Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016

Πατροκοσμάς: Λόγια που ηχούν σήμερα παράξενα επίκαιρα, γραμμένα πριν από περίπου 250 χρόνια..

Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω•
 καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, 
καν όλος ο κόσμος να χαλάση,
 καθώς μέλλει να χαλάση, σήμερον,
 αύριον, να μη σας μέλη τι έχει να κάμη ο Θεός.

Το κορμί σας ας το καύσουν, 

ας το τηγανίσουν•
 τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν•
 μη σας μέλλει• 
δώσε τά τα• 
δεν είναι ιδικά σας. 
Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται.

Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορή να τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε.

Τώρα, αδελφοί μου, τι σημείον καρτερούμεν; 

Δεν καρτερούμεν άλλο παρά πότε να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον από τον ήλιον, και να λάμψη ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φοράς περισσότερον από τον ήλιον, με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Αγγέλους, με δόξαν θεϊκήν.

Απόσπασμα από τη Δ' Διδαχή Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
 
πηγή
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2015

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Τα τέσσερα μυστήρια της πίστεώς μας

Μοναχά σας λέγω και σας φανερώνω τέσσερα μυστήρια, τα αναγκαιότερα της πίστεώς μας:
Το πρώτον είναι να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους συγχωράτε με όλην σας την καρδίαν εις ότι και αν σας έφταιξαν.
Το δεύτερον είναι να εξετάζετε να ευρίσκετε Πνευματικόν καλόν και να του ειπήτε ο καθένας έτσι: Εγώ, πνευματικέ μου, έχω να κολασθώ διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν μου. Εγώ είμαι αχάριστος εις τον Θεόν μου δια τα τόσα καλά που μου εχάρισε… Και να φυλαχθής, να μη του κρύψης καμίαν αμαρτίαν, αλλά να τες ειπής όλες χωρίς εντροπήν…
Το τρίτον είναι όταν σε ελέγξη ο πνευματικός, εσύ να μη ρίξης την αφορμήν εις άλλον, αλλά να κατηγορήσης του λόγου σου και να ειπής το κακόν σου το κεφάλι εις όλα σου έφταιξε…
Το τέταρτον είναι ότι και να σου ειπή ο πνευματικός και ότι σε νουθετήση να τα βάλης μέσα εις τον νούν σου και επάνω εις τον κεφάλι σου, και να αποφασίσης πλέον με στερεάν γνώμην οπού καλύτερα να αποθάνης, παρά να ματαπέσης και να αποκάμης τα όμοια αμαρτήματα…
Μάλιστα ύστερα από την καθαράν εξομολόγησιν να συχνοκοινωνάτε τα ’Αχραντα Μυστήρια,
διατί ο θάνατος έρχεται ωσάν κλέπτης έξαφνα και ημπορεί να μας εύρη ανέτοιμους και τι γενόμαστε;



το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2015

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ: «ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΌΣ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ»

Οι Θεομάχοι σε όλο το ρου της ιστορίας είχαν την ίδια κατάληξη. Ο Θεός επιτρέπει τις δυσκολίες επειδή προγνωρίζει ότι μέσα από αυτές θα βγει κάτι καλό. Οι δοκιμασίες του τόπου θα φέρουν καλούς καρπούς στο τέλος γιατί μπορεί να οργώνει τώρα ο διάβολος, στο τέλος θα σπείρει ο Χριστός. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε:
           


«Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω· καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν· μη σας μέλλει· δώσατέ τα· δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται . Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε».
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


Σημεία Καιρών

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Να έχετε ευλάβειαν εις όλους τους Αγίους της Εκκλησίας και περισσότερον εις την Δέσποιναν Μαρίαν


Αγίου Κοσμά του Αιτωλού



Να έχετε ευλάβειαν εις όλους τους Αγίους της Εκκλησίας, και περισσότερον εις την Δέσποιναν Μαρίαν, διότι όλοι οι Άγιοι είνε δούλοι του Χριστού, η δε Θεοτόκος είνε Βασίλισσα του ουρανού και της γης, ήτις παρακαλεί τον εύσπλαγχνον Χριστόν δια τας αμαρτίας μας. Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Δέσποινάν μας με νηστείας και ελεημοσύνας.

Ένας άνθρωπος, ονομαζόμενος Ιωάννης, ενικήθη και έγινε κλέπτης, έγινε και καπετάνιος εις 100 κλέπτας˙ αλλά είχε πολλήν ευλάβειαν εις την Θεοτόκον και κάθε πρωί και εσπέρας έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Θέλων ο πανάγαθος Θεός να τον σώση δια την ευλάβειαν οπού είχεν εις την Θεοτόκον, έστειλεν ένα άγιον ασκητήν, τον οποίον άμα είδον οι κλέπται τον έπιασαν. Τους λέγει ο ασκητής: Σας παρακαλώ, να με υπάγετε εις τον καπετάνιον σας, διότι έχω να σας ειπώ λόγον δια το καλόν σας.

Τον υπήγαν εις τον καπετάνιον και του λέγει: Κράξε μου όλα τα παλληκάρια να έλθουν να σας ειπώ ένα λόγον. Τους κράζει ο καπετάνιος και ήλθαν. Λέγει ο ασκητής: Δεν έχεις άλλον; Έχω, λέγει, ένα μάγειρον. Λέγει του ο ασκητής: Κράξε τον να έλθη. Και άμα ήλθε, δεν ηδύνατο να ιδή τον ασκητήν ο μάγειρος, άλλ’ εγύριζε το πρόσωπόν του εις άλλο μέρος. Τότε λέγει ο ασκητής εις τον μάγειρον: Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε προστάζω να με ειπής ποίος είσαι και τις σε έστειλε και τι κάμνεις εδώ που κάθεσαι;

Απεκρίθη ο μάγειρος και λέγει: Εγώ είμαι ψεύστης και πάντοτε το ψεύδος λαλώ˙ αλλά τώρα, επειδή με έδεσες με το όνομα του Χριστού, δεν ημπορώ παρά να ειπώ την αλήθειαν. Εγώ λοιπόν είμαι διάβολος, και με έστειλεν ο μεγαλύτερός μου να δουλεύω τούτον τον καπετάνιον και να τον φυλάγω να τον ευρώ καμμίαν ημέραν οπού να μη διαβάζη τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, να τον βάλω εις την κόλασιν. Και έχω τώρα 14 χρόνους οπού τον φυλάγω, και δεν εύρον καμμίαν ημέραν οπού να μη διαβάζη το «Άγγελος πρωτοστάτης».

Τότε λέγει ο ασκητής: Σε προστάζω εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να γίνης άφαντος και πλέον να μη πειράξης τους χριστιανούς. Και ευθύς έγινεν άφαντος ο διάβολος ωσάν καπνός. Τότε εδίδαξεν ο ασκητής τους κλέπτας και άλλοι έγιναν καλόγηροι και άλλοι υπανδρεύθηκαν και έκαμαν καλά έργα και εσώθησαν.

Δια τούτο σας συμβουλεύω όλους, άνδρες και γυναίκες, να μάθετε το «Άγγελος πρωτοστάτης», να το λέγετε εις την προσευχήν σας. Και αν θέλετε, πάρετε το «Αμαρτωλών σωτηρίαν», οπού έχει 70 θαύματα της Θεοτόκου, από τα οποία σας είπα ένα δια να καταλάβετε.


Από το βιβλίο: Αποστολικός άμβωνας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. 
Ευθυμίας Μοναχής, Ηγουμένης της Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, 
Μεγαδένδρου Θέρμου.

το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Απριλίου 30, 2015

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ -MEΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

-

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: «ΠΡΟΦΗΤΕΥΩ·  Η ΕΟΚ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»  Μητρ. π. Αυγ. 6.2.1972

https://www.youtube.com/watch?v=zi010k3oAA4

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΩΦΕΛΕΙΑ … ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ!!!!

ΟΜΩΣ,  ΕΑΝ ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΚΑΙ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ  ποτές δέν θά ἀκουμποῦσαν στό χρῆμα τῶν τόκων.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ  ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

ΙΔΟΥ ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΣ:

«Ζη­τείς από τον φτωχό εισοδήματα και αυξήσεις του πλούτου σου κάνοντας κάτι παρόμοιο όπως εάν ή­θελε κανείς από χωράφι που από την ξηρασία και τον καύσωνα εξεράθηκε να πάρει θημωνιές σιτα­ριού, ή πλήθος σταφυλιών από αμπέλι μετά την χαλαζόπτωση, ή να γεννηθούν παιδιά από στείρα κοι­λιά, ή γάλα από γυναίκες που δεν εγέννησαν». Κανείς δεν επιχειρεί τα παρά φύσιν και αδύνατα, διότι με το να μην κατορθώνει τίποτε γίνεται και καταγέλαστος

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ  ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ (κατά την ἄποψη μου  Λ. Α. )

ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΟΜΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ (ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΑΥΤΩΝ) ΝΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΟΥΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ (σπόρο, ζωντανά, θαλασσινά,  κλπ) .  ΚΑΙ ΤΟΤΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΤΟ  ΑΚΑΡΠΟ ΚΑΙ ΑΦΥΣΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ ΤΟΥ  2. 5%  ( ὁ τόκος) ὅπως  τό ἐπιζητοῦν , δηλαδή τοῦ κεφαλαίου ὅπου θά τό διαχειρισθοῦν διάφορες ξενόδουλες τράπεζες  (παρά τήν ἑκάστοτε παραπλανητική ἐθνική ὀνομασία τους),  ἀλλά τό + 50% (τό λιγότερο) τοῦ κεφαλαίου !!!   μέ ἀπεριόριστη ἀπόδοση κέρδους καί αὐξανόμενη. ΑΥΤΟ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ  ΝΑ  ΚΑΝΟΥΝ  ΚΑΙ  ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ , ΕΑΝ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ   ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ.

ΑΣ  ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ λοιπόν  ΚΑΙ  ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΠΟΥ ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΚΟ , ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΝΑ ΛΑΒΟΥΝ ΔΑΝΕΙΑ ΜΕ ΤΟΚΟ.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ  ΓΡΑΦΗ.

ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ , ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΤΑΔΩΣΤΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ  ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ,  ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΕΠΕΛΘΕΙ ΝΕΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ (ὅπως στό Νεπάλ) ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ ΤΑ ΑΘΛΙΑ ΚΟΣΜΙΚΑ ΕΙΔΩΛΑ (ἡ φιλαργυρία, κλπ) ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ , ἀλλά καί τῶν  ΔΑΙΜΟΝΩΝ (οἱ «ναοί» τοῦ χρήματος, βλέπε: χρηματιστήρια, τράπεζες, κλπ).

ΙΔΟΥ ΤΟ ΑΚΟΜΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ.

EΡΓΑ  ΑΛΗΘΙΝΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ.

Όλοι οι μεγαλοπρεπείς ναοί και στο μικρότερο χωριό της Φλώρινας έγιναν επί των ημερών του. Ο μεγαλοπρεπής σταυρός που δεσπόζει στην πόλη της Φλώρινα και φωτίζεται τη νύχτα, στο ύψωμα 1020 είναι έργο δικό του. Το γηροκομείο δικό του. Ο συνοικισμός των νεοφωτίστων δικό του.  Οι  κατασκηνώσεις που έγιναν χωρίς δάνεια είναι δικές του. To Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο και Λύκειο δικό του, το Οικοτροφείο δικό του. Ο ραδιοφωνικός Σταθμός «ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ» δικός του….. Οι πιστοί που κατακλύζουν τους ιερούς ναούς είναι της χάριτος του Θεού και της δικής του εργασίας. Τά πάντα στη Φλώρινα έγιναν επί των ημερών του. 

ΤΟ  ΠΑΡΑΚΑΤΩ «Κατά τῶν τοκιζόντων (Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης)».

Κατά των τοκιζόντων (Αγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης)

«Έκκλινον από του κακού και ποίησον αγαθόν» (Ψαλμ. 36, 27)
Των φιλαρέτων ανθρώπων που προαιρούνται να ζουν σύμφωνα με τον θείο Λόγο (πρβλ. Ιωάν. 1, 1) ο βίος τους έχει κανονισθεί με νόμους αγαθούς και προστάγματα, στα οποία φαίνεται καθαρά η γνώμη του νομοθέτη, που αποτείνεται γενικώς σε δύο σκοπούς: ο ένας μεν που απαγορεύει αυτά που δεν πρέπει να γίνονται, ο άλλος δε που επιβάλλει την ενέργεια των καλών. Διότι δεν είναι δυνατό διαφορετικά να κατορθωθεί βίος με καλή πολιτεία και φρόνιμος, παρά μόνον αν αποφύγει με όλη του την δύναμη την κακία και επιδιώξει την αρετή, όπως ο υιός την μητέρα του.
Αφού συναχθήκαμε λοιπόν και σήμερα για να α­κούσουμε τα προστάγματα του Θεού, ακούσαμε τον προφήτη να φονεύει τα κακά παιδιά των δανεισμάτων, τους τόκους (Ιεζ. 22, 12), και να εξαίρει στην ζωή την χρήση των χρημάτων για εργασία.
Ας δε­χθούμε προθύμως το παράγγελμα, για να μη γίνουμε η πέτρα εκείνη στην οποία κατέπεσε ο σπόρος και έμεινε ξηρός και άγονος (Λουκ. 8, 13), ούτε να λεχθούν σ” εμάς αυτά που κάποτε ελέχθησαν στον απείθαρχο Ισραήλ: «Θα ακούσετε με τα αυτιά σας και δεν θα καταλάβετε, θα ιδείτε με τα μάτια σας και δεν θα ιδείτε» (Ησ. 6, 9).

Παρακαλώ δε αυτούς που θα με ακούσουν να μη με κατακρίνουν καθό­λου για θρασύτητα ή ανοησία΄ αν και άνδρας εκλε­κτός και ονομαστός για την φιλοσοφία του, που και ασκήθηκε σε κάθε είδος παιδείας (υπαινίσσεται εδώ τον αδελφό του Μ. Βασίλειο.
Εδώ φαίνεται η μεγάλη του ταπείνωση), και έχοντας καλή φήμη σ” αυτήν την υπόθεση και μας άφησε τον λόγο του κατά των τοκιστών κτήμα για την ζωή, και εγώ προς την ίδια άμιλλα κατέβηκα, αφού εχρησιμοποίησα άρμα όνων ή βοδιών δίπλα σε ά­λογα στεφανωμένα. Διότι εμφανίζονται πάντοτε τα μικρά κοντά στα μεγάλα: η σελήνη, που λάμπει ό­ταν φωτίζει ο ήλιος΄ και όταν το μυριόφορτο (δηλ. πλοίο που φέρει φορτίο άνω των 10 χιλ. μέ­τρων) πλοίο πλέει και σπρώχνεται με την σφοδρότητα των ανέμων, επακολουθεί η μικρή βαρκούλα, που διαβαίνει τα ίδια βάθη΄ και ενώ πάλιν αγωνίζονται οι άνδρες με τους αθλητικούς νόμους, μετέχουν στον αγώνα στο ίδιο μέρος και τα παιδιά. Αυτή λοιπόν ας είναι η αίτηση της συγγνώμης.

Τα έργα του τοκιστή

Συ όμως, προς τον οποίον απευθύνεται ο λόγος, οποιοσδήποτε και αν είσαι, μίσησε τον τρόπο τον καπηλικό΄ σαν άνθρωπος, που είσαι, αγάπησε τους ανθρώπους και όχι τα χρήματα. Σταμάτησε την α­μαρτία μέχρις εδώ. Να ειπείς στους φιλτάτους σου τόκους τον λόγο του Ιωάννη του Βαπτιστή: «»Γεννήματα εχιδνών, φύγετε μακριά από εμένα» (Ματθ. 3, 7). Είσθε καταστροφή αυτών που σας έ­χουν και σας λαμβάνουν, τέρπετε για λίγο, αλλά ύστερα από καιρό η σκωρία σας γίνεται πικρό δηλη­τήριο στην ψυχή, φράζετε την οδό της ζωής, κλείετε τις θύρες της ουρανίου βασιλείας΄ αφού τέρψετε για λίγο την όραση και χαϊδέψετε, γίνεσθε πρόξε­νοι της αιωνίου κολάσεως». Αφού ειπείς αυτά, να αποχωρισθείς την πλεονεξία και τους τόκους, και πήγαινε με το μέρος της φιλοπτωχείας.  «Και αυτός που θέλει να δανεισθεί από σένα να μη τον περι­φρονήσεις» (Ματθ. 5, 42). Εξ αιτίας της φτώχειας του σε ικετεύει και κάθεται συνέχεια στις θύρες σου, είναι άπορος και καταφεύγει στον πλούτο σου, για να γίνεις της ανάγκης του βοηθός. Συ ό­μως κάνεις το αντίθετο, συ ο σύμμαχος γίνεσαι ε­χθρός, δηλαδή δεν τον βοηθείς, ώστε να ελευθερω­θεί από την ανάγκη που τον πιέζει, και σε σένα να εξοφλήσει το δάνειο, αλλά διασπείρεις κακά σ” αυ­τόν που βρίσκεται σε δυσχέρεια, γυμνώνοντας περισσότερο τον γυμνό, ξανατραυματίζεις τον τραυματισμένο, επισυνάπτοντας φροντίδες στις φροντί­δες, και λύπες στις λύπες. Διότι αυτός που δέχεται χρήματα με τον τόκο τους λαμβάνει προκαταβολή για πενία, και με το πρόσχημα της ευεργεσίας βά­ζει την καταστροφή στην οικία του. Οπως δηλαδή, όταν σ” αυτόν που έχει πυρετό, και καίεται από την ζέστη, και διψά υπερβολικά, και με αγωνία ζητεί νερό, εκείνος δήθεν από φιλανθρωπία του δίνει κρασί, τότε ο πρώτος ευχαριστεί βεβαίως για λίγο εκείνον που σύρει το ποτήρι, όμως όταν περάσει λίγη ώρα δημιουργεί στον ασθενή σφοδρό και δέ­κα φορές περισσότερο πυρετό΄ έτσι και αυτός που δανείζει στον φτωχό χρήματα με τόκο δεν σταματά την ανάγκη, αλλά επιτείνει την συμφορά.
Ο χαρακτηρισμός του τοκιστή. Το ωραιότερο κείμενο
Μη ζήσεις λοιπόν φιλάνθρωπο βίο με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, ούτε να γίνεις ιατρός δολοφόνος, που έχεις βέβαια εξ αιτίας του πλούτου σου το πρόσχημα της σωτηρίας, όπως εκείνος εξ αιτίας της επιστήμης του, μεταχειριζόμενος με την προαίρεσή σου την α­πώλεια εκείνου που σε εμπιστεύθηκε.
Είναι αργός και πλεονεκτικός ο βίος εκείνου που τοκίζει΄ δεν γνωρίζει τον κόπο της γεωργίας, την επινοητικότη­τα του εμπορίου, και κάθεται στο ίδιο μέρος τρέ­φοντας θηρία στο σπίτι του. Άροτρο έχει την πέν­να, χωράφι το χαρτί, σπόρο το μελάνι, βροχή τον χρόνο, που του αυξάνει χωρίς να γίνεται αντιληπτό την επικαρπία των χρημάτων, και δρεπάνι του εί­ναι η απαίτησή του. Αλώνι του είναι το σπίτι, στο οποίο λεπτύνει τις περιουσίες των θλιβομένων΄ όλα τα βλέπει σαν δικά του. Εύχεται στους ανθρώπους ανάγκες και συμφορές, για να πάνε αναγκαστικά σ” αυτόν. Μισεί αυτούς που αρκούνται στα εισοδήμα­τά τους, και θεωρεί αυτούς που δεν έχουν δανεισθεί εχθρούς. Κάθεται πολύ χρόνο στα δικαστήρια, για να βρει αυτόν που πιέζουν οι απαιτητές, και ακολουθεί τους εισπράκτορες των φόρων όπως οι γύ­πες τις παρατάξεις του στρατού και τους πολέμους. Περιφέρει το πορτοφόλι του, και δεικνύει στους πνιγομένους το δόλωμα που θα τους πιάσει, ώστε εξ αιτίας της ανάγκης τους να καταπιούν αυτό με το στόμα ανοικτό μαζί με το αγκίστρι των τόκων. Καθημερινώς μετρά το κέρδος του και δεν χορταί­νει η επιθυμία του. Στενοχωρείται με το χρυσάφι που έχει στην οικία του, διότι κείτεται αργό και ά­πρακτο. Μιμείται τους γεωργούς, που σπείρουν ευ­θύς από τους σωρούς του θερισμού΄ έλαβε, έδωσε. Δεν δίνει άνεση στον ταλαίπωρο χρυσό, άλλα τον μεταφέρει από χέρια σε χέρια. Βλέπεις λοιπόν τον πλούσιο να είναι με πολύ χρυσάφι, πολλές φορές χωρίς να έχει ούτε ένα νόμισμα στο σπίτι του, αλ­λά οι ελπίδες του είναι στα χαρτιά, στις ομολογίες η κατάσταση, χωρίς να έχει τίποτα και όλα τα κα­τέχει, περιερχόμενος στην ζωή αντιθέτως προς το αποστολικό γράμμα (Ματθ. 5, 42, Λουκ. 6, 30), δί­δοντας τα πάντα σ” αυτούς που του ζητούν όχι από φιλάνθρωπη διάθεση, αλλά από φιλάργυρο τρόπο. Διότι προτιμά την πρόσκαιρη στέρηση, για να επα­νέλθει σαν δούλος κατάκοπος ο χρυσός, αφού ερ­γασθεί με τους μισθούς του. Βλέπεις πως η ελπίδα του μέλλοντος αδειάζει την οικία, και κάνει τον πο­λύχρυσο πρόσκαιρα ακτήμονα;

Στους υλόφρονες είναι πιο αξιόπιστο το χαρτί από το Ευαγγέλιο
Και ποιά είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Η γραφή στο χαρτί, το ομόλογο αυτού που βρέθηκε στην ανάγκη: «Θα τα δώσω με την εργασία, θα τα πληρώσω μα­ζί με τον τόκο». Επειτα, παρακαλώ, ο μεν χρεώ­στης, ενώ είναι άπορος εξ αιτίας του χαρτιού, είναι αξιόπιστος, ο δε Θεός, ενώ είναι πλούσιος και υπό­σχεται, δεν γίνεται πιστευτός. «Δώσε και εγώ θα σου το επιστρέψω» (Λουκ. 6, 38)΄ το φωνάζει αφού το έγραψε στα Ευαγγέλια, σε δημόσιο συμφωνητι­κό της οικουμένης, το οποίον έγραψαν οι τέσσαρες Ευαγγελιστές, αντί ένας συμβολαιογράφος, του ο­ποίου (συμφωνητικού) μάρτυρες είμαστε όλοι οι χριστιανοί από τα χρόνια της σωτηρίας.
Ιδιοκτήτης των πάντων είναι ο Θεός
Εχεις υ­ποθήκη τον Παράδεισο, ενέχυρο αξιόπιστο. Εάν όμως και εδώ ζητείς, όλος ο κόσμος είναι κτήμα του ευγνώμονος χρεώστη σου. Εξέτασε με σοφία την ευπορία εκείνου που ζητεί την εργασία, και θα βρεις τον πλούτο. Κάθε χώρα χρυ­σοφόρος είναι κτήμα του χρεώστη σου, κάθε μέταλλο -ασήμι και χαλκός και τα άλλα υλικά- εί­ναι μέρος της κυριαρχίας εκείνου. Ατένισε τον με­γάλο ουρανό, μελέτησε την άπειρη θάλασσα, ερεύ­νησε το πλάτος της γης, μέτρησε τα ζώα που τρέ­φονται επάνω της. Τα πάντα είναι δούλοι και κτή­ματα εκείνου που συ καταφρονείς ως άπορο. Βάλε μυαλό, άνθρωπε, να μη καθυβρίζεις τον Θεό, ούτε να τον θεωρείς ατιμώτερο από τους τραπεζίτες, που, όταν σου εγγυηθούν, χωρίς αμφιβολία τους πι­στεύεις. Δώσε σε εγγυητή που δεν πεθαίνει, πίστευσε σε ένα συμφωνητικό που δεν κλέβεται, ούτε σχί­ζεται. Να μη ερωτήσεις τι εργασία κάνει, αλλά δώσε την ευεργεσία χωρίς δόλο (Παροιμ. 19, 17), και θα ιδείς τον Θεό να σου αποδίδει την χάρη με προσθή­κη.
Ο Θεός χαρίζει πολλαπλασίως τα αγαθά του στους πιστούς
Αν όμως ο λόγος ξενίζει την ακοή σου ως παράδοξος, έχω πρόχειρη την μαρτυρία ότι ο Θε­ός σ” αυτούς που ευσεβώς δαπανούν και ευεργετούν αποδίδει την αμοιβή πολλαπλασίως. Διότι όταν ο Πέτρος τον ερώτησε και του είπε΄ «ιδού ε­μείς αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε΄ τί ά­ραγε να δοθεί για μας ως αμοιβή;», «Αλήθεια σας λέγω», του λέγει, «ο καθένας που άφησε οικίες ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, θα λάβει εκατό φορές περισσότε­ρα, και αιώνιο ζωή θα κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 27 και 29).
Βλέπεις την γενναιοδωρία; Βλέπεις την αγαθότητα; Ο υπερβολικά αναίσχυντος δανειστής κουράζεται, για να διπλασιάσει το κεφάλαιό του, ο Θεός όμως εκουσίως δίδει το εκατονταπλάσιο σ” αυτόν που δεν στενοχωρεί τον αδελφό του.
Πίστευσε λοιπόν στον Θεό, που σε συμβουλεύει, και θα λάβεις τόκους όχι αμαρτωλούς. Γιατί με αμαρτωλές μέριμνες λειώνεις τον εαυτόν σου μετρώντας τις ημέρες, τους μήνες αριθμώντας, το κεφάλαιο σκεπτό­μενος, ονειροπολώντας τις αυξήσεις, φοβούμενος την προθεσμία, μήπως έλθει άκαρπη, όπως το θέ­ρος χτυπημένο από το χαλάζι;
Το άγχος και η αγωνία του τοκιστή
Παρατηρεί με προσοχή ο δανειστής του χρεώστη τις πράξεις, τις απουσίες, τις κινήσεις, τα ταξίδια, τις εμ­πορίες. Και αν έλθει κάποια δυσά­ρεστη είδηση, ότι ο δείνα έπεσε στα χέρια των λη­στών, ή από κάποια περίσταση η ευπορία του έγινε φτώχεια, κάθεται με δεμένα τα χέρια, στενάζει συνεχώς, συχνά κρυφοκλαίει, ξεδιπλώνει το χρεωστι­κό, θρηνεί τον χρυσό μέσα στα γράμματα, βγάζον­τας το συμβόλαιο σαν το ρούχο του παιδιού του που επέθανε΄ και από εκείνο το γεγονός ο πόνος γί­νεται εντονότερος. Κι αν το δάνειο είναι ναυτικό, κάθεται στους αιγιαλούς, ενδιαφέρεται για τις κινή­σεις των ανέμων, συνεχώς ερωτά εκείνους που φθά­νουν μήπως ακούσθηκε κάπου για ναυάγιο, μήπως κάπου πλέοντας εκινδύνευσαν. Θλίβεται η ψυχή του όταν ιδεί την θάλασσα να αγριεύει, βλέπει ό­νειρα, βλέπει φαντάσματα η ψυχή του από τα υπό­λοιπα της καθημερινής φροντίδος. Προς αυτόν λοι­πόν πρέπει να πούμε: «Σταμάτησε, άνθρωπε, από την επικίνδυνη μέριμνα, σταμάτησε από την προσ­δοκία που σε λειώνει, μη καταστρέψεις το κεφά­λαιο επιζητώντας τόκους για τον εαυτόν σου. Ζη­τείς από τον φτωχό εισοδήματα και αυξήσεις του πλούτου σου κάνοντας κάτι παρόμοιο όπως εάν ή­θελε κανείς από χωράφι που από την ξηρασία και τον καύσωνα εξεράθηκε να πάρει θημωνιές σιτα­ριού, ή πλήθος σταφυλιών από αμπέλι μετά την χαλαζόπτωση, ή να γεννηθούν παιδιά από στείρα κοι­λιά, ή γάλα από γυναίκες που δεν εγέννησαν». Κανείς δεν επιχειρεί τα παρά φύσιν και αδύνατα, διότι με το να μην κατορθώνει τίποτε γίνεται και καταγέλαστος.
Τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό
Μόνος παντοδύναμος είναι ο Θεός, ο οποίος από τα αδύνατα ευρίσκει τις διεξόδους και δημιουργεί αυτά που είναι πάνω από την ελπίδα και προσδοκία, τώρα μεν διατάσσοντας η πέτρα να βγάλει νερό, έπειτα δε βρέχοντας από τον ουρανό άρτο ασυνήθιστο και παράδοξο, και πάλιν γλυκαίνοντας το πικρό νερό της Μερράν με την επαφή του ξύλου (Εξόδ. 17, 16΄ 16, 15΄ 15, 25), και πάλιν κάνοντας γόνιμη την κοιλιά της Ελισάβετ (Λουκ. 1, 5-25), και δίνοντας τον Σαμουήλ στην Αννα, και στην Μαρία τον πρωτότοκο (και μονογενή) «εν παρθε­νία» (Λουκ. 1, 26-38 και 2, 7). Αυτά είναι έργα μό­νον του παντοδύναμου χεριού.
Το δάνειο είναι ευπρόσωπη αίτηση ελεημοσύνης
Εσύ όμως από τον χαλκό και τον χρυσό, που είναι άγονες ύλες, να μη ζητείς τόκο, μήτε να εκ­βιάζεις τους πτωχούς και να συμπεριφέρεσαι όπως οι πλούσιοι, μήτε να δίνεις παραπάνω σ” αυτόν που ζητεί το δάνειο. Ή, λοιπόν, δεν γνωρίζεις ότι η ανάγκη δανείου είναι ευπρόσωπη αίτηση  ελεημοσύνης;
Γι” αυτό και ο (Μωσαϊκός) νόμος, δη­λαδή το εισαγωγικό γράμμα της πίστεως, παντού α­παγορεύει τον τόκο: «εάν δανείσεις χρήματα στον αδελφό σου, δεν θα είσαι καταπιεστικός» (Εξόδ. 22, 24).

Και η χάρη του Ευαγγελίου, που πλεονάζει την πηγή της αγαθότητας, νομοθετεί την διαγραφή των οφειλών΄ εδώ γίνεται ελεήμων και λέγει: «και αν δανείζετε σε αυτούς που ελπίζετε να πάρετε πί­σω τα δανεισθέντα» (Λουκ. 6, 34)΄ και αλλού στην παραβολή τιμωρώντας πικρά τον σκληρό δούλο, ο οποίος δεν ελυπήθηκε τον σύνδουλό του, που τον επροσκύνησε, ούτε του εχάρισε το μηδαμινό χρέος των εκατό δηναρίων, αυτός όμως έλαβε την συγχώ­ρηση για τα μύρια τάλαντα (Ματθ. 18, 23-35).
Ο δε Σωτήρας μας και ο διδάσκαλος της ευσεβείας και προσευχής, τύπο απλό εισηγούμενος στους μαθη­τές του, ένα και μοναδικό έβαλε στα λόγια της ικε­σίας, τούτο δε μάλιστα πρέπει και είναι αρκετό πρώτα να παρακαλέσουμε τον Θεό: «και άφησέ μας τις οφειλές μας, καθώς και εμείς αφήσαμε στους ο­φειλέτες μας» (Ματθ. 6, 12). Πώς λοιπόν θα προσευχηθείς συ, ο τοκοφλύφος; Με ποιά συνείδηση θα ζητήσεις από τον Θεό αγαθό αίτημα συ, που πάντοτε παίρνεις και δεν έμαθες να δίνεις; Ή δεν γνωρίζεις ότι η προσευχή σου είναι υπόμνηση της μισανθρωπίας σου; Τι πράγμα εσυγχώρησες και ζητείς συγγνώμη;
Ελεημοσύνη δεν θεωρείται αυτή που προέρχεται από τις συμφορές των αδικουμένων
Ποιόν ελέησες, και καλείς τον ελεήμονα; Κι αν όμως κά­ποτε δώσεις ελεημοσύνη, από πού την δίνεις; Δεν την δίνεις από την πικρή σου και μισάνθρωπο φορολογία; Δεν είναι γεμάτη από τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ξένων συμφορών;
Εάν εγνώριζε ο πτωχός από που του δίνεις την ελεημοσύνη, δεν θα εδέχετο, διότι θα ήτο σαν να επρόκειτο να γευθεί σάρκες αδελφικές και αίμα των δικών του, και θα σου έλε­γε ένα λόγο γεμάτο από συνετή παρρησία: «Μη με θρέψεις, άνθρωπε, από αδελφικά δάκρυα, μη δώσεις άρτο στον πτωχό που γίνεται από τον στεναγμό των συμπτωχών μου. Να το επιστρέψεις προς τον όμοιό μου αυτό που άδικα επήρες, και εγώ θα ομο­λογήσω την χάρη».
«Εάν δεν υπήρ­χε το πλήθος των τοκιστών, δεν θα υπήρχε το πλήθος των πεινασμένων». Το ωραιότερο κείμενο
Τί ωφελείς όταν κάνεις πολ­λούς πτωχούς, και ικανοποιείς έναν; Εάν δεν υπήρ­χε το πλήθος των τοκιστών, δεν θα υπήρχε το πλή­θος των πεινασμένων. Διάλυσε την συμμορία σου, και όλοι θα αποκτήσουμε την αυτάρκεια. Ολοι κατηγορούν τους τοκιστές, και δεν θεραπεύεται το κακό α­πό τον νόμο, τους προφήτες και τους Ευαγγελιστές. Οπως λοιπόν λέγει ο θεσπέσιος Αμώς: «ακούσατε, σεις που συντρίβετε το πρωΐ τον πτωχό και καταδυ­ναστεύετε τους πτωχούς επάνω στην γη, εσείς που λέγετε πότε θα περάσει ο μήνας, και να κάνουμε νέα συναλλαγή» (Αμώς 8, 4 εξ). Διότι ούτε οι πατέ­ρες τόσον χαίρονται όταν γεννώνται τα παιδιά τους, όσον χαίρονται οι τοκιστές όταν συμπληρώ­νονται οι μήνες.
Ειρωνεία του αγίου κατά των τοκιστών
Καλούν δε την αμαρτία με σεμνά ονόματα, ως φιλάνθρωπο, θηρεύοντας το άδικο κέρδος για τον εαυτόν τους, κατά μίμηση των Ελλήνων, που αποκαλούν μερικές δαίμονες που είναι μισάνθρωπες και φονικές, αντί της α­ληθινής ονομασίας, Ευμενίδες. Είναι φιλάνθρωπος βέβαια! Διότι η καταβολή του τόκου δεν καταστρέ­φει οικίες, δαπανώντας τα πλούτη, κάνοντας τους εύπορους να ζουν χειρότερα από τους δούλους, που τέρπει για λίγο στην αρχή, οδηγώντας την κατοπι­νή ζωή σε πικρία!..
Πως παρομοιάζεται η απάτη των τοκογλύφων
Οπως δηλαδή τα πτηνά που θέ­λουν να πιάσουν οι κυνηγοί χαίρονται όταν τους ρίπτουν σπόρους, και τους αρέσει και συνηθίζουν να πηγαίνουν σ” εκείνα τα μέρη που άφθονη γι” αυ­τά είναι η τροφή, ύστερα δε από λίγο, αφού πιασθούν με τις παγίδες, πεθαίνουν΄ έτσι και αυτοί που παίρνουν δάνεια με τόκους, αφού ευπορήσουν για λίγο χρόνο, ύστερα χάνουν και αυτό το πατρικό τους σπίτι.
Και η ευσπλαγχνία εντοπίζεται από τις ψυχές των μιαρών και φιλαργύρων, και βλέποντας την ιδία οικία του οφειλέτη τους να ε­κτίθεται προς πώληση δεν συγκινούνται, αλλά βιά­ζουν περισσότερο την πώληση, ώστε, αφού λάβουν το ταχύτερο τα χρήματά τους, άλλον ταλαίπωρο να δεσμεύσουν με τον δανεισμό τους, όπως με τους σπουδαίους και άπληστους κυνηγούς, οι οποίοι, αφού κυκλώσουν με τα δίκτυά τους μια κοιλάδα, και αφού συλλάβουν όλα τα ζώα που ζουν εκεί, μεταφέ­ρουν τους πασσάλους στο γειτονικό φαράγγι, και απ” αυτό σε άλλο, και μέχρι τόσο, έως ότου τα όρη κενωθούν από τα θηράματα. Με ποιους λοιπόν ο­φθαλμούς συ, ο τέτοιος άνθρωπος (παλιάνθρωπος), κοιτάζεις στον ουρανό; Και πώς ζητείς άφεση α­μαρτίας; Ή ίσως από αναισθησία και τούτο λέγεις προσευχόμενος, αυτό που εδίδαξε ο Σωτήρας, «συγχώρησέ μας τα οφειλήματά μας, καθώς και ημείς εσυγχωρήσαμεν τους οφειλέτες μας» (Ματθ. 6, 12);

Που καταλήγουν τα θύματα των τοκογλύφων
Ω, πόσοι εξ αιτίας του τόκου εκρεμάσθησαν και επνίγησαν στα ποτάμια και έκριναν τον θάνατο ελα­φρότερο από τον δανειστή, και άφησαν παιδιά ορ­φανά με κακή μητρυιά την πενία! Και οι καλοί τοκογλύφοι ούτε τότε λυπούνται το έρημο το σπίτι, αλλά σύρουν στους κληρονό­μους το σχοινί της θηλειάς, και απαιτούν χρήματα απ” αυτούς που ζουν από τους εράνους.
Οι τοκογλύφοι μεταθέτουν την ευθύνη τους στην ειμαρμένη
Και όταν υ­βρίζονται, όπως είναι φυσικό, για τον θάνατο του χρεώστη τους και κάποιοι για να τους λυγίσουν υ­πενθυμίζουν την θηλειά, ούτε κρύβονται από εντροπή για το δράμα, ούτε συγκινούνται στην ψυχή, και από σκληρή διάθεση λέγουν λόγια αναιδή: Και είναι τούτο το αδίκημα των ιδικών μας ηθών, εάν ο κακότυχος και αχάριστος εκείνος, επειδή έτυχε να έχει μια ανάποδη γέννηση κάτω από την ανάγκη της ειμαρμένης (μοίρας) οδηγήθηκε σε βίαιο θάνατο; Αλήθεια, φιλοσοφούν και οι τοκογλύφοι, και γίνον­ται μαθητές των μάγων Αιγυπτίων όταν βρεθούν στην ανάγκη να απολογηθούν για τις βρώμικες πράξεις τους και τους φόνους.
Αυτά δεν τα δέχεται ο άγιος πατήρ, αλλά απαντά στην διαστροφική τους διάνοια
Πρέπει λοιπόν να πούμε σ” έναν απ” αυτούς: «Συ είσαι η ανάποδη γέννηση, συ είσαι η κακή ανάγκη των αστέρων, διότι εάν του είχες ανακουφίσει την φροντίδα και του είχες αφήσει ένα μέρος του χρέους του, ένα μέ­ρος παίρνοντας με άνεση, δεν θα εμισούσε την βα­σανισμένη ζωή, ούτε θα εγένετο δήμιος του εαυτού του».
Πώς θα αντιμετωπίσουν οι τοκογλύφοι τον Κύριο;

Αραγε με ποιά μάτια στον καιρό της αναστά­σεως θα ιδείς αυτόν που εσκότωσες; Διότι και οι δύο θα έλθετε εμπρός στο βήμα του Χριστού, όπου δεν ψηφίζονται οι τόκοι, αλλά οι βίοι κρίνονται. Και τί θα απαντήσεις όταν θα κατηγορείσαι στον αδέκαστο κριτή, ό­ταν σου λέγει: «Είχες τον νόμο, τους προφήτες, τα ευαγγελικά παραγγέλματα. Ακουες όλα μαζί να φωνάζουν με μια φωνή για την αγάπη, την φιλαν­θρωπία». Οι μεν έλεγαν΄ «δεν θα δανείσεις με τόκο τον αδελφό σου» (Δευτ. 23, 20), οι δε άλλοι΄ «δεν έ­δωσε τα χρήματά του με τόκο» (Ψαλμ. 14, 5), οι άλ­λοι΄ «εάν δανείσεις τον αδελφό σου, δεν θα είσαι καταπιεστικός» (Εξόδ. 22, 25).
Και ο Ματθαίος με παραβολές έλεγε δυνατά απαγγέλλοντας τον δεσπο­τικό λόγο: «»Δούλε πονηρέ, όλη την οφειλή εκείνη σου την εχάρισα, επειδή με παρακάλεσες΄ δεν έ­πρεπε και συ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε ελέησα;».
Και αφού οργίσθηκε ο κύ­ριος, τον παρέδωσε στους βασανιστές, έως ότου ε­πιστρέψει όλη την οφειλή του» (Ματθ. 18, 32-34). Τότε θα σε καταλάβει η ανώφελη μεταμέλεια (αυτή είναι η κόλαση, να μη μπορεί να μετανοήσει κανείς, λόγω της υπερηφανείας. Απεναντίας η ταπείνωση με την μετάνοια είναι ο Παράδεισος) και βαρύς στεναγμός και κόλαση ανηλεής. Καθόλου δεν θα σε βοηθήσει το χρυσάφι, ούτε το ασήμι θα σε προστατεύσει, και η είσπραξη των τόκων είναι πικρότερη από την χολή. Αυτά δεν είναι λόγια που φοβίζουν, αλλά πράγματα αληθινά, που διαβεβαιώ­νουν το δικαστήριο προτού το δοκιμάσουμε, και εί­ναι καλό να τα διαφυλάξει ο φρόνιμος και όποιος προνοεί για το μέλλον.

Το πάθημα ενός τοκογλύφου
Και για να ωφελήσω κάτι τους ακροατές μου μεταξύ των κριμάτων του Θεού, αφού σας διηγηθώ κάτι που συνέβη στα δικά μας χρόνια, ακούσατε τον λόγο, και ίσως πολλοί την υπόθεση ως γνωστή θα την καταλάβετε.
Ήταν  κάποιος  άνδρας  σ” αυτή την πόλη (δεν θα πω το όνομά του, επιφυλασσόμενος, για να μη γελοιοποιή­σω ονομαστικώς τον νεκρό), που είχε τέχνη τα δανείσματα και το εισόδημα από τους μιαρούς τό­κους. Επειδή είχε καταληφθεί από το πάθος της φι­λαργυρίας, ήταν τσιγκούνης και για τις δικές του ανάγκες (διότι τέτοιοι είναι οι φιλάργυροι), δεν παρέθετε τραπέζι απαραίτητο, ένα ρούχο συνέχεια, χωρίς να αλλάζει ρούχο (σπανίως) ή ανάλογα με την ανάγκη του, χωρίς να παρέχει στα παιδιά του την αναγκαία διατροφή΄ το λουτρό δεν το επεσκέπτετο, από τον φόβο του εισιτηρίου και των τριών οβολών, και επινοούσε κάθε τρόπο από που να πληθύνει το ποσό των χρημάτων΄ ούτε όμως ενόμιζε κανέναν αξιόπιστον φύλακα του ταμείου του, ούτε το τέκνο του, ούτε τον δούλο του, ούτε τον τρα­πεζίτη, ούτε το κλειδί, ούτε και την σφραγίδα, και το χρυσάφι το έβαζε στις τρύπες των τοίχων, και ε­παλείφοντας αυτά απέξω με τον πηλό είχε τον θη­σαυρό του άγνωστο σε όλους, αλλάζοντας τόπους από τόπους και τοίχους από τοίχους, και εσοφιζόταν με μεγάλη επινοητικότητα να διαφεύγει την προσοχή όλων.

Εφυγε από την ζωή ξαφνικά, χω­ρίς να αποκαλύψει σε κανέναν που ο χρυσός είχε ταφεί. Ετάφη λοιπόν και εκείνος, κερδίζοντας μό­νον την απόκρυψη του χρυσού, τα δε παιδιά του με την ελπίδα ότι θα είναι οι λαμπρότεροι στην πόλη από πλούτο, ερευνούσαν παντού, ερωτούσε ο ένας τον άλλο, ανέκριναν τους δούλους, έσκαβαν τα εδάφη των οικιών, τους τοίχους ετρυπούσαν, τα σπίτια των γειτόνων και των γνωρίμων εξέταζαν με λεπτο­μέρεια, και αφού κάθε λίθο, όπως λέγει ο λόγος, εκίνησαν, δεν ευρήκαν ούτε οβολό, ακόμη δε διά­γουν ζωή χωρίς οικογένεια, ανέστιοι, φτωχοί, δί­νοντας πολλές κατάρες καθημερινώς στην ανοησία του πατέρα. Ο μέν λοιπόν φίλος σας και σύντροφος, τοκιστές, τέτοιος είναι. Αφού κατέστρεψε την ζωή του επάξια με τον τρόπο του ως ανεμοσκορπιστής χρη­ματιστής, εμόχθησε με πόνους και με πείνα, και εμάζευσε κληρονομιά για τον εαυτόν μεν την αιώνια κόλαση, για τους δικούς του δε την φτώχεια. Και ε­σείς δεν γνωρίζετε για ποιόν συναθροίζετε ή μο­χθείτε΄ πολλές οι περιστάσεις, οι συκοφάντες πάμ­πολλοι, οι κακοποιοί ενεδρεύουν, και ληστές ενο­χλούν γη και θάλασσα.

Η σκληρότητα και η αμετανοησία των τοκογλύφων

Προσέχετε, μήπως και τις αμαρτίες κερδίσετε, και τον χρυσό δεν κρατήσετε. «Ενοχλητικός μας είναι αυτός», λέγουν (γιατί γνωρίζω τους γογγυσμούς μέσα στα δόντια σας), «και συνεχώς υποστηρίζοντας αυτά από το βήμα κάνει κακό σ” αυτούς που ευεργετούνται και έχουν ανάγκη. Ιδού λοιπόν δεν δίνουμε πλέον δανεικά, και πώς θα ζήσουν αυτοί που βρίσκονται σε ανάγ­κη;».Οι λόγοι τους είναι άξιοι των πραγμάτων, αρμόζοντας η αντίρρηση στους σκοτισμένους από το σκότος των χρημάτων΄ διότι ούτε το κριτήριο της διανοίας έχουν ισχυρό, ώστε να εννοούν τα λεγόμε­να, και να ακούουν τα αντίθετα από τις συμβουλές αυτών που τους νουθετούν. Ετσι υπογογγύζοντας απειλούν να κλείσουν την θύρα σ” αυτούς που έ­χουν ανάγκη, καθώς εγώ τάχα λέγω ότι δεν πρέπει να δανείζουν.

Να δίνουμε δωρεάν και να δανείζουμε χωρίς τόκο
Εγώ δε διακηρύττω και παραγγέλλω κατά πρώτον βέβαια το να δίνουν δωρεάν. Επειτα προτρέπω και το να δανείζουν (διότι το δάνεισμα είναι δεύτερο είδος δωρεάς), και να κάνουν τούτο όχι με τόκους ούτε με αυξήσεις (Λουκ. 6, 35), αλ­λά καθώς ο θειος λόγος παραγγέλλει σε μας΄ διότι είναι επίσης ένοχος τιμωρίας και αυτός που δεν δα­νείζει και αυτός που δίνει με τόκο, επειδή στον μεν έναν αποδίδεται η μισανθρωπία, στον δε άλλον η εμπορία. Αυτοί δε που πηγαίνουν στο αντίθετο ά­κρο υπόσχονται ότι θα σταματήσουν παντελώς να δίδουν. Είναι δε αυτό αισχρή εναντίωση, μανιώδης φιλονεικία προς το δίκαιο, μάχη και πόλεμος κατά του Θεού. Διότι, «ή δεν θα δώσω», λέγει, «ή δανεί­ζοντας θα κάνω συναλλαγή με τόκο». Λοιπόν προς μεν τους τοκογλύφους αρκετά ο λόγος αγωνίσθηκε, και ικανοποιητικώς αναλύθηκε, όπως στα δικαστήρια, και είθε να τους δώσει ο Θε­ός μετάνοια΄ προς αυτούς που απερίσκεπτα δανεί­ζονται και πιάνονται ριψοκίνδυνα στα αγκίστρια των τόκων δεν θα κάνω κανέναν λόγο, κρίνοντας ό­τι τους αρκεί η συμβουλή, την οποία ο θεσπέσιος πατέρας Βασίλειος διατύπωσε σοφά στο σύγγραμμά του, λέγοντας περισσότερα σ” αυτούς που απερί­σκεπτα δανείζονται, παρά σ” αυτούς που δανείζουν πλεονεκτικώς.

Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2015

Από τις διδαχές του αγίου Κοσμά Αιτωλού περί Αγάπης και περί διακριτικής ελεημοσύνης





Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και για τις προφητείες του. Άλλες θεωρούνται γνήσιες, άλλες αμφισβητούνται και θεωρούνται υπείσακτες για ίδια συμφέροντα των παραχαρακτών. Εγώ θα σπάσω λίγο την "παράδοση" και δεν ασχοληθώ με τις προοράσεις του, αλλά με τις Διδαχές του, πού μαζί με το ιεραποστολικό έργο του είναι ο αληθινός θησαυρός του αγίου.
 
Ακούστε δύο διαμάντια από τις διδαχές, με απλά λόγια όπως τα θυμάμαι:

«Αδερφοί, έχετε αγάπη;», ρωτά τους κατοίκους ενός χωριού. «Έχουμε άγιε πάτερ», απαντάνε. "Αμ δεν έχετε! Τόσα ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά έχετε στο χωριό σας. Σου βαστάει η καρδιά, χριστιανέ, να είναι το παιδί σου καλοθρεμμένο σαν το γουρουνόπουλο(sic) και το ορφανό να πεινά, να κρυώνει, να ναι γυμνό; Κάμε μια φορεσιά του παιδιού σου, κάμε και στο ορφανό να μην κρυώνει και ο Θεός ευλογεί και το δικό σου παιδί και το βλέπεις και χαίρεσαι. Α μη αλλιώς, αρρωσταίνει το παιδί σου και χάνεται και καίγεται η καρδιά σου. Και βλέπεις το ορφανό πού το προστατεύει ο Θεός και ακμάζει και χαίρεται!"

«Μπορείς να ζήσεις με 100 δράμια ψωμί και συ θέλεις και ΤΡΩΣ 110 δράμια, και ο αδελφός σου πεινάει! Αυτά τα 10 δράμια γίνονται φωτιά στο σπιτικό σου και χάνεις τα υπάρχοντα σου και δυστυχείς...»

Μην ξεπουλάς την ελεημοσύνη σου, εκεί πού θα ακούσεις "μπράβο και εύγε". Μην σπαταλάς αυτό πού σου δόθηκε για να μοιράσεις στον ψεύτικο και τον απατεώνα. Σε αυτόν πού δέκα χρόνια δεν έχει κάνει τίποτα να βοηθήσει τον εαυτό του και κολλάει σαν το παρασιτικό στρείδι πάνω στους άλλους. Σε αυτόν για τον οποίο ο Παύλος λέει πώς περιεργάζεται και όχι εργάζεται και δεν έχει δικαίωμα στην τροφή, γιατί δεν έχει καρπούς εργασίας και προσφορας.Στους εκδορείς των ανθρώπων. Στον οκνηρό και τον εκμεταλλευτή. Αυτόν πού ρίχνει λάσπη στην αγάπη και δολοφονεί την καλή διάθεση για ελεημοσύνη των άλλων.Αυτόν πού σε βλέπει σαν σακούλα με λεφτά και σαν υπηρέτη του.Στον σεσημασμένο και δαχτυλοδεικτούμενο. Αυτούς πού καταρίπτουν με τον κυνισμό και την αναισθησία τους την καλή πίστη των ελεούντων.Αυτούς που σκοτώνουν την αγάπη. Αυτόν πού είναι ο καλύτερος και μόνιμος "πελάτης" της ιδρυματικής φιλανθρωπίας. 

Ψάξε να βρείς αυτόν πού έχει πραγματική ανάγκη. Ντύσε τον, τάισε τον, ξεδίψασε τον, πες του λόγο παρηγορίας, φέρε τον ξανά στην χαρά και την ελπίδα. Πρόσεχε μην πληγώσεις την αξιοπρέπεια και την περηφάνεια του. Φέρσου του σαν σε ίσο και ακόμα περισσότερο σαν κύριο σου, γιατί ο ελάχιστος είναι εικόνα του Κυρίου σου.Και ακόμα περισσότερο σε αυτόν που μισούν και αγνοούν και περιφρονούν οι άνθρωποι. Μην αγαπήσεις την δική τους κρίση και εκτίμηση, αλλά την κρίση και την αγάπη του Θεού, πού είναι Κύριος των περιφρονημένων και αφανών και εγκατελειμμένων. Μην διαλαλήσεις τα έργα αγάπης και κλέψει η κενοδοξία και ο έπαινος των ανθρώπων της ελεημοσύνης τους καρπούς. Βίασε τον εαυτό σου να πιστέψει πώς δεν έκανες κάτι σπουδαίο, αλλά σαν δούλος του Δούλου και Δεσπότου, έδωσες αυτό που σου δανείστηκε και όφειλες να αποδώσεις.Να είσαι περήφανος πού εισαι δούλος και μιμητής του Ελεήμονα Θεού και όχι επειδή εξουσίασες τον αδελφό σου με τον πιό επειδεικτικό και συνηθισμένο και προβαλόμενο τρόπο φιλανθρωπίας.

 Ελεημοσύνη κρυφή και διακριτική ευλογεί ο Θεός. Φιλανθρωπία αδιάκριτη και μετά σαλπίσματος ειναι βδέλυγμα τω Κυρίω!


το είδαμε  εδώ

Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2014

Διδαχή Η΄Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Οἱ Ἄνθρωποι Σκλάβοι τοῦ διαβόλου Ὁ Χριστὸς Ἐλευθερωτής



Οἱ Ἄνθρωποι Σκλάβοι τοῦ διαβόλου

Ὁ Χριστὸς Ἐλευθερωτής


Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, βλέποντας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζαν νὰ τὸν πιστεύσουν, ὁποὺ αὐτὸς εἶνε καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλα τὰ ποιήματα αὐθέντης καὶ κυβερνήτης, καὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας οὐδὲν ἕνα δύναται νὰ στερεωθῆ, καὶ βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ τοὺς ἐπλανοῦσε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τοὺς εἶχεν ὅλους εἰς τὸ ἰδικόν του θέλημα καὶ τοὺς ἔκαμεν ὅλους εἰδικούς του καὶ φαμελίτες του, καὶ ἠθέλησεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἐντροπιάση τὸν διάβολον καὶ νὰ ξεσκλαβώση τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν διάβολον, νὰ ἔχη μεγάλην χάριν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Διὰ τοῦτο ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, νὰ τὸν ἰδοῦμεν καὶ νὰ τὸν μάθωμεν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτὸν ἄλλος δὲν εἶνε, καὶ νὰ πιστεύσωμεν, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς μιαρᾶς χείρας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὸν παράδεισον πάντοτε καὶ νὰ μὴ καιγώμαστε εἰς τὴν κατηραμένην κόλασιν μαζὶ μὲ τοὺς κατηραμένους δαίμονας.


Τὸ Κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων


Καὶ νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου· ἐτούτην τὴν γῆν, ὁποὺ κατοικοῦμεν, τὴν ἔχει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καθὼς ἔχει ἕνας βασιλεὺς καὶ μαζώνει ὅλα τὰ βασιλικὰ χρέη καὶ παίρνει ἀπὸ χωράφια, ἀπὸ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ στέλνει ἀνθρώπους ἰδικούς του καὶ τὰ μαζώνουν κάθε χρόνον, καὶ ὅταν τὰ πηγαίνουν ἐκεῖνοι ἔμπροσθεν εἰς τὸν βασιλέα χαίρεται ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς δίδει μεγάλα χαρίσματα καὶ τοὺς ἔχει φίλους ἠγαπημένους, ἔτσι ἔχει καὶ ὁ Χριστός μας τὴν γῆν ὡσὰν ἀμπέλι, ὅλον τὸν κόσμον.

Καὶ ἔβαλεν ἐργάτας τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εὐθὺς ἔμαθον γράμματα καὶ ὅλες τὶς γλῶσσες, ὅτι πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀγράμματοι καὶ μίαν γλώσσαν μόνον ἤξευραν· καὶ ἀφοῦ τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς ἐφύσησεν εἰς τὸ στόμα τους καὶ ἔλαβον χάριν, ὅλα τὰ γράμματα καὶ τὶς γλῶσσες τὶς ἔμαθον. Καὶ τοὺς ἔστειλεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τοὺς εἶπεν: Σύρτε εἰς ὅλον τὸν τόπον καὶ εἰς ὅλην τὴν γῆν, κάστρα καὶ χωρία καὶ εἰπέτε τους, ἂν ἴσως θέλουν νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τοὺς βάλω εἰς τὸν παράδεισον, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγουν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος: Νὰ τινάζετε καὶ τὰ παπούτσια σας ἀπὸ τὸν κονιορτὸν καὶ νὰ δώσητε κατάραν καὶ νὰ φύγετε.

Καὶ ὡσὰν ἔλαβον οἱ Ἀπόστολοι τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐθὺς ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ μετ᾿ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλούς, λεπρούς, ἀρρώστους καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· καί, τὸ μεγαλύτερον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζαν τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνονταν. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διακόνους, ἀναγνώστας ἔκαμναν καὶ ἐκκλησίας· καὶ εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη καὶ ἐγίνονταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, μία μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, δὲν εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη· ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.


Ὁ Πόθος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ

Πρέπον καὶ εὔλογον ἦτον, ἀδελφοί μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν καρδίαν καθαρὴν ὡσὰν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, διὰ νὰ φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, νὰ ἀκουσθῆ ἕως ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. Ἰδοὺ ὁποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ σᾶς ἀπόλαυσα. Μὰ ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ ὅλα τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, νὰ εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση παιδιά μου, ὁ Θεὸς νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζητε τὴν ἁγίαν Τριάδα. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου ἀπὸ τὸν Θεόν· καὶ παρακαλῶ τὴν αὐθεντίαν σας νὰ ἀκούσητε μὲ κάθε προθυμίαν τὸν λόγον μου, καθὼς τὸν ἄκουσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.


Ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Πλησίον


Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον καὶ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη· καὶ λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Ὅμως πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσην μεγάλην γῆν, νὰ κατοικοῦμεν ἐδῶ τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, φωτιάν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Καὶ ἡμᾶς μᾶς ἔκαμε ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἱρετικοὺς.

Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, παιδιά μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε τὴν πάσαν ἀλήθειαν· ποίον ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Ἐσεῖς τώρα μὲ τὸν νοῦν σας τὸν Θεὸν ἀγαπᾶτε· πολλὰ καλὰ τὸ γνωρίζετε καὶ τὸ θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα καὶ γνωστικὰ εἶσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας. Μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν εἶνε σωστή, εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπεται καὶ ἄλλο τίποτας; Πόθεν νὰ καταλάβωμεν; Ἀπὸ λόγου μας. Ἐσὺ ἔχεις ἕνα παιδί, ἀδελφέ. Ἐγὼ ἐσένα σὲ ἀγαπῶ, σὲ ἐκτιμῶ, σὲ λέγω καλὸν διὰ λόγου σου, καὶ τὸ παιδί σου τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, λέγω κακὸν διὰ λόγου του καὶ παίρνω τὸ ψωμί του καὶ τὸ τρώγω καὶ τὸ ροῦχο του τὸ παίρνω καὶ τὸ φορῶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοι φαίνεται νὰ λέγεται ὄχι ἔτσι. Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πατέρα, πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τὸ παιδί. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφόν του, τὸν χριστιανόν· διατὶ ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν, μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, ἕνα νόμον, ἕνα προσκύνημα καὶ εἴμαστε ἀδελφοὶ ὅλοι.

Ἀκόμη νὰ ἠξεύρετε, ἀδελφοί μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα νὰ δυναμώνη τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸν ἀδυνατίζη εἰς τὰ κακά. Νὰ ἠξεύρετε, τέκνα μου, πὼς ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμὶ νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίνω καλά· ἐσεῖς δὲν ἔχετε. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός, δῶσε καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ φάγε καὶ σὺ τὸ ἄλλο. Ἔχω φορέματα. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Δῶσε τὸ ἕνα τὸν ἀδελφόν σου καὶ ἐσὺ φόρει τὸ ἄλλο. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, νὰ σὲ γελάσω, καὶ εὐθὺς θυμοῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ μοῦ νεκρώνει τὸ στόμα καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ εἰπῶ ψεύματα. Ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω τὸ πράγμά σου, τὰ ἄσπρα σου, τὸν βίον σου ὅλον. Ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ τὸ πάρω. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη.


Μέγα Κακὸν ἡ Ἔχθρα

Διατί, παιδιά μου, νὰ μὴ ἠξεύρετε γράμματα, νὰ μάθετε ποῖον εἶνε τὸ καλὸν καὶ ποῖον εἶνε τὸ κακόν, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη καὶ τί κακὸν εἶνε ἡ ἀμάχη καὶ ἡ ἔχθρα; Νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου, εἰς ὅποιαν πολιτείαν ἢ τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι εἶνε ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶνε ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε εὐλογία, ὑγεία, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, ζοῦν τὰ παιδιά των, τὰ ζῶα των, γίνονται οἱ καρποὶ τῶν σιταριῶν, τῶν ἀμπελιῶν καὶ κάθε σπαρτῶν ὁποὺ τρέφονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τοὺς φυλάγει ὁ Χριστός μας ἀπὸ κάθε κίνδυνον, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ὅταν ἀποθάνη κανείς, πηγαίνει ἡ ψυχή του εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ εἰς ὅποιον τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι ἔχουν ἀμάχην καὶ ἔχθραν, δὲν προκόβουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν ζοῦν οὔτε παιδιὰ ἀποκτοῦν οὔτε τὰ ζῶα τους μήτε οἱ καρποὶ ἀπὸ τὰ σπέρματά τους γίνονται καὶ εἰς βατρύτατα χρέη ἐμβαίνουσι καὶ καμμίαν χάριν δὲν ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς γελοῦν καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τοὺς στέλλει ὁ Θεὸς ἢ ἄνεμον καυτὸν ἢ χαλάζια ἢ νερὸ ἀχαμνὸν καὶ ζημιώνει τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ἔχθρα, πόσα παιδιὰ γεννᾶ. Μόνον σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν ἔχετε τελείως ἔχθραν, ὅτι ὁ διάβολος τὴν ἔχει ἀδελφήν· καὶ ὅποιος τὶς ἀγαπήση, θέλει περάσει καὶ ἐδῶ κακὰ καὶ καταφρονημένα, καὶ ἡ ψυχή του θέλει κολασθῆ.


Ἡ Ἀξία τοῦ Σχολείου

Διατί, ἅγιοι ἱερεῖς καὶ τίμιοι προεστῶτες, δὲν ἑρμηνεύετε τὰ εὐλογημένα μας ἀδέλφια νὰ στερεώνωσι καὶ νὰ βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νὰ μανθάνουν τὰ παιδιὰ γράμματα, νὰ γνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν; Ὅτι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἔμαθα τὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἔμαθα καὶ πέντε ἓξ ἑλληνικὰ καὶ ἔμαθα πολλῶν λογιῶν γράμματα, ἑβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ πολλὰ τὰ ἐδιάβασα. Καὶ ὅλα τὰ ἐθνικὰ κάλπικα τὰ ηὕρα· ὅλα εὑρέματα καὶ σπέρματα τοῦ διαβόλου, καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, τόσον τὰ ἐμελέτησα τὰ γράμματα. Καθὼς ὁ χρυσικὸς λαγαριάζει τὸ ἀσήμι καὶ δὲν τὸ ἀφήνει τελείως ἀζούραν, καὶ τότε εἶνε λαμπρὸν καὶ καθαρὸν καὶ τὸ ἀγοράζει μὲ κάθε προθυμίαν ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ἐγὼ ηὕρα καθαρά, ἅγια καὶ ἀληθινά, λαμπρὰ καὶ ὑπερλαμπρότερα ἀπὸ τὸν ἥλιον τὰ λόγια καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος πιστεύει τὸν Χριστὸν καὶ τὸν λέγει Θεὸν καὶ κάμνει τὰ πράγματά του, ὁποὺ λέγει Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐκεῖνος εἶνε καλότυχος καὶ τρισμακάριστος καὶ καμμίαν φορὰν δὲν θέλει ἐντροπιασθῆ.

Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογὴς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν (89), μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν.


Οἱ Δυὸ Ἀντίχριστοι (Πάπας-Μωάμεθ)

Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοίγουν καὶ μανθάνουν τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ διαβάζουν τὰ ἀδέλφια τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφήν, τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εὐρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους· καὶ λέγει ὁ Θεὸς νὰ στείλη τὸν προφήτην Ἠλίαν, νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὕστερα νὰ ἔλθη ὁ ἀντίχριστος· καὶ θέλει θανατώσει τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἐξετάζοντας, ἀδελφοί μου, καὶ ἐρευνώντας τὰς Γραφὰς καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον εὐρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθεν καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας (90) καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του· τὸ καταλαμβάνετε, μὰ λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικωσύνη.


Τὰ Σημεῖα τῶν Καιρῶν
Ὅμως ἡ Γραφή μας λέγει νὰ τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον κατεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες λοιμικές· θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάσουν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν σεισμούς, πολέμους καὶ ἀκαταστασίες. Καὶ θέλουν πέσει ὅλα τὰ βουνὰ κάτω καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ ἀποθάνουν.


Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσις
Καὶ τότε θέλει λάμψει ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν τρεῖς φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον· καὶ θέλει λάμψει ὁ πανάγαθος Θεός, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον, τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, καὶ νὰ εἴμαστε ὅλοι εἰς μίαν ἡλικίαν, τριαντατριῶν χρόνων ἡλικίαν. Καὶ θέλει εἶνε ὅλα τὰ πρόσωπα ἀπὸ τοὺς δικαίους λαμπρὰ καὶ εὔμορφα ὡσὰν τὸν ἥλιον καὶ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θέλουν εἶνε μαῦρα τὰ πρόσωπα ὡσὰν ἀράπικα καὶ ἀκόμα ἀσχημότερα. Καὶ τοὺς δικαίους θέλει τοὺς φωνάξει μὲ μίαν μεγάλην γλυκείαν καὶ πολλὰ ἠγαπημένην φωνήν, ὡσὰν πατέρας ὁποὺ νὰ ἔχη ἕνα υἱὸν μόνον πολλὰ ἠγαπημένον· καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὡσὰν κριτὴς φοβερός μὲ κάκητα θέλει τοὺς διώξει ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Καὶ θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕναν πύρινον ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν, νὰ φλογίση τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ καίγωνται μέσα πάντοτε. Καὶ τότε θέλει εἰπῆ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τοὺς δικαίους: Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σεβῆτε εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ἀντάμα μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ὅτι πολλὰ κακὰ ἐβαστάξατε διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην.

Καὶ τώρα ἡμεῖς τί νὰ εἴμαστε τάχα, ἁμαρτωλοὶ ἢ δίκαιοι; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· καὶ ἀνίσως εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὅπου ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθῶμεν.


Ἡ Δύναμις τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς

Τώρα σᾶς λέγω νὰ κάμητε τοῦτο· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον, καὶ τὸ κομπολόγιόν σας νὰ ἔχη τριαντατρία σπυριά, καὶ νὰ προσεύχεσθε καὶ νὰ λέγητε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλον σου». Μέσα εἰς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἀδελφοί μου, τί θεωρεῖ; Θεωρεῖ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός μας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ πάντες οἱ Ἅγιοὶ μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅποιος λέγει αὐτὸν τὸν λόγον καὶ κάμνει καὶ τὸν Σταυρόν του, κἂν ἄνδρας, κἂν γυναίκα εὐλογεῖ τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἰατρεύονται κάθε ἀρρωστεῖες. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» οἱ Ἀπόστολοι ἀναστοῦσαν νεκροὺς καὶ ἰάτρευαν πάσαν ἀσθένειαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἀποστομώνει ὁ ἄνθρωπος κάθε αἱρετικόν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἁγιάζει ὁ ἄνθρωπος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ὡσὰν οἱ Ἄγγελοι.


Καὶ ἀκούσατε τί κάμνει ὁ τίμιος Σταυρός.

Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς κ.λπ....


Τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ Σημασία Του
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὁ τίμιος καὶ ἅγιος Σταυρὸς πόσον βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅποιος τὸν κάμνει τὸν Σταυρόν, ποτὲ δὲν ἔχει ζημίαν, ἀλλὰ τὸν φυλάγει ἀπὸ κάθε λογὴς φαρμακερὸν πράγμα καὶ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν πείραξιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἔχει σημαδεμένον ἀπάνω του. Νὰ ἀνταμώση τὰ τρία δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός του καὶ νὰ τὰ βάλη πρῶτον εἰς τὸ μέτωπον, εἶτα εἰς τὸν ὀμφαλόν, ἔπειτα εἰς τὸ δεξιὸν βυζίον, ὕστερα εἰς τὸ ζερβὶ βυζίον, ὕστερα καὶ νὰ σκύπτῃ ἕως χαμηλὰ καὶ πάλιν νὰ σηκώνεται.

Καὶ ὁ Σταυρός, ἀδελφοί μου, πῶς εἶνε, μάθετε: Ὅταν βάνωμεν τὸ χέρι μας εἰς τὸ κεφάλι, φανερώνει ὁ Θεός, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸν ὀμφαλόν, φανερώνει πὼς ἐκατέβη εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσαρκώθη· καὶ ὅταν τὸ βάνωμεν εἰς τὸ δεξιόν, μέρος ἄνωθεν τοῦ βυζίου, φανερώνει πὼς εἶνε δίκαιος καὶ ἀθάνατος καὶ πὼς θέλει βάλει τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του μέρη· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸ ζερβιὸν μέρος, φανερώνει πὼς θέλει κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θέλουν στέκονται εἰς τὸ ζερβιόν του μέρος καὶ νὰ τοὺς βάλη εἰς τὴν κόλασιν.


Παντοῦ ὁ Σταυρὸς

Ὁ τίμιος Σταυρός, ἀδελφοί μου, εἶνε αὔλαξ ὅλης τῆς γῆς. Ὁ τίμιος Σταυρὸς ἁγιάζει ὅλα τὰ πέρατα, ὅλα τὰ θεῖα καὶ ἅγια τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ κάθε Ἀκολουθίαν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τοὺς Ἁγίους. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει καὶ στερεώνει τὴν Βάπτισιν. Ὁ Σταυρὸς εὐλογεῖ τὰ ἀνδρόγυνα. Ὁ Σταυρὸς κυνηγᾶ τοὺς δαίμονας καὶ φεύγουσιν ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀστραπήν. Ὁ Σταυρὸς εἶνε ὅπλον φωτεινὸν καὶ ὅποιος τὸν κάμνει, τὸν φωτίζει καὶ τὸν ἁγιάζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, καὶ εἶνε ὡσὰν δίστομον σπαθίον, καὶ δὲν ζυγώνουν σιμὰ οἱ δαίμονες νὰ παρακινοῦν τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ κάμωσιν ἁμαρτήματα. Καὶ ὅπου κινήση νὰ πηγαίνη ὁ ἄνθρωπος πρῶτον νὰ κάμη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ λέγη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἢ εἰς τὸ παζάρι κινᾶς ἢ εἰς τὸ χωράφι ἢ εἰς τὸ ἀμπέλι ἢ ὅταν φάγης ψωμὶ ἢ ὅταν πίνης κρασὶ ἢ νερὸν ἢ ὀπωρικὸν ἢ ὅταν κοιμηθῆς, νὰ προσκυνήσης τὸν Θεόν, νὰ σταυρώνης καὶ τὸ σῶμα σου, καὶ ὕστερα νὰ πλαγιάσης. Νὰ κοιμηθῆς, καὶ θέλεις σηκωθῆ τὸ πρωΐ γερὸς καὶ χαρούμενος. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἐκαταλάβατε καὶ τὸ ἠξεύρετε ὅλοι σας.


Τέσσαρα Ἀναγκαῖα: Ἐξομολόγησις, Ἀγάπη, Ἐκκλησιασμός, Ἐλεημοσύνη
Ἐδῶ, παιδία μου, ὁποὺ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν, ἔχω χαράν, ἔχω καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας ὁ καθένας νὰ εἰπῆ τὸ παράπονόν του, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύη δυὸ ἀφεντάδες, καὶ τοὺς διώχνω καὶ ἡ καρδιά μου πονάει κόπτεται· ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ μόνον καὶ ἔχει γνῶσιν καὶ φρονιμάδαν καὶ εἶνε ἄρρωστον καὶ δὲν τὸ δέχεται ἡ στρῶσις, ἀλλ᾿ ὅμως κρούγεται διὰ νὰ ξεψυχήση, καὶ δὲν δύναται νὰ ὁμιλήση, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν δύναμαι νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἀπὸ ἕναν ἕναν. Ὅμως νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία· νὰ πάρετε τέσσαρες τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω τὰ ἁμαρτήματά σας· καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσαρα νοήματα ὁποὺ σᾶς λέγω καὶ νὰ τὰ μάθετε. Καὶ νὰ σᾶς τὰ εἰπῶ· πρῶτον, νὰ εὕρητε πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ καλόν, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ πλυθῆ ἡ βρῶμα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸ σῶμα σας· δεύτερον, νὰ ἔχητε ἀγάπην καὶ νὰ μὴ προδίνεσθε εἰς κρίσεις τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ζημιώνεσθε· τρίτον, νὰ προσκυνᾶτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴ χωρισθῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, νὰ βάνητε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κάθε ἡμέραν, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ χώρα σας καὶ νὰ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ δώση ὁ Χριστὸς κάθε ὑγείαν καὶ καλὴν προκοπήν.


Πῶς Πρέπει νὰ Εἶνε οἱ Ἱερεῖς

Καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ πεισμώσουσι, νὰ μὴ δέχωνται κατάκρισιν, νὰ μὴ βάνουσιν σκάνδαλα, νὰ μὴ γίνωνται μάρτυρες εἰς κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, νὰ μὴ γίνωνται καπεταναραῖοι, νὰ μὴ γίνωνται χασάπηδες, νὰ μὴ γίνωνται παραγματευτᾶδες, νὰ μὴ γίνωνται κομιρικαραῖοι. Διότι αὐτοὶ παρακαλοῦν διὰ τὰς ψυχάς σας, σᾶς βαπτίζουν, σᾶς κοινωνοῦν, σᾶς θυμιάζουν, σᾶς εὐαγγελίζουν, σᾶς ἀντιδωρίζουν, σᾶς ἀρραβωνίζουν, σᾶς στεφανώνουν, σᾶς ἁγιάζουν μὲ Ἁγιασμούς, μὲ Εὐχέλαια, μὲ Παρακλήσεις, μὲ εὐχάς, σᾶς ὑψώνουν. Ἀσθενεῖτε; Σᾶς διαβάζουν. Αὐτοὶ ἔχουσι τὰ βάρη. Χαράτζι νὰ μὴ τοὺς ρίξετε καὶ βαρὺ χρέος. Καὶ αὐτοὶ νὰ εἶνε ταπεινοί, φρόνιμοι, νὰ μὴν ἀφορίζουν, νὰ μὴν ὀργίζωνται, νὰ μὴ καταρίζωνται, νὰ μὴν ἔχουν ἔχθραν, νὰ μὴ μεθοῦσι, νὰ εἶνε λαμπροὶ ὡσὰν ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.


Διάφοραι συμβουλαί

Καὶ νὰ ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Καὶ εἰς ξένην κρίσιν νὰ μὴ κριθῆτε καὶ προδοθῆτε εἰς κρίσεις Τούρκων· ὅτι δώδεκα χρόνους νὰ μένη ἀκοινώνητος ὁ προδότης. Καὶ ἂν σοῦ πταίση ὁ ἀδελφός σου ἢ ἄλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εἰς τὸν δεσπότην καὶ μὴ τὸν πηγαίνης εἰς κρίσιν τῶν Τούρκων, ὅτι μεγάλην ἁμαρτίαν ἔχεις καὶ θέλεις κολασθῆ αἰώνια· καὶ νὰ μὴν τὸν ἀδέχουνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν οἱ ἀδελφοί, ὅτι ἐπῆγε ἐξωτερικὰ καὶ δὲν ἐπῆγε νομικά. Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλέψητε ὁλότελα. Μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε μήτε νὰ φωκαλίζετε τὰ ἀχούρισά σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνοι καθὼς τὸ βλέπομεν καθ᾿ ἑκάστην. Καὶ ὅσον βίον ἔχομεν, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ εἰς τὴν γῆν θέλει ἀπομείνει· μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη ἐδώσατε, αὐτὸ θέλετε ἔχει βοήθειαν εἰς τὴν ψυχήν σας· καὶ ὅ,τι ἐδώσατε τῶν πτωχῶν δι᾿ ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλετε νὰ λάβετε τὸ ἕνα ἑκατὸν παρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν πλουτίζει καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ἔχει ἀγαθὸν τέλος· τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ γίνεται ἁγία. Καὶ ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην. Μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισες καὶ πτωχές.

Ἡ Ἐλεημοσύνη.

Ἡ φιλοξενία τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ.
Καὶ τὸ τέταρτον νόημα εἶνε νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς δίνετε ψωμὶ νὰ τρώγουσιν καὶ νὰ γευματίζουν καὶ ἀπὸ κανένα κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ὥραν καλήν τους.

Διότι ἀκούομεν, ἀδελφοί μου, ὁποὺ λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ παρτριάρχης Ἀβραὰμ δὲν εἶχεν υἱὸν διὰ νὰ κληρονομήση τὸν βίον του, καὶ εἶχε παράπονον πολύ. Καὶ τί κάμνει ὁ εὐλογημένος; Βάνει καὶ κτίζει ἕνα σπίτι καὶ ἀνοίγει τρεῖς θύρας καὶ ἔβαλε ψωμὰν καὶ ἐζύμωνεν, καὶ ὅσοι ἄνθρωποι ἐδιάβαινον, ὅλους τοὺς ἐφίλευεν. Καὶ εἶχε συνήθειαν, κάθε ἡμέραν, ἂν ἴσως δὲν ἐπήγαινε ξένος νὰ φάγη ψωμί, μήτε ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔτρωγεν. Καὶ ὅσον ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην περισσότερον ἀβγάτιζεν ὁ βίος του. Ὁ διάβολος, ὁποὺ φθονεῖ πάντοτε, τί κάμνει ὁ τρισκατάρατος; Πηγαίνει καὶ σχηματίζεται ὡσὰν ζήτουλας εἰς τὶς στράτες ὁποὺ ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὅποιος ἐπήγαινε, τοῦ ἔλεγεν ὁ διάβολος: Ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Ἐκεῖνος ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸν ἐμπόδιζεν ὁ διάβολος. Ἔλεγεν: Ἐγὼ εἶμαι ἕνας πτωχός, καὶ ἄκουσα πὼς ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν τοῦ Μαμβρὴν εἶνε ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, Ἀβραὰμ τὸ ὄνομά του, καὶ μὲ εἶπαν δίδει ἐλεημοσύνη καὶ εἶνε φιλόξενος πολύ· καὶ ἦλθα καὶ ἐγὼ ὁ δύστηνος νὰ μὲ κυβερνήση τίποτας, καὶ ἡ τύχη μου, τὸ κακὸν ριζικόν μου, δὲν ἐπρόφθασε νὰ μοῦ δώση καὶ ἐμένα. Ἐπῆγα σήμερα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐζήτησα κομμάτι ψωμί, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐλεημοσύνην ὁποὺ ἔδιδεν ὁ καημένος, ἐπτώχυνεν πολύ, καὶ μήτε ψωμὶ τὸν ἔλαχεν μήτε στάμνα μὲ νερόν· καὶ ἦτον ὁ ἄνθρωπος θυμωμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν πτωχείαν ὁποὺ τὸν ἦλθεν, καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω καὶ μὲ ἐξύλισεν τόσον, ὁποὺ ἐμαζώχθηκε ὅλος ὁ μαχαλάς, οἱ ἄνθρωποι, καὶ μὲ ἐγλύτωσαν· καὶ εἶμαι ἄρρωστος ἀπὸ τὸν δαρμόν, καὶ μὴ πᾶτε κανένας. Καὶ ἀκούοντας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπῆγαν κανένας τρεῖς ἡμέρας. Καὶ ὁ Ἀβρὰμ δὲν ἔφαγε τρεῖς ἡμέρας μήτε ψωμὶ μήτε νερὸν ἔπιεν αὐτὸς καὶ ἡ Σάρρα, διατὶ ἐλυποῦνταν πὼς ἔγινεν αὐτό, καὶ δὲν ἐπήγαινεν κανένας ἄνθρωπος νὰ φάγη ψωμί· καὶ προσκυνοῦσαν καὶ παρακαλοῦσαν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν τους καὶ ἔλεγον: Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, ὁποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἥλιον, τὰ ἄστρα καὶ κυβερνᾶς ὅλα τὰ στοιχεῖα, τὰ ὅσα βλέπουν τὰ ὀμμάτιά μας, καὶ τὰ ὅσα δὲν βλέπομεν, καὶ ὁρίζεις καὶ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας, νὰ τοὺς φιλεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς δίδωμεν καὶ ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ τὸ εὕρωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι εἴμαστε ἄτεκνοι, καὶ θὰ μαλώσουσιν οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ γείτονές μας.

Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ εὐλογημένος Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σαρρα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεὸς ὁποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀγαπώντα αὐλὸν καὶ δὲν τὸν ἀφήνει λυπημένον, τί κάμνει; Καθὼς ἐκάθονταν ὁ Ἀβραὰμ ἔμπροσθεν εἰς τὴν θύραν καὶ ἡ Σαρρα εἰς τὴν ἄλλην θύραν καὶ ἐκοίταζον ἴσως περάση τινὰς νὰ τὸν κράξουν νὰ φάγη ψωμὶ διὰ νὰ φάγωσιν καὶ αὐτοί, καὶ βλέπουσι τρεῖς νέους πολὺ ὡραίους, ὁποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτούς, καὶ εἰσέβησαν μέσα εἰς τὸν οἶκον ἀπὸ τὰς τρεῖς θύρας, καὶ μέσα ἕνας ἐφαίνονταν, καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν τους χαρὰν εἶπον ἀναμεταξύ τους: Ἀκόμα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καὶ ἂς σφάξωμεν τὸ καλλιώτερον καὶ παχύτερον μοσχάρι. Καὶ εὐθὺς τὸ ἔσφαξαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον νὰ ψηθῆ καὶ ἡ μάνα τοῦ μόσχου ἐρχόταν ὁλόγυρα τὸν φοῦρνον καὶ ἐφώναζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσεν ἡ μόσχα, καὶ βλέπουν ἐβύζαινεν ὁ μόσχος. Κοιτάζουσι μέσα εἰς τὸν φοῦρνον τὸ ἀγγεῖον, καὶ ἦτο γεμάτον φαγητόν· καὶ ἐθαύμασαν (93). Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ ὁμιλήση μὲ τοὺς νέους, καὶ ὀμιλώντας τῷ εἶπον οἱ νέοι: Ἀπὸ τώρα καὶ κάθε ὅλον χαρὰν θέλεις ἔχει, Ἀβραάμ, καὶ θέλεις γεννήσει υἱόν, τὸν Ἰσαάκ. Καὶ ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάση τράπεζαν, διὰ νὰ τοὺς φιλεύση, καὶ γυρίζοντας δὲν τοὺς ηὖρεν· καὶ ἐστοχάσθηκεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐφάνη, καὶ ἀσπάζονταν καὶ καταφιλοῦσε τὸν τόπον, ὁποὺ ἐκάθονταν οἱ νέοι, καὶ ἦτον ἡ Τριάς, ὁ Θεός. Βλέπετε καὶ ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τὸ θαῦμα καὶ τὸ ἀκούετε ἕως τὴν σήμερον. Ὁμοίως νὰ κάμετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, ἂν θέλετε νὰ ἔλθη ὁ Θεὸς εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ ἀβγατίζη ὁ βίος σας.


Μὴ Χωρίζεσθε ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν

Ἀπὸ τὸν Χριστὸν μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ὁποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε, καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὴ ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούετε τὴν Ἀκολουθίαν μὲ προσοχήν. Ὁμοίως καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ νὰ ἑρμηνεύετε τὰ παιδιά σας, ὅσον καὶ δύνασθε, νὰ μὴ ἁμαρτήσουσιν, νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ εὐλογοῦνται, διὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ προκόψουν.

Καὶ ὅποιος ἀδελφός, ἀδελφοί μου, ἀκούση τὸ σήμαντρον καὶ ὀκνεύει νὰ πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, θέλει πνιγῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, καθὼς ἐπνίγησαν καὶ εἰς τὸν κατακλυσμόν. Ἀκόμη, μάθετε, ἀδελφοί μου, ὁ Νῶε, ἀφοῦ ἔκαμεν τὴν κιβωτὸν καὶ ἐμαζώχθηκαν ὅλα τὰ ζῶα μέσα, τὸ ταχὺ ἄνοιγεν τὴν κιβωτὸν καὶ πήγαιναν καὶ ἔβοσκαν, καὶ τὸ ἑσπέρας βαροῦσε τὸ σήμαντρον καὶ ὅλα ἐμαζώνονταν εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἀπὸ τότε ἐβγῆκεν ὁ σήμαντρος καὶ σημαίνουσιν οἱ ἱερεῖς. Ὁ σήμαντρος σημαίνει σημαίαν τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἱερεὺς κήρυκας τῆς κιβωτοῦ, κιβωτὸς εἶνε ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας· καὶ ὅσοι ἀδελφοὶ σέβουν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶνε ὡσὰν ἡ μάνα. Ὅταν σφάλλη ὁ υἱός της, τὸν μαλώνει, καὶ πάλιν τὸν συμπαθᾶ. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶνε μία πηγή, καὶ ποτίζει ὅλους τοὺς διψασμένους· καὶ πρέπει κάθε ἡμέραν νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱερεῖς, διὰ νὰ εὐλογῆ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ φυλάγη τὴν χῶραν ἀπὸ πάσαν νόσον καὶ πάσαν μαλακίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὴν χῶραν σας, τὰ χωράφια σας, τὰ ἀμπέλια σας, τὸν τόπον σας καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας.


Συγκινητικὴ Ἀποστροφὴ τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου πρὸς Ὅλους


Καὶ νὰ παρακαλῆτε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζοῦν πολὺν καιρὸν οἱ προεστοὶ τῆς χώρας σας, νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σᾶς κοιτάζουν καλά, ὅτι ὁ προεστὼς εἶνε ὡσὰν πατέρας· καὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας καὶ τοὺς τρανητέρους σας. Αἱ γυναῖκες νὰ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρες σας, οἱ ἄνδρες νὰ ἔχετε ἀγάπην μὲ τὶς γυναῖκες σας καὶ τὶς μάνες σας, καὶ αἱ νύμφες νὰ τιμᾶτε τοὺς πενθερούς σας καὶ πενθερές σας, καὶ οἱ γαμβροὶ τὰ πεθερικά σας, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ θέλετε φάγει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ὅσον ζήσετε εἰς τὴν γῆν τὴν πρόσκαιρην καὶ ὀλίγην ζωήν, καὶ εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θέλετε κερδίσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Καὶ νὰ μὴν παραδίνεσθε, νὰ μὴν καταργιέσθε, νὰ μὴν ἀναθεματίζεσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, ἀδελφοί μου, συγχωρεῖτε με καὶ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέση καὶ ἐσᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀπολαύσωμεν ὅλοι ὁμοῦ τὸν παράδεισον, νὰ χαροῦμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους. 

Ἀμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...