωτος, αφού η σωτηρία ξεπήγασε ήδη (πέρσι κι όλα τα προηγούμενα χρόνια) από το κενό μνημείο του Ιησού Χριστού;

Χωρίς πολλή σκέψη, μπαίνω στον πειρασμό να καταλήξω κι εγώ στο συμπέρασμα που όλο και συχνότερα ακούω και διαβάζω από σύγχρονους Ορθόδοξους θεολόγους ότι «η συνήθης ονομασία ‘Παραβολή του ασώτου’ παρεκκλίνει πλήρως από το ουσιαστικό περιεχόμενό της». Λάθος, επομένως, είχαν οι πνευματικοί που με ανέθρεψαν στην πίστη; Λάθος κι οι Θειότατοι Πατέρες που συνέγραψαν το Συναξάρι, κι οι υμνογράφοι που συνέθεσαν τους ύμνους που ψάλλονται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου;

Με τρομάζει η ευκολία με την οποία η κάθε νέα γενιά θεολόγων παραγκωνίζει τους δασκάλους της, εισάγει «καινά δαιμόνια» στην νεολαία, και ξεφορτώνεται το νερό της μπανιέρας, χωρίς δεύτερη σκέψη για το μωρό που εξακολουθεί ξένοιαστο να λούζεται μέσα.

Από πλευράς μου, δεν είμαι διατεθειμένος να παραδοθώ στην εξ ολοκλήρου ηθικιστική ερμηνεία της Παραβολής, ούτε και να εστιαστώ αποκλειστικά στο «ζων ασώτως» («κάνοντας άσωτη ζωή»), ξεκόλλητο από το υπόλοιπο κείμενο.

Κατ’ αρχάς, το «ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών» («αυτός που ξεκοκκάλισε την περιουσία σου με τις πρόστυχες») είναι λόγια του πρεσβύτερου αδελφού, κι όχι του Πατέρα. Ο Πατέρας, αντιθέτως, διαλαλεί: «ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη» («αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός κι επανήλθε στη ζωή, ήταν χαμένος και βρέθηκε»). Η νέκρωση είναι το πρόβλημά μου, κι όχι η πορνεία, η οποία είναι το απ’ ευθείας αποτέλεσμα της νέκρωσής μου.

Να, λοιπόν, γιατί το Πάσχα είναι το τέρμα της πορείας μου: η Ανάσταση «εκ των νεκρών» («από τους πεθαμένους»). Ο νεώτερος Υιός δεν ήλθεν «εις εαυτόν» («στα σύγκαλά του») λόγω των τύψεων που του δημιούργησε η άσωτη ζωή του, αλλά λόγω της πείνας που τον ταλάνιζε: «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ» («θα ήταν διατεθειμένος να γεμίσει την κοιλιά του ακόμη κι από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε κάτι να φάει»).

Να, λοιπόν, γιατί θεσμοποιήθηκε η νηστεία: για να μας θυμίζει ότι «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» («δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ στη γη μόνιμη κατοικία, αλλά επιδιώκουμε την μελλοντική, στον ουρανό») (Εβρ 13:14).

Η νοσταλγία του ασώτου δεν ήταν για μια ζωή χωρίς τα σαρκικά πάθη του ή μια ζωή ανέραστη, αλλά για τον «οίκον του πατρός του» («το σπιτικό του πατέρα του»). Να, λοιπόν, σε ποια χώρα επιβάλλεται να γυρίσω κι εγώ: στην «ποθεινήν πατρίδα» («στην πολυπόθητη πατρίδα μου»), για την οποία ψάλλουμε στα μνημόσυνα.

Ο άσωτος μετανοεί πρωτίστως, όχι για τις σχέσεις που έφτιαξε με τις πόρνες, αλλά για την σχέση που εγκατέλειψε όταν «απεδήμησεν εις χώραν μακράν» («ξενιτεύτηκε σε μακρυνή χώρα»). Να, λοιπόν, γιατί νοιώθει την βίαιη ανάγκη όπως «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» («θα σηκωθώ και θα πάρω το δρόμο προς τον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου. Δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι γυιος σου. Πάρε με πίσω σαν ένα από τους μισθωμένους υπηρέτες σου»).

Ούτε λέξη περί ηθικής, ούτε από τον ίδιο, ούτε κι από τον Πατέρα. Αν υπάρχει ανάμνηση των ηθικών αμαρτιών του, αυτή προέρχεται μόνον από τον πρεσβύτερον αδελφόν, που μικρόψυχα σκέφτεται κυρίως την «άνιση μεταχείριση» που δέχεται για χρόνια από τον Πατέρα.

Αντιθέτως, ο άσωτος, αντιλαμβανόμενος ότι η επιδίωξη της ισότητας ήταν ακριβώς το κίνητρο της επανάστασής του και ο πρόξενος της εξορίας του, μετανοεί. Γι’ αυτό, κι επιζητεί πλέον μόνον την ενότητα με τον Πατέρα, ο οποίος, ασφαλώς, «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» («έπεσε με πόθο πάνω στο σβέρκο του και τον γέμισε φιλιά»). Το πρόβλημά μου δεν είναι η μετανάστευση στην Αμερική, αλλά η προπατορική εξορία μου «από του Παραδείσου της τρυφής» («από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» («Δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Έλληνας»), ούτε κι Αμερικανός.

Στη Γένεση πρέπει να καταφύγουμε για ν’ αντιληφθούμε το λόγο που η Εκκλησία ανέκαθεν ονόμαζε τον νεώτερο Υιό «άσωτο». Δεν μπορεί ο άσωτος από μόνος του να σωθεί, αφού περιφέρει «της νεκρώσεως της δοράν, ως θνητός ελεεινός» («την πετσιά της πεθαμενίλας, σαν ελεεινός θνητός»). Ναι, μπορεί να ξεκόψει από τις πόρνες κι από τα σπάταλα έξοδα. Ναι, μπορεί και να βρει καινούργια δουλειά, αλλά δεν μπορεί ν’ αναστηθεί με τις δικές του δυνάμεις.

Να, λοιπόν, η ερμηνεία που δείχνει ότι η σωτηρία μας είναι στα χέρια του Θεού, ότι είναι αποκλειστικά απότοκο της Χάρης του, κι ότι δεν κερδίζεται με τα δικά μας έργα, όσο καλά κι άγια κι αν είναι.

Ταυτόχρονα, όμως, η σωτηρία που μας χάρισε ο Θεός με την σταυρική θυσία, το αίμα, και την Ανάσταση του Υιού και Λόγου του, δεν ενεργείται ως διά μαγείας. Αν ο Θεός ήταν ταχυδακτυλουργός, γιατί δεν μας έσωσε καθισμένος στον θρόνο Του, αλλά κρεμασμένος στον Γολγοθά; Γι’ αυτό κι ο Θεός-Λόγος ντύθηκε στη δική μας πετσιά της πεθαμενίλας, ούτως ώστε σαν ένας από μας ν’ αποφασίσει ελεύθερα να γυρίσει στον Πατέρα Του και Πατέρα μας, όσο επώδυνο κι αν ήταν το ταξίδι της επιστροφής.

Για να σωθεί ο άνθρωπός, πρέπει ο ίδιος να το αποφασίσει ελεύθερα, και να παραδοθεί ανεπιφύλακτα στην αγκαλιά του Πατέρα. Ο άσωτος παραμένει νεκρός, ανεξάρτητα από την απύθμενη αγάπη του Πατέρα, εφ’ όσον ο ίδιος, ελεύθερα δεν αποφασίσει να πάρει το ταξίδι της επιστροφής. Να, λοιπόν, γιατί απαιτείται η μακρά πορεία μέσα στην έρημο πριν φτάσουμε στη γη της επαγγελίας, και η ασκητική εμπειρία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πριν προσκυνήσουμε τον αδειανό Πανάγιο Τάφο. Αφού, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, πεθάναμε με τον Αδάμ, έτσι και πάλιν, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος με τον Χριστό, προσδοκούμε την ανάστασή μας.

Η Παραβολή (και η Κυριακή) του Ασώτου αποδέχεται ως δεδομένο τον ρόλο του Σπλαχνικού Πατέρα. Το διακύβευμα που παραμένει είναι μόνον η απόκριση του Ασώτου, και η συγκεκριμένη πράξη του, η οποία υποδηλώνει τον ενσυνείδητο και ελεύθερο ενστερνισμό της σωτήριας που πάντα προσφέρεται στον Οίκο του Πατρός του.

Αντί, λοιπόν να κυλιέμαι σαν χοίρος στη λάσπη των τύψεων, η Κυριακή του Ασώτου με προσκαλεί να ξεκινήσω το δρόμο της επιστροφής προς την κατάπαυσιν του Κυρίου, και την Ανάστασή μου. Εκεί ας αναπαύονται και οι ψυχές των πνευματικών πατέρων της νιότης μου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...