Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Σερβιών και Κοζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Σερβιών και Κοζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λκ. ιη΄ 10-14)

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΛΩΝΟΥ  &  ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λκ. ιη΄ 10-14)

Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐγκαινιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ λεγομένη περίοδος τοῦ Τριωδίου ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν οἱ κινητὲς γιορτὲς  πρὶν ἀπὸ τό Πάσχα. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ ὁποῖα κλείνει μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, δημιουργεῖ μὲ ὅσα ψάλλονται καὶ τελοῦνται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μεγάλες καὶ ἱερὲς συγκινήσεις καλώντας συγχρόνως τοὺς πιστοὺς σὲ  πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ  Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε διδασκόμαστε γιὰ τό κακὸ ποὺ προκαλεῖ  στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια καὶ παράλληλα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς πραγματικῆς προσευχῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, σύμφωνα μὲ τήν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, ξεκίνησαν ὁ καθένας ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ αἰτία. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Ὁ μὲν Φαρισαῖος πῆγε  στὸ Ναό, διότι ἦταν δημόσιος τόπος λατρείας, πιὸ δημόσιος ἀπὸ τὶς γωνιὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἔβλεπαν περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἐπικροτοῦσαν τὴν εὐλάβεια του καὶ  ἔτσι  θὰ ἱκανοποιοῦνταν ὁ ἐγωισμὸς του. Ὁ δὲ Τελώνης πῆγε στὸ Ἱερὸ, ὄχι μόνο διότι ἦταν τόπος καθορισμένος γιὰ κοινὴ λατρεία, σὰν οἶκος προσευχῆς, ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ λόγο: ἤθελε νὰ βρῆ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδησή του, ἡ ὁποῖα τὸν βασάνιζε ἀκριβῶς ἐπειδὴ αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός.
Ἡ προσευχὴ τὴν ὁποῖα κάνουν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸ, εἶναι ἡ νοερὰ, ἡ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅμως αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κἂν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίδειξη τῶν προσόντων ποὺ πίστευε ὅτι εἶχε: «οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων». Δηλαδὴ, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ, ἦταν σὰν νὰ ἀνάγκαζε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὶς ἀρετές του.  «Νηστεύω δύο φόρες τήν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸ Ναὸ τό δέκατο ἀπὸ τά εἰσοδήματα μου».Ὁ Τελώνης ἀντίθετα, συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωνάζει μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Θεέ μου, συγχώρεσε με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου εἶναι προκλητικὴ, κάτι ποὺ συμβαίνει μὲ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν πωρωμένη τήν συνείδησή τους. Στέκονται καὶ αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερήφανοι σὰν νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ζητήσουν τό ἔλεος Του, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ,  ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς χαρὲς ποὺ τοὺς παρέχει, δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους: «Δὲν σκότωσα…» λένε οἱ περισσότεροι.  Πράγματι, ἴσως νὰ μὴν ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ κάποιου συνανθρώπου τους, ὅμως φόνος εἶναι καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ὅ,τι δήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ βλάψει τήν προσωπικότητα καὶ τό ἦθος τοῦ ἀδελφοῦ  τους. Ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δηλητηρίαση τῶν συνειδήσεων, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τήν συκοφαντία, εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε. Ὁ ἐγωϊσμὸς τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του  καὶ δὲν ἔβλεπε τόν δρόμο ποὺ θὰ τόν ὁδηγοῦσε στὴ  σωτηρία του. Ἀντίθετα ὁ Τελώνης, μὲ τήν ταπείνωση καὶ μὲ τήν  συναίσθηση ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς, σώθηκε. Ἡ στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε τόν πνευματικὸ μας ἀγῶνα μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτή εἶναι ποὺ τελειοποιεῖ  τούς ἀνθρώπους καὶ ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τήν ὀνομάζει «μείζονα τῶν ἀρετῶν» καὶ σὲ ἕνα του βιβλίο γράφει: «Ἂν μὲ ρωτήσεις τὶ εἶναι πρῶτο στὸ χριστιανισμὸ  θὰ ἀπαντήσω: Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ δεύτερο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη. Τὶ τρίτο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη, διότι χωρὶς αὐτὴν καὶ ἡ  πιὸ μεγάλη ἀρετὴ καταντᾶ κακία».
Ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ  Φαρισαῖος  δὲν κατάφερε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, διότι ἡ   ἀλαζονεία του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ προσευχηθῆ μέ εἰλικρίνεια. Ὅμως ὁ Τελώνης, μὲ τὴν ψυχικὴ του συντριβὴ, κατάφερε ὥστε ἡ προσευχή του νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φύγει ἀπό τόν Ναὸ γιὰ τὸ σπίτι του «δικαιωμένος».Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς λέει πὼς ἡ εἰλικρινὴς προσευχὴ   «ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ κάθε τὶ τὸ ἐπουράνιο, κάθε θεωρητικὴ σκέψη περὶ Θεοῦ, τὸν φέρνει μπροστὰ  σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα». Εἶναι δηλαδὴ ἡ προσευχή ἀνέβασμα, συνάντησις μὲ τὸν Θεὸ καὶ παράστασις μπροστὰ Του.
Γιατὶ ὅμως χρειάζεται ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ, προκειμένου νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό; Μήπως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὼν; Δὲν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐν αὐτῷ ζῷμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν;» Σίγουρα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ  οὐρανὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μακριὰ μας, στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲ τὸν νοῦ μας καὶ τήν καρδιὰ μας εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ αὐτόν, διότι ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας στὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς νίκης γιὰ τὰ  πάθη  μας  ποὺ προέρχονται ἀπὸ τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ  δὲ Ἐκκλησία,  σὰν καλὴ παιδαγωγός, τώρα ποὺ ἀρχίζει τό Τριώδιο, μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ   γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα πνευματικὰ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ὕπουλο ἐχθρὸ, τὴν ἁμαρτία, καὶ πρέπει σιγὰ – σιγὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε μὲ ἐκεῖνα τά πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε προτοῦ αὐτὴ μᾶς καταβάλει καὶ μᾶς νικήσει.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ἰδιόμελο τοῦ Τριωδίου τοῦ ἑσπερινοῦ μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,  ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες  ‘‘ Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς’’». Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση οἱ ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι, κερδίσαν τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς προσευχόμαστε σωστὰ καὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι αὐτὸς ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του ταπεινώνεται. Ἂς ταπεινωθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό μὲ εἰλικρίνεια καὶ πίστη, ἂς νηστέψουμε ὅπως πρέπει καὶ μέ κατάνυξη νὰ παρακαλέσουμε ὥστε «ὁ  Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση τοὺς ἁμαρτωλοὺς» καὶ ἔτσι δικαιωμένοι ἀπὸ Αὐτὸν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ – τῆς Σταυροπροσκυνήσεως – Μρκ. 8,34 – 9,1

Αποτέλεσμα εικόνας για Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως



Ἡ ἑβδομάδα ποῦ ξεκινάει ἀπό αὔριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ τέταρτη τῶν Νηστειῶν, εἶναι τό μέσον της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Φτάνουμε, δηλαδή, στά μέσα τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς μας ἄσκησης. Εἶναι φυσικό νά αἰσθανόμαστε κάποια κόπωση καί εἶναι δίκαιο νά πάρουμε μία ἐνίσχυση, γιά νά συνεχίσουμε τόν δρόμο μας. Αὐτή τήν ἐνίσχυση μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία σήμερα, προβάλλοντάς μας νά προσκυνήσουμε τόν τίμιο Σταυρό. Μᾶς θυμίζει ἔτσι πώς, ἄν ἐμεῖς κοπιάσαμε λίγο νηστεύοντας, ὁ Σωτήρας Χριστός πέθανε γιά τήν σωτηρία μας πάνω στόν Σταυρό. Μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς, αὐτό πού λέμε πνευματική ἀνακαίνιση καί προκοπή, δέν μπορεῖ νά γίνει παρά μέ σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι, οἱ ἱεροί πατέρες ὅρισαν νά διαβάζεται στήν σημερινή Θεία Λειτουργία ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, ὅπου ὁ Ἰησοῦς μιλάει γιά αὐταπάρνηση καί γιά σταυρό.
Πρῶτα εἶπε ὁ Κύριος: «ὅποιος θέλει». Σ’ αὐτά τά λόγια βλέπουμε πώς ὁ Θεός κανέναν δέν ἀναγκάζει καί κανέναν δέν ὑποχρεώνει νά τόν ἀκολουθήσει. Δέν καταργεῖ αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ἐκεῖνος· τήν ἐλευθερία. Αὐτή ἡ ἐλευθερία εἶναι τό πολυτιμότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς καί τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμά μας. Ὁ Θεός θέλει ἡ ἀρετή μας νά εἶναι κατόρθωμα τῆς θέλησής μας, νά τό θέλουμε δηλαδή νά εἴμαστε καλοί, γιατί ἀλλιῶς, ἄν ἡ ἀρετή μας ἦταν χωρίς τή θέλησή μας, δέν θά εἶχε καμιά ἀξία. Τό ἴδιο κι ἡ σωτηρία μας. Ἄν δέν τή θέλουμε οἱ ἴδιοι, δέν ἔχει καμιά ἀξία. Γι’ αὐτό κι ὁ Θεός δέν μᾶς τήν ἐπιβάλλει. Τό μόνο πού μποροῦμε ἐμεῖς νά δώσουμε γιά τήν σωτηρία μας, ὕστερα ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ καλή μας θέληση, νά θέλουμε νά σωθοῦμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θέλει ἡ σωτηρία μας νά μήν εἶναι ἔργο μόνο δικό του, ἀλλά καί κατόρθωμα δικό μας.
Ἐπιπλέον, τό «ὅποιος θέλει» φανερώνει πώς, ὅταν ὁ Χριστός καλεῖ τόν κόσμο, δέν κάνει διάκριση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τούς καλεῖ ὅλους. Ὅταν πρόκειται γιά κεῖνο πού ὁ Θεός δίνει γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός τούς καλεῖ ὅλους («δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς»). Ὅταν, ὅμως, πρόκειται γιά κεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά δώσουν γιά τήν σωτηρία τους, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός λέει «ὅποιος θέλει».
Ἀπό τή στιγμή, ὅμως, πού ὁ ἄνθρωπος θά τό θελήσει, πού θά πάρει, δηλαδή, τήν ἀπόφαση ν’ ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ἀμέσως τά πράγματα δυσκολεύουν: «ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθεῖ». Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι σκληρός. Εἶναι λόγος πού τόν ἀντέχουν μόνο δυνατοί ἄνθρωποι· δυνατοί στό φρόνημα καί τήν προαίρεση. Ὁ ἀληθινός χριστιανός εἶναι ἄνθρωπος ὁλοκληρωτικά δοσμένος στόν Θεό. Ὁ ἀληθινός χριστιανός ἀρνεῖται τελείως τόν ἑαυτό του, δηλαδή τό θέλημά του, τόν ἐγωισμό του, τίς ἐπιθυμίες του καί τά ἐγκόσμια συμφέροντά του. Ἀληθινός χριστιανός εἶναι ὅποιος, καθώς ὁ Κύριός του, σηκώνει κι αὐτός τόν σταυρό του· καί σταυρός εἶναι τό χρέος, ἡ εὐθύνη, ἡ θλίψη, ἡ θυσία, ἡ ἀγάπη. Ὅλα αὐτά, μέ μία λέξη, εἶναι ὁ σταυρός.
Βέβαια, ὁ σταυρός εἶναι σταυρός. Ὅσο κι ἄν τόν ὀμορφήνουμε, ὁ σταυρός παραμένει τό ματωμένο ξύλο, τό θανατικό ὄργανο, τό σύμβολο τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς θυσίας. Δέν κερδίζουμε τίποτα καί λέμε λόγια στόν ἀέρα, ὅταν θέλουμε νά παρουσιάσουμε τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ γιά εὔκολο πράγμα. Τό πιό προσωπικά ὑπεύθυνο, τό πιό ἄξιο εἶναι νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας καί νά πεθαίνουμε γιά τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό του. Νά πεθαίνουμε, ὄχι γιά νά ὠφεληθεῖ ὁ Χριστός, ἀλλά γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Ἀμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λκ. ιη΄ 10-14)

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΕΛΩΝΟΥ  &  ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λκ. ιη΄ 10-14) 
Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐγκαινιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ λεγομένη περίοδος τοῦ Τριωδίου ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν οἱ κινητὲς γιορτὲς  πρὶν ἀπὸ τό Πάσχα. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ ὁποῖα κλείνει μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, δημιουργεῖ μὲ ὅσα ψάλλονται καὶ τελοῦνται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μεγάλες καὶ ἱερὲς συγκινήσεις καλώντας συγχρόνως τοὺς πιστοὺς σὲ  πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ  Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε διδασκόμαστε γιὰ τό κακὸ ποὺ προκαλεῖ  στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια καὶ παράλληλα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς πραγματικῆς προσευχῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
        Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, σύμφωνα μὲ τήν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, ξεκίνησαν ὁ καθένας ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ αἰτία. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Ὁ μὲν Φαρισαῖος πῆγε  στὸ Ναό, διότι ἦταν δημόσιος τόπος λατρείας, πιὸ δημόσιος ἀπὸ τὶς γωνιὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἔβλεπαν περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἐπικροτοῦσαν τὴν εὐλάβεια του καὶ  ἔτσι  θὰ ἱκανοποιοῦνταν ὁ ἐγωισμὸς του. Ὁ δὲ Τελώνης πῆγε στὸ Ἱερὸ, ὄχι μόνο διότι ἦταν τόπος καθορισμένος γιὰ κοινὴ λατρεία, σὰν οἶκος προσευχῆς, ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ λόγο: ἤθελε νὰ βρῆ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδησή του, ἡ ὁποῖα τὸν βασάνιζε ἀκριβῶς ἐπειδὴ αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός.
Ἡ προσευχὴ τὴν ὁποῖα κάνουν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸ, εἶναι ἡ νοερὰ, ἡ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅμως αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κἂν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίδειξη τῶν προσόντων ποὺ πίστευε ὅτι εἶχε: «οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων». Δηλαδὴ, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ, ἦταν σὰν νὰ ἀνάγκαζε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὶς ἀρετές του.  «Νηστεύω δύο φόρες τήν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸ Ναὸ τό δέκατο ἀπὸ τά εἰσοδήματα μου». Ὁ Τελώνης ἀντίθετα, συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωνάζει μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Θεέ μου, συγχώρεσε με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου εἶναι προκλητικὴ, κάτι ποὺ συμβαίνει μὲ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν πωρωμένη τήν συνείδησή τους. Στέκονται καὶ αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερήφανοι σὰν νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ζητήσουν τό ἔλεος Του, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ,  ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς χαρὲς ποὺ τοὺς παρέχει, δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους: «Δὲν σκότωσα…» λένε οἱ περισσότεροι.  Πράγματι, ἴσως νὰ μὴν ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ κάποιου συνανθρώπου τους, ὅμως φόνος εἶναι καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ὅ,τι δήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ βλάψει τήν προσωπικότητα καὶ τό ἦθος τοῦ ἀδελφοῦ  τους. Ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δηλητηρίαση τῶν συνειδήσεων, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τήν συκοφαντία, εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε. Ὁ ἐγωϊσμὸς τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του  καὶ δὲν ἔβλεπε τόν δρόμο ποὺ θὰ τόν ὁδηγοῦσε στὴ  σωτηρία του. Ἀντίθετα ὁ Τελώνης, μὲ τήν ταπείνωση καὶ μὲ τήν  συναίσθηση ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς, σώθηκε. Ἡ στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε τόν πνευματικὸ μας ἀγῶνα μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτή εἶναι ποὺ τελειοποιεῖ  τούς ἀνθρώπους καὶ ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τήν ὀνομάζει «μείζονα τῶν ἀρετῶν» καὶ σὲ ἕνα του βιβλίο γράφει: «Ἂν μὲ ρωτήσεις τὶ εἶναι πρῶτο στὸ χριστιανισμὸ  θὰ ἀπαντήσω: Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ δεύτερο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη. Τὶ τρίτο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη, διότι χωρὶς αὐτὴν καὶ ἡ  πιὸ μεγάλη ἀρετὴ καταντᾶ κακία».
Ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ  Φαρισαῖος  δὲν κατάφερε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, διότι ἡ   ἀλαζονεία του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ προσευχηθῆ μέ εἰλικρίνεια. Ὅμως ὁ Τελώνης, μὲ τὴν ψυχικὴ του συντριβὴ, κατάφερε ὥστε ἡ προσευχή του νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φύγει ἀπό τόν Ναὸ γιὰ τὸ σπίτι του «δικαιωμένος». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς λέει πὼς ἡ εἰλικρινὴς προσευχὴ   «ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ κάθε τὶ τὸ ἐπουράνιο, κάθε θεωρητικὴ σκέψη περὶ Θεοῦ, τὸν φέρνει μπροστὰ  σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα». Εἶναι δηλαδὴ ἡ προσευχή ἀνέβασμα, συνάντησις μὲ τὸν Θεὸ καὶ παράστασις μπροστὰ Του.
Γιατὶ ὅμως χρειάζεται ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ, προκειμένου νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό; Μήπως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὼν; Δὲν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐν αὐτῷ ζῷμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν;» Σίγουρα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ  οὐρανὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μακριὰ μας, στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲ τὸν νοῦ μας καὶ τήν καρδιὰ μας εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ αὐτόν, διότι ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας στὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς νίκης γιὰ τὰ  πάθη  μας  ποὺ προέρχονται ἀπὸ τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ  δὲ Ἐκκλησία,  σὰν καλὴ παιδαγωγός, τώρα ποὺ ἀρχίζει τό Τριώδιο, μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ   γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα πνευματικὰ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ὕπουλο ἐχθρὸ, τὴν ἁμαρτία, καὶ πρέπει σιγὰ – σιγὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε μὲ ἐκεῖνα τά πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε προτοῦ αὐτὴ μᾶς καταβάλει καὶ μᾶς νικήσει.
        Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ἰδιόμελο τοῦ Τριωδίου τοῦ ἑσπερινοῦ μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,  ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες  ‘‘ Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς’’». Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση οἱ ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι, κερδίσαν τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς προσευχόμαστε σωστὰ καὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι αὐτὸς ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του ταπεινώνεται. Ἂς ταπεινωθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό μὲ εἰλικρίνεια καὶ πίστη, ἂς νηστέψουμε ὅπως πρέπει καὶ μέ κατάνυξη νὰ παρακαλέσουμε ὥστε «ὁ  Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση τοὺς ἁμαρτωλοὺς» καὶ ἔτσι δικαιωμένοι ἀπὸ Αὐτὸν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 17, 14-23) «Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»

ΚΥΡΙΑΚΗ  Ιʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 17, 14-23)
«Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»
Συχνά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσευχόμαστε οἱ ἄνθρωποι στόν Θεό. Τόν παρακαλοῦμε γιά κάτι, πού τελικά ὅμως δέν πραγματοποιεῖται. Τό αἴτημά μας δέν ἐκπληρώνεται. Ἡ ἰκεσία μας δέν βρίσκει ἀνταπόκριση.
Καί αὐτό πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι τό παράλογο ἤ ἀθέμιτο. Διότι ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι δέν δικαιούμαστε, δέν εἶναι κάν ἐπιτρεπτό νά παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά πράγματα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό Εὐαγγέλιό Του˙ γιά πράγματα τῶν ὁποίων ἡ ἐκπλήρωση ἱκανοποιοῦν τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἀρρωστημένη φαντασία μας.
Ζητοῦμε, λοιπόν, πράγματα λογικά καί θεμιτά˙ παρακαλοῦμε γιά κάτι πού δέν ἀντιτίθεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἀπάντηση δέν παίρνουμε, τό αἴτημά μας δέν ἰκανοποιεῖται. Καί πολύ φυσικά τότε ἀναρωτιόμαστε: Γιατί; Γιατί δέν ἀπαντᾶ στήν προσευχή μας ὁ Θεός;
Στό ἐρώτημα αὐτό, πού ἀκοῦμε νά διατυπώνουν συχνά πολλοί ἀδελφοί μας χριστιανοί, ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
Κάποτε ἦρθε στό Χριστό ἕνας δυστυχισμένος πατέρας. Ὁ γιός του ἦταν ἄρρωστος˙ σεληνιαζόταν καί ὑπέφερε φρικτά. «Πολλάκις γαρ πίπτει, εἰς τό πῦρ καί πολλάκις εἰς τό ὕδωρ» ἀνέφερε στόν Ἰησοῦ μέ πόνο ὁ πατέρας. Ἀρχικά τόν εἶχε ὁδηγήσει στούς μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν νά τόν κάνουν καλά. Ὁ Κύριος ἐπιπλήττει τό ἀκάθαρτο πνεῦμα καί τό δυστυχισμένο μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα παιδί ἐλευθερώνεται ἀπό τή δαιμονική ἐνέργεια.
Οἱ μαθητές τότε πλησίασαν ἰδιαιτέρως τόν Χριστό καί τόν ρώτησαν: «Διατί ἡμεῖς, οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;». Δηλαδή, «γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμόνιο;» Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν». Αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἦταν ἡ ἀδύναμη πίστη εἴτε ἡ δική τους εἴτε, ἴσως, τοῦ πατέρα καί ὅσων παρευρίσκονταν.
Ἡ ἴδια αἰτία βρίσκεται πίσω ἀπό τή σιωπή τοῦ Θεοῦ καί στή δική μας προσευχή˙ στά διάφορα αἰτήματα πού τοῦ ἀπευθύνουμε. Ὁ Θεός σιωπᾶ στήν προσευχή μας, γιατί προσευχόμαστε χωρίς βαθιά καί ζωντανή πίστη. Τά ὅσα τοῦ ζητοῦμε μένουν ἀνεκπλήρωτα καί ἀναπάντητα, διότι δέν τόν πλησιάζουμε μέ ἐμπιστοσύνη καί δέν τόν παρακαλοῦμε μέ θερμή ἀγάπη καί καθαρή καρδιά. Γιατί ἡ πίστη, ἡ ἐμπιστοσύνη δηλαδή, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀνοίγει τό δρόμο καί τῆς ἀληθινῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔχει διδάξει: «Αἰτεῖται καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καί εὐρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν˙» (Ματθ. 7,7). Καί ὅπως πάλι ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει στό σημερινό Εὐαγγέλιο «ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο σιναπιοῦ, θά λέτε σ’ αὐτό τό βουνό «πήγαινε ἀπό δῶ ἐκεῖ» καί θά πηγαίνει˙ καί κανένα πράγμα δέν θά εἶναι ἀδύνατο γιά σᾶς».
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως προσθέτει καί κάτι ἄλλο πού φωτίζει τό ἐρώτημα τῶν μαθητῶν Του:«Τοῦτο δέ τό γεγονός οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῶν δαιμονίων δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό αὐτό, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία. Ἡ χριστιανική μας ὑπόσταση δέν ὁρίζεται μόνο ἀπό τήν πίστη, μιά πίστη θεωρητική καί πολλές φορές ἄκαρπη. Ἡ πίστη πρέπει νά συνδιάζεται μέ τήν πράξη, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Καί ἀπό τίς βασικές ἐκδηλώσεις μιᾶς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία.
Γιά νά μᾶς ἀκούσει ὁ Θεός ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε. Νά προσευχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη καί θερμή διάθεση, μέ ἐπιμονή καί ἀφοσίωση. Στήν Ἐκκλησία μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας, στό σπίτι μας, στήν ἐργασία, τήν ἡμέρα καί τή νύχτα.
Ὁ Κύριος δίπλα στήν προσευχή τοποθετεῖ καί τή νηστεία. Μέ τήν προσευχή ἐπιδιώκουμε νά συναντήσουμε τό Θεό καί νά συνομιλήσουμε μαζί Του. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει τήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη μας. Στήν προσπάθεια αὐτή βοηθᾶ ἡ νηστεία. Δυστυχῶς ἡ ὑλιστική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας δέν ἐπιτρέπει σέ πολλούς ἀνθρώπους νά καταλάβουν τήν ἀξία τῆς νηστείας καί γενικότερα τῆς σωματικῆς ἄσκησης γιά λόγους πνευματικούς. Ὡστόσο θά πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι προσευχή χωρίς ἄσκηση δέν ὑπάρχει. Προσευχή χωρίς ἀγώνα πνευματικό δέν πετυχαίνεται. Προσευχή χωρίς νά ὑπερνικήσουμε τό σαρκικό φρόνημα εἶναι ἀδύνατο νά κατορθώσουμε.
Αὐτό φαίνεται καθαρά στή ζωή τῶν Ἁγίων. Τήν προσπάθειά τους γιά προσευχή συνόδευε καί ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἡ προσευχή τους ἐνίσχυε τόν ἀγώνα τους. Καί ὁ ἀγώνας τους ἐνδυνάμωνε τήν προσευχή τους. Ἡ νηστεία κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό ἀγώνισμα. Διώχνει τούς δαίμονες καί ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν. Νεκρώνει τίς σαρκικές ἐπιθυμίες, δυναμώνει τήν προσευχή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Χρειαζόμαστε μιά ζωντανή καί σταθερή πίστη. Καί ὅταν μαζί μέ τήν πίστη συμπορεύεται ἡ θερμή προσευχή καί τό ἀγώνισμα τῆς νηστείας, τότε καί μόνο τότε ὁ Θεός ἀκούει αὐτά γιά τά ὁποῖα τόν παρακαλοῦμε. Ἀμήν.                      
                                                                             
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Θʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄, 22-34)

ΚΥΡΙΑΚΗ  Θʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιδ΄, 22-34)
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνάγκασε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ἕως ὅτου διαλύση τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τοὺς ὄχλους ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ μόνος του. Ὅταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο βρισκόταν πλέον μέσα στὴ θάλασσα καὶ χτυπιόταν ἀπὸ κύματα· διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος. Κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ κατὰ τὰ ξημερώματα,  πῆγε σ᾽αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας ἐπάνω στὴ θάλασσα. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθητές του νὰ περπατᾶ πάνω στὴ θάλασσα, ταράχτηκαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα, καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους φώναξαν. Ἀμέσως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· πᾶρτε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶστε. Ἀποκρίθηκε τότε ὁ Πέτρος σ᾽αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, παρήγγειλε νὰ ἔλθω σὲ σένα ἐπάνω στὰ νερά. Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε· ἔλα. Καὶ ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάη ἐπάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθη στὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο ἰσχυρὸ φοβήθηκε, καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ καταποντίζεται φώναξε καὶ εἶπε· Κύριε, σῶσε με. Ἀμέσως τότε ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε  τὸ  χέρι  του,  τὸν  ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε· ὀλιγόπιστε! γιατί δίστασες; Καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος· καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦσαν στὸ πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ εἶπαν· Ἀλήθεια εἶσαι υἱὸς Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπέναντι, ἔφθασαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ».
* * *
Στὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ βλέπουμε ὁλοκάθαρα τὴ μέριμνα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του ποὺ βασανίζονταν ὅλη νύχτα μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας·  δὲν τοὺς ἄφησε νὰ πνιχτοῦν, ἀλλὰ πῆγε καὶ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὴ φοβερὴ αὐτὴ τρικυμία μὲ τὴ θεία παρουσία του. Ἔδωσε ἀκόμα καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο τὴ δύναμη νὰ περπατᾶ καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερά, γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι ἐὰν βλέπη σ᾽ αὐτὸν καὶ ἔχη πίστη, μπορεῖ νὰ ξεπεράση κάθε φυσικὸ ἐμπόδιο καὶ νὰ φτάση σ᾽αὐτόν. Μὰ καὶ ἄν ὀλιγοπιστήση κάπου ὡς ἄνθρωπος, πάλι αὐτὸς εἶναι δίπλα του καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήση νὰ καταποντισθῆ μέσα στὰ ἄγρια κύματα τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τοὺς μαθητές του καὶ δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλὰ πάντα τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς βοηθάει. Εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἔχει ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὴ θεία δύναμη γιὰ νὰ σώση τοὺς ἁγίους ἀποστόλους του ἀπὸ ὅποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἄν βρεθοῦν ὡς ἄνθρωποι.
Στὸ πλοῖο αὐτὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη τὴν Ἐκκλησία του. Στὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ βαίνουν ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα. Κάθε χριστιανὸς εἶναι καὶ ἕνας ἐπιβάτης τοῦ ἀποστολικοῦ αὐτοῦ πλοίου. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ πλοίου αὐτοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία λέγεται καὶ Ἀποστολική. Ὁ πηδαλιοῦχος καὶ ὁδηγὸς αὐτοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός· αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὁδηγεῖ καὶ κατευθύνει σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα τὸ πλήρωμά του στὸ δρόμο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ μπῆκε μέσα στὸ πλοῖο αὐτὸ θὰ φτάση καὶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν θὰ πνιχθῆ ὅσο μένει μέσα σ᾽ αὐτό.
Ἐμεῖς βλέπουμε στὴν Ἐκκλησία ἀνθρώπους νὰ διοικοῦν καὶ νὰ κατευθύνουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα· βλέπουμε ὅμως ὅτι καὶ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας νὰ χτυπιέται ἄγρια ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε νὰ κινδυνεύη νὰ καταποντισθῆ, ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τῶν ἀρχηγῶν τῆς Ἐκκλησίας νὰ φωνάζουν κατατρομαγμένοι ὅπως ἐδῶ     οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ πολλοὶ νὰ λέγουν· πάει ἡ Ἐκκλησία, χάθηκε. Ἐπάνω ὅμως στὸ ὄρος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία του στὸ Θεὸ Πατέρα, ὁ ὁποῖος τώρα κατεβαίνει μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, περπατάει ἐπάνω στὰ νερὰ καὶ προχωρεῖ πρὸς τοὺς μαθητές του. Ἔρχεται γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύση στὸ ἔργο τους, ὥστε τὸ πλοῖο νὰ φτάση στὴν ἀπέναντι ὄχθη χωρὶς νὰ χαθῆ κανεὶς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα σ᾽ αὐτό. Τοὺς λέγει καθαρά, γιατί αὐτοὶ φοβήθηκαν μὲ τὴν παρουσία του· «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι».
Πόσο παρήγορη εἶναι ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Οἱ μαθητὲς παίρνουν θάρρος, καὶ ὁ Πέτρος ζητάει νὰ περπατήση καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ νερὰ σὰν τὸν Κύριο, καὶ τὸ κάνει ὅσο βλέπει στὸ Χριστὸ· καὶ τότε μόνο ἀρχίζει νὰ καταποντίζεται, ὅταν χάνη τὴν πίστη του, ὅταν δὲν κοιτάζη στὸν Κύριο. Δίπλα του εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ τὸν σώζει. Ἀνεβαίνουν μαζὶ στὸ πλοῖο καὶ ἡ θάλασσα ἀμέσως κοπάζει, γιατί καμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸ Χριστό ὅσο δυνατὴ καὶ ἄν φαίνεται, ἀφοῦ τὰ πάντα ὑπακούουν στὸν Κύριο καὶ ὑποτάσσονται σ᾽αὐτόν, καὶ ἡ θάλλασα καὶ ὁ ἄνεμος. Ὅλοι ὅσοι εἶναι μέσα στὸ πλοῖο τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὁμολογοῦν καὶ λέγουν· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
π. Γ.Δ.Σ.                                 
                              

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ – 6 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
(Μτθ. κε΄, 31-46) 
«Εἶπε ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δόξα του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθίση ἐπάνω σὲ θρόνο ἔνδοξο καὶ θὰ συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θὰ τοὺς χωρίση μεταξύ τους ὅπως χωρίζει ὁ βοσκὸς τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ θὰ στήση τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ δεξιά του, καὶ τὰ κατσίκια ἀπὸ τὰ ἀριστερά. Τότε θὰ πῆ ὁ βασιλιὰς αὐτοὺς πού ἔβαλε στὰ δεξιά· Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὴ βασιλεία, πού ἑτοιμάστηκε γιὰ σᾶς ἀπὸ τὴ θεμελίωση τοῦ κόσμου. Διότι πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάγω· δίψασα, καὶ μοῦ δώσατε νερὸ νὰ πιῶ· ἤμουν ξένος, καὶ μὲ συμμαζέψατε· γυμνός, καὶ μὲ ντύσατε· ἄρρωστος, καὶ μὲ ἐπισκευθήκατε· στὴ φυλακὴ ἤμουν, καὶ ἤλθατε σὲ μένα. Τότε θὰ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι σ’ αὐτὸν καὶ θὰ ποῦν· Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾶς καὶ σὲ δώσαμε ψωμί, ἢ νὰ διψᾶς καὶ σὲ δώσαμε νερό; πότε σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ συμμαζέψαμε; ἢ γυμνὸ καὶ σὲ ντύσαμε; πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστο ἢ στὴ φυλακή, καὶ ἤλθαμε σὲ σένα; Καὶ ὁ βασιλιὰς θὰ ἀποκριθῆ καὶ θὰ πῆ σ’ αὐτούς· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἀφοῦ τὸ κάνατε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀδέλφια μου αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἐλάχιστα, σὲ μένα τὸ κάνατε. Τότε θὰ πῆ καὶ σ’ αὐτοὺς πού τοὺς ἔβαλε στ’ ἀριστερά· φύγετε ἀπὸ μένα, οἱ καταραμένοι, στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, πού εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του. Διότιπείνασα, καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάγω· δίψασα, καὶ δὲν μοῦ δώσατε νερὸ νὰ πιῶ· Ξένος ἤμουν, καὶ δὲν μὲ συμμαζέψατε· γυμνός, καὶ δὲν μὲ ντύσατε· ἄρρωστος καὶ στὴ φυλακή, καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφθήκατε. Τότε θὰ ἀποκριθοῦν αὐτοὶ σ’ αὐτὸν καὶ θὰ ποῦν· Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾶς ἢ νὰ διψᾶς ἢ ξένο ἢ γυμνὸ ἢ ἄρρωστο ἢ στὴ φυλακή, καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε; Τότε θὰ ἀποκριθῆ σ’ αὐτοὺς καὶ θὰ πῆ· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἀφοῦ αὐτὸ δὲν τὸ κάνατε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ἀδέλφια μου αὐτὰ οὔτε σὲ μένα τὸ κάνατε. Καὶ θὰ πᾶνε αὐτοὶ στὴν αἰώνια κόλαση, καὶ οἱ δίκαιοι στὴν αἰώνια ζωή».
Καθαρὰ ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ὁμιλῆ γιὰ αἰώνια κόλαση, καὶ γιὰ αἰώνια ζωή. Καὶ τὰ δύο εἶναι αἰώνια. Μετὰ τὸ θάνατο ὁ ἄνθρωπος πάει ἢ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ χαίρεται αἰώνια μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλους τους ἁγίους γιὰ τὰ καλά του ἔργα ποῦ ἔπραξε ἐδῶ στὴ γῆ, ἢ καταδικάζεται στὴ αἰώνια κόλαση γιὰ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς ἁμαρτίες ποῦ ἔκαμε ἐδῶ καὶ δὲν μετανόησε γι’ αὐτές.
Ἡ αἰώνια κόλαση εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, πού δὲν ἔχουν ἀγάπη· καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γι’ αὐτοὺς πού δείχνουν ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη τους. Ἡ ἀγάπη εἶναι ζωή· τὸ μίσος εἶναι κόλαση, τιμωρία, θάνατος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν ἀγάπη εἶναι πάντα μὲ τὸ Θεό. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι λόγια, ἀλλὰ ἔκφραση ἔμπρακτης συμπόνιας πρὸς τὸ νηστικό, τὸ διψασμένο, τὸ γυμνό, τὸν ἄρρωστο, τὸ φυλακισμένο ἄνθρωπο. Αὐτὸς ποῦ ἀγαπάει στ’ ἀλήθεια συμπάσχει καὶ βοηθάει τὸν πλησίον του· τοῦ δίνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ θεραπεύση τὶς ἀνάγκες του· δὲν στέκει ἀπαθὴς στὴ φτώχεια καὶ τὴ στέρηση τοῦ συνανθρώπου του, ἀλλὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ γι’ αὐτὸν πού πάσχει καὶ ὑποφέρει. Ἀγάπη χωρὶς πράξη εἶναι νεκρή· δὲν ἔχει μέσα ζωὴ καὶ δὲν προσφέρει τίποτα στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀγάπη καὶ βοηθάει τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του, βοηθάει τὸν ἴδιο τὸ Θεό· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν». Καὶ αὐτὸς πού δὲν ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸ φτωχό, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ ἀποστρέψη τὸ πρόσωπο του ἀπ’ αὐτόν, λέει ὁ Τωβίτ. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού στέκει μὲ ἀπάθεια μπροστὰ στὸν πόνο καὶ στὴ στέρηση τοῦ ἀνθρώπου θὰ τιμωρηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν αἰώνια κόλαση, διότι δὲν βοήθησε τὸ συνάνθρωπό του, ὅταν εἶχε ἀνάγκη. Ὁ Κύριος εἶναι στὸν πλησίον μας· καὶ ὁ πλησίον μας εἶναι ὁ ἄρρωστος, ὁ γυμνός, ὁ νηστικός, ὁ φυλακισμένος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας καὶ περιμένει τὴ δική μας ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήση αὐτὸς μὲ τὴν αἰώνια ζωή του. Ὅποιος αὐτὸ δὲν τὸ πιστεύει καὶ δὲν τὸ ζῆ, θὰ τιμωρηθῆ στὴν αἰώνια κόλαση.
Ὅλοι μας μιὰ μέρα θὰ δώσωμε λόγο στὸ Θεὸ γιὰ ὅλες μας τὶς πράξεις, πού πράξαμε ἐπάνω δῶ στὴ γῆ, καὶ γιὰ κεῖνες ἀκόμα πού ἐμεῖς μόνο τὶς γνωρίζουμε. Κανεὶς δὲν θὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ κριτήριο, πού θὰ στήση μία μέρα στὴ γῆ ἐπάνω ὁ Χριστὸς καὶ θὰ κρίνη ζωντανοὺς καὶ νεκρούς. Κριτήριο γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἀδέκαστο Κριτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας πού δείξαμε γιὰ τὸ συνάνθρωπό μας, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔργα. Στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μᾶς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ φτωχὸς, πού κάθε μέρα στέκει καὶ ζητᾶ τὴ δική μας βοήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μᾶς τὸ εἶπε καθαρὰ αὐτὸ σήμερα· «ἀφοῦ αὐτὸ τὸ κάνατε σὲ ἕνα ἀπὸ τα’ ἀδέλφια μου αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἐλάχιστα, τὸ κάνατε σ’ ἐμένα». «Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
π. Γ.Δ.Σ. 

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) – 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
- Τελώνου & Φαρισαίου -
(Λουκ. 18, 10-14)
«Καί ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστώς…»
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, αἰσθάνεται πηγαία τὴν ἀνάγκη νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Θεό. Ὅσο μάλιστα πιὸ δυνατὴ εἶναι ἡ πίστη, τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ προσευχή. Ἡ προσευχὴ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ. Τὸν τρέφει καὶ τὸν ἀνακαινίζει.
Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς εἶναι πολὺ μεγαλύτερη σήμερα, στὰ πλαίσια τῆς σύγχρονης ἐκκοσμικευμένης ἐποχῆς στὴν ὁποία ζοῦμε. Ὁ πιστὸς αἰσθάνεται σήμερα τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς περισσότερο ἀπ’ ὅτι στὸ παρελθόν, διότι μὲ τὴν προσευχὴ σώζεται ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη μοναξιά του. Ἀντλεῖ δύναμη γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ποὺ καλεῖται καθημερινὰ νὰ διεξαγάγει.
Ὡστόσο, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων σήμερα δὲν προσεύχεται πιά. Ἢ προσεύχεται πολὺ σπάνια καὶ πάλι σὲ στιγμὲς ἐξαιρετικές. Ἡ κρίση τῆς πίστεως ποὺ κυριαρχεῖ γύρω μας γίνεται καὶ κρίση τῆς προσευχῆς. Ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀνήκουμε στὸ στρατόπεδο τῶν πιστῶν δὲν προσευχόμαστε συχνά. Δὲν προσευχόμαστε σωστά.
Τὸν ὀρθὸ τρόπο προσευχῆς μᾶς ὑποδεικνύει ἡ σημερινὴ παραβολή, ποὺ ἀναγιγνώσκεται στοὺς ναούς μας κάθε χρόνο κατὰ τὴν παροῦσα Κυριακή, πρώτη της ἱερῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου. Ἡ γνήσια καὶ θεάρεστη προσευχὴ ἐνσαρκώνεται ἀπὸ τὸν τελώνη τῆς παραβολῆς. Ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος, ἡ προσευχή του εἰσακούστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ τελώνης κατέβηκε στὸ σπίτι του δικαιωμένος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ προσευχήθηκε –τρόπος ποὺ εἵλκυσε τὴν ἐπιδοκιμασία τοῦ Κυρίου– μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ὑπόδειγμα καὶ γιὰ μᾶς. Νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ προσευχόμαστε ὅσο γίνεται πιὸ σωστά.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο πού μᾶς ἐπισημαίνει ἡ εὐαγγελικὴ ἀφήγηση εἶναι: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστῶς…». Ἡ προσευχή, ὅσο κι ἂν ἀποτελεῖ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καὶ κίνηση πνευματική του ἀνθρώπου, δὲν πραγματοποιεῖται ἐρήμην τοῦ σώματός του. Στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς στρατεύεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ συμπράττει καὶ συναγωνίζεται καὶ τὸ σῶμα. Ἡ στάση τοῦ σώματος ἐμπνέει καὶ βοηθᾶ τὴν ψυχὴ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὸν τελώνη τῆς παραβολῆς. Ὁ τελώνης στέκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Στέκεται διακριτικά. Στέκεται μὲ δέος, μὲ φόβο Θεοῦ. Ἡ στάση μας κατὰ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόμαστε ἐκφράζει τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Μιὰ στάση ποὺ τὴν διακρίνει ἡ εὐλάβεια, τὸ δέος καὶ ἡ συντριβὴ βοηθᾶ νὰ ἐπικοινωνήσουμε πραγματικὰ μὲ τὸν Κύριο. Μᾶς κάνει νὰ συναισθανόμαστε ὅτι βρισκόμαστε σ’ ἕναν ἱερὸ χῶρο, τόπο προσευχῆς καὶ λατρείας. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι στεκόμαστε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ συνδιαλεγόμαστε μαζί Του. «Ἐν τῷ ναῷ ἐστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἐστᾶναι νομίζομεν…».
Ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση τῆς προσευχῆς. Καὶ ὅταν λέμε ταπείνωση κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐννοοῦμε βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Αὐτὴ ἡ ταπείνωση σφραγίζει καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι»· δὲν ἤθελε, δηλαδή, οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Τὸ σκυμμένο κεφάλι καὶ τὸ χαμηλωμένο βλέμμα τοῦ τελώνη μαρτυρεῖ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ συντριβή του, ποὺ μεταποιεῖται σὲ θερμὴ ἱκεσία, σ’ ἕνα πύρινο αἴτημα, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν συγχωρήσει.
Χωρὶς ταπείνωση καὶ χωρὶς συντριβὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ προσευχηθοῦμε. Ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει «ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν» (Ψαλμ. 101, 18). Προσευχόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή; Ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἰσακούει τὴν προσευχή μας. Προσευχόμαστε μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ κομπασμό; Ὁ Θεὸς ἀπορρίπτει τὴν προσευχή μας. Ἀρνεῖται νὰ δεχτεῖ τὴν ἱκεσία μας.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ὁδηγεῖ στὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια. Καὶ τὰ ἱερὰ αὐτὰ συναισθήματα ποὺ συγκλονίζουν τὴν καρδιά του, ὁ τελώνης τὰ ἐκφράζει μὲ τὸ χτύπημα τοῦ στήθους του: «ἀλλ’ ἔτυπτε τὸ στῆθος αὐτοῦ».
Τὸ στῆθος ἐμπερικλείει καὶ τὴν καρδιά μας. Καὶ ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἐὰν εἶναι ἡ καρδιὰ καθαρή, γίνεται ὁ τόπος ὅπου ἐπαναπαύεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, ἂν ἡ καρδιὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ πάθη γίνεται κατασκότεινος ἅδης.
Ἡ προσευχή μας ἀπαιτεῖ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια. Καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῆς μετανοίας μας ἐκφράζει καὶ τὸ χτύπημα τοῦ στήθους. Παράλληλα φανερώνει τὴν ἐσωτερικὴ διάσταση τῆς προσευχῆς. Τὸ χρέος νὰ προσευχόμαστε «ἐν τῷ κρυπτῷ», ὅπως ἀλλοῦ συνιστᾶ ὁ Κύριος μας (Ματθ. 6,6).
Ἡ προσευχὴ, ποὺ συνεχῶς (αὐτὸ φανερώνει ἡ μετοχὴ «λέγων») ἀπηύθηνε πρὸς τὸν Θεὸ ὁ τελώνης, ἦταν: «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Δηλαδή: Θεέ μου, σπλαχνίσου καὶ συγχώρεσέ με τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ τελώνη μᾶς δείχνουν τὴν βαθιὰ αὐτογνωσία ποὺ εἶχε. Γνώριζε καλὰ καὶ συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ ζητᾶ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεὸ παρὰ νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει.
Τὴν προσευχή μας, κοντὰ στὰ ἄλλα, θὰ πρέπει νὰ τὴ διακρίνει καὶ ἡ αὐτογνωσία. Χωρὶς συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καὶ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε σωστά. Ἡ ἔπαρση καὶ ἡ ἠθικὴ αὐτάρκεια ἀποτελοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπειλή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί, φυσικά, καὶ τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ δὲ ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ ἀποτελεῖ τὸ κύριο αἴτημά μας στὴν προσευχὴ εἶναι ὁ Κύριος νὰ μᾶς χαρίσει τὸ ἔλεός Του. Ὅταν ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητοῦμε τὰ πάντα. Καὶ ὅταν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τὸ μέγα ἔλεός Του, μᾶς δίνει τὰ πάντα. Κάθε ἀγαθό. Ὅλες τὶς εὐλογίες Του.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀναφέρεται στὸ Γεροντικὸ πώς κάποτε μερικοὶ μοναχοὶ ρώτησαν τὸν ἀββά Ἀγάθωνα: «Ποιὰ ἀρετή, πάτερ, τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι αὐτὴ ποῦ ἔχει περισσότερο κόπο;». Καὶ ὁ ἀββάς τοὺς εἶπε: «Συχωρήσατε μέ, ἀλλὰ θαρρῶ πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλος μεγαλύτερος κόπος, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό. Διότι πάντοτε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ προσευχηθεῖ, οἱ δαίμονες θέλουν νὰ τὸν ἀνακόψουν, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι μὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἐμποδίζονται, ὅσο μὲ τὴν προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Καὶ κάθε ἀρετὴ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιδιώξει ὁ ἄνθρωπος, ἂν δείξει στὴν προσπάθειά του ἐγκαρτέρηση, βρίσκει ἀνάπαυση. Ὅμως τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς μέχρι τὴν ἔσχατη ἀναπνοή μας ἀπαιτεῖ ἀγώνα».
Ὅσο ὑψηλὸ ἔργο εἶναι ἡ προσευχή, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια ἀπαιτεῖ. Γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε χρειάζεται ἀγῶνας. Γιὰ νὰ ’ναι ἡ προσευχή μας γνήσια ἀπαιτεῖται προσοχή. Ὁ τελώνης τῆς σημερινῆς παραβολῆς μᾶς προσφέρει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὑπέροχα ὑποδείγματα ἀληθινῆς καὶ θεάρεστης προσευχῆς. Ἀμήν
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Ματθ. 5, 14-19)

Στά χαρακτηριστικά τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Εἶναι ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου καί μέ ἁπλές ἀλλά δυνατές εἰκόνες θυμίζει στόν ἀκροατή τόσο τά θεωρητικά ὅσο καί τά πρακτικά του καθήκοντα. Διαβάζεται σήμερα αὐτή ἡ περικοπή, γιατί σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τῶν Πατέρων πού συγκρότησαν τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα), καί διετράνωσαν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅτι ὁ Χριστός ὑπῆρξε τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς ἁμαρτία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στάθηκαν μέ λόγια καί ἔργα ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχή ὁ Κύριος λέγει στούς μαθητές Του ὅτι εἶναι τό «φῶς τοῦ κόσμου». Πιό τιμητικός χαρακτηρισμός δύσκολα βρίσκεται. Τούς ὀνόμασε μέ τό δικό Του ὄνομα, διότι Αὐτός εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὅταν θέλησε νά ἀποκαλύψῃ τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του διεκήρυξε: «Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα». Φυσικά αὐτό τό φῶς οἱ μαθητές δέν τό ἔχουν ἀπό μόνοι τους, ἀλλά τό παίρνουν ἀπό τό Χριστό πού εἶναι τό «φῶς τό ἀληθινόν». Ἀπό τό Χριστό παίρνουν τό φῶς οἱ πιστοί καί τό καθρεπτίζουν πρός τούς ἄλλους. Γίνονται ἔτσι τό πνευματικό φῶς τοῦ κόσμου. Μέ τό φῶς τους καθοδηγοῦν, κρίνουν καί σώζουν τόν κόσμο. Ἔτσι ἦταν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐφώτισαν τόν κόσμο, ὄχι μόνο στήν ἐποχή τους, ἀλλά πάντοτε.
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ ὅμως δέν κρύβει τό φῶς, ἀλλά μεταδίδει τό φῶς καί στούς ἄλλους μέ τήν ἱεραποστολή. Τό φῶς ἄναψε μέσα μας, δέν δόθηκε ἀποκλειστικά γιά μᾶς, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε τελείως προσωπικά. Ἄν τό κρύψουμε «ὑπό τόν μόδιον», ἄν τοῦ στερήσουμε τόν ὁρίζοντα ἀκτινοβολίας, ὄχι μόνο δέν θά ἀνταποκριθῆ στό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλά καί τελικά θά σβήση. Κάθε φῶς πρέπει νά λάμπη. Εἶναι στή φύση του νά διακρίνεται, νά φαίνεται. Μιά φωτισμένη ἀπό τό Χριστό ψυχή θά φανῆ ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται˙ ἀπό τό πῶς συμπεριφέρεται, πῶς κινεῖται, πῶς ἀντιδρᾶ. Τό φῶς ἀποκαλύπτει ὅ,τι κρύβει τό σκοτάδι. Προειδοποιεῖ γιά τούς κινδύνους, βοηθεῖ στόν καθορισμό τῆς σωστῆς πορείας, διαλύει τήν ἀβεβαιότητα, δίνει στό βῆμα ρυθμό καί σταθερότητα.
Ὁ πραγματικός ἑπόμενος μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἀρχικά φωτίζει μέ τήν ἀρετή του. Μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς του. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα φωτεινό παράδειγμα γιά μίμηση. Γιατί ἀντιγράφει, μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια, τή ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ἐνάρετη ζωή του, ἡ συμπεριφορά του, τόν ἀναδεικνύει ἡγέτη στό περιβάλλον του. Δέν ἔχει σημασία ἡ κοινωνική του θέση. Εἴτε βρίσκεται στή βάση, εἴτε στήν κορυφή τῆς κοινωνικῆς πυραμίδας ἐπιβάλλεται μέ τήν τιμιότητα, τήν εἰλικρίνεια, τή σοβαρότητα καί τή σεμνότητα του. Δέν παίρνει ἀξία τό πρόσωπο ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἀπό τό ἀξίωμα του ἤ τή θέση πού κατέχει, ἀλλά ἡ θέση καί τό ἀξίωμα παίρνουν ἀξία ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιαφέρει δέν εἶναι τό ποῦ θά φθάσει, ἀλλά ἄν θά ἀκτινοβολῆ ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται μέ τά καλά του ἔργα.
Δέν εἴμαστε οἱ χριστιανοί ἁπλῶς φῶς γιά τόν ἑαυτό μας, πρέπει νά εἴμαστε «φῶς τοῦ κόσμου» καί νά λάμπουμε στήν καρδιά τῆς ἀνθρωπότητας, «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», εἶπε ὁ Χριστός. Ὄχι μέ θεωρίες ἀλλά μέ «καλά ἔργα» πού στρέφουν τήν προσοχή στό Θεό. Στήν ἐποχή ἐκείνη τῶν εὐαγγελίων ἡ λέξη «καλός» δέν σήμαινε ἁπλῶς ἀντίθετος τοῦ «κακός». Εἶχε εὐρύτερη ἔννοια καί εἶχε τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου, τοῦ ἐλκυστικοῦ, τοῦ χαριτωμένου. Τά «καλά ἔργα» ἑπομένως πού ζητεῖ ὁ Χριστός, δέν εἶναι μιά ἀναγκαστική ἐκτέλεση καθήκοντος, μιά αὐστηρή ἀγαθοεργία, μιά ψυχρή προσφορά βοήθειας σέ εἶδος ἤ σέ χρῆμα. Εἶναι χαριτωμένα. Γεμάτα χάρη Θεοῦ, ἀγάπη καί χαρά. Ὄχι παγερή ἐξυπηρέτηση, εὐγένεια κατά παραγγελία, ἀλλά αὐθόρμητη καλωσύνη, γεμάτη φῶς στήν καρδιά καί στό πρόσωπο. Στήν καλωσύνη τῶν ἁγίων ὑπάρχει πάντα κάτι ἤρεμο, θελκτικό στήν συμπεριφορά τῶν ἁγίων, στά λόγια, στίς πράξεις, στή σιωπή τους. «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι στήν ἐποχή τῶν Πατέρων ξαπλώθηκε τό Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Καί ἐδῶ ἔρχεται τό ἑπόμενο χαρακτηριστικό τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ πού εἶναι πραγματικό φῶς πού φωτίζει πνευματικά τόν κόσμο. Ὁ πραγματικός μαθητής ζῆ καί διδάσκει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς περικοπές ἤ προσθέσεις, ἀνόθευτη. Φαίνεται εὐκολο αὐτό, ἀλλά δέν εἶναι. Γιατί τό ἄπλετό φῶς κουράζει τά ἀσθενικά μάτια καί ὁ ἥλιος ξεσκεπάζει τά ἐλαττώματα πού κρύβει τό μισοσκόταδο. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τό σκότος καί ὄχι τό φῶς, ἐπειδή, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χριστός, εἶναι πονηρά τά ἔργα τους.
Δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας, ἀλλά λυτρωτικός. Τό πλησίασμα στό φῶς εἶναι στήν ἀρχή δύσκολο, ὕστερα ὅμως τά μάτια τῆς ψυχῆς συνηθίζουν, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καί γίνεται ὁ ἴδιος φῶς πού φωτίζει καί τούς ἄλλους. Ἔτσι ἔγινε μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, ἔτσι μπορεῖ νά γίνει μέ ὅλους μας. Ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε τό φῶς, νά τό συντηρήσουμε, νά τό κρατήσουμε ἀναμμένο, γιά νά τό μεταδώσουμε ἀνόθευτο σ’ αὐτούς πού περιμένουν νά τό παραλάβουν ἀπό ἐμᾶς. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 12 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. 9, 1–8)
Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καρπεναούμ ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκαλυφθῆ γιά μιά ἀκόμα φορά ἡ θεία δύναμη καί ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ. Τά θαύματα του εἶναι βεβαίωση τῆς μεσσιακῆς ἰδιότητάς του, πιστοποιοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου του. Δηλώνουν κατά τόν σαφέστερο τρόπο τή νίκη τοῦ Θεοῦ πάνω στή δύναμη τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, αἰτίες τῆς ἀνθρώπινης κακοδαιμονίας, καί τήν ἔναρξη νέας ἐποχῆς, ἐποχῆς χάριτος καί σωτηρίας. Τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν διπλῆ συνέπεια. Ἀποστομώνουν καί καταισχύνουν τούς ἐχθρούς του, πού εἶναι καί ἐχθροί τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐνισχύουν τήν πίστη τῶν ἁπλῶν στήν καρδιά καί ταπεινῶν πού τόν δέχονται γιά Σωτήρα καί Κύριό τους. Ὁ θαυμασμός καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἶναι τά ἐπακόλουθα κάθε θαύματος τοῦ Χριστοῦ.
Στό σημερινό εὐαγγέλιο βλέπουμε ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος θεραπεύει πρῶτα τήν ψυχή τοῦ παραλυτικοῦ μέ τή φράση «θάρσει τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι ἀντί νά χαροῦν καί νά εὐλογήσουν τό Θεό, διότι συγχωρεῖ διά τοῦ παντοδυνάμου καί παντογνώστου Υἱοῦ του τίς ἁμαρτίες ἑνός δυστυχισμένου ἀνθρώπου, στενοχωροῦνται καί σκέπτωνται: «Οὗτος βλασφημεῖ». Καί ὁ Κύριος ὡς παντογνώστης διαβάζει τίς καρδιές καί τίς σκέψεις τους, τούς ἀποκαλύπτει καί τούς βάζει μπροστά στό δίλημμα ἤ νά δεχθοῦν τή θεία του ἐξουσία νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες καί νά θεραπεύει τό σῶμα ἤ νά ἀρνηθοῦν καί τά δύο, τή θεραπεία τῆς ψυχῆς – ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τή θεραπεία τοῦ παράλυτου σώματος. Γι’ αὐτό, γιά νά ἀποδείξει ὅτι «ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἁμαρτίας», λέγει στόν παραλυτικό: «Ἐγερθείς ἆρόν σου τήν κλίνην καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου», σήκω, πάρε τό κρεββάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου. Ἔτσι ἔγινε ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι γεμάτος ἀπό ἀγάπη γιά τά πλάσματά του, εἶναι παντοδύναμος καί παντογνώστης.
Γιά τήν ἀγάπη καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ πολλές φορές ἀκούσαμε στά κηρύγματα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη σήμερα νά δοῦμε καί τήν παγγνωσία τοῦ Κυρίου. Ἄς ἐξετάσουμε τί σημαίνει γιά τόν καθένα μας τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι παντογνώστης καί γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας.
Πρῶτον, μέ τή σκέψη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι παντογνώστης ἐνθαρυνόμαστε καί παρηγορούμαστε. Εἶναι σπουδαία ἡ πληροφορία πού μᾶς δίνει ἡ πίστη ὅτι ὁ Κύριος εὑρίσκεται δίπλα μας γιά νά μᾶς ἐνισχύει, νά παρακολουθεῖ τίς ἐπιτυχίες καί τίς δυσκολίες μας καί νά ἐπεμβαίνει ὅταν οἱ περιστάσεις τό ἐπιβάλλουν καί τό ἀπαιτεῖ τό βαθύτερο πνευματικό μας συμφέρον. Τήν πραγματικότητα αὐτή τήν καταλαβαίνουμε ὅταν σέ στιγμές πνευματικῆς καί ψυχικῆς εὐφορίας, πού ἡ χάρη ἐγγίζει τήν ψυχή μας, αἰσθανόμαστε τόν Κύριο πολύ κοντά μας καί ἕνα αἴσθημα γλυκύτητας διαποτίζει τήν καρδιά μας. Ἀλλά καί ὅταν περνοῦμε κάποια δοκιμασία, μιά ἐπώδυνη ἀρρώστια, τότε πού κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια εἶναι ἀνίσχυρη, ὅπως στήν περίπτωση ἑνός φοβεροῦ σεισμοῦ πού σαλεύει τή γῆ. Μακάριος τότε ἐκεῖνος πού μέ τήν πίστη βρίσκει καταφύγιο «εἰς τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν παντοδύναμο καί παντογνώστη Θεό. Καταφεύγει σ’ ἐκεῖνον μέ προσοχή καί γαληνεύει, πολλές φορές μάλιστα βλέπει τό χέρι τοῦ Θεοῦ φανερό νά τόν βοηθᾶ καί νά τον προστατεύει.
Ἡ παγγνωσία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα, μᾶς βοηθεῖ νά σκεφθοῦμε ὀρθά, νά νιώσουμε τόν ἅγιο φόβο του καί νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία. Πραγματικά. Μόνον ὅταν ξεχάσει τήν πανταχοῦ παρουσία καί τήν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί παραβαίνει χωρίς ἐντροπή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, προσπαθεῖ νά μᾶς πείσει ὅτι κανείς δέν μᾶς βλέπει καί κανείς δέν θά μάθει ποτέ τό κακό πού διαπράξαμε. Ἄνθρωπος βέβαια, ὅμως ὁ παντογνώστης Θεός τά ξέρει καί τά βλέπει ὅλα. Ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἰωσήφ στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ στήν Αἴγυπτο. Πῶς κατόρθωσε ὁ εὐσεβής ἐκεῖνος νέος νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία; Νά ἡ σκέψη του: «Πῶς ποιήσω τό πονηρόν τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;». Εἶχε ζωηρή τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς παγγνωσίας του.
Ὕστερα ἀπό αὐτά, καί ἐμεῖς βρισκόμαστε μπροστά στό δίλημμα: Ἤ νά ἀρνηθοῦμε τήν παγγνωσία τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀρνούμεθα συγχρόνως καί τήν πίστη σ’ Αὐτόν καί δέν πρέπει νά ἐλπίζουμε καμιά βοήθεια, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν γνωρίζει τί μᾶς συμβαίνει. Ἤ νά δεχθοῦμε ὅτι εἶναι πράγματι παντογνώστης, ὁπότε γνωρίζει καί ὅλα τά ἁμαρτήματά μας καί συνεπῶς θά πρέπει νά ἐπιδιώξουμε μέ εἰλικρινή ἐξομολόγηση νά λάβουμε καί ἐμεῖς σάν τόν παραλυτικό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄν δέν τό κάνουμε αὐτό, τότε μαζί μέ τούς γραμματεῖς θά ἀνήκουμε σέ μιά ἀπό τίς κατηγορίες τῶν ἀθέων πού δέν παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει Θεός καί μάλιστα παντογνώστης, τῶν θεϊστῶν πού παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀλλά δέν ἐπεμβαίνει στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ κόσμου πού ὁ ἴδιος δημιούργησε, τῶν αἱρετικῶν πού πιστεύουν στό Χριστό ἀλλά δέν δέχονται τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὁ Χριστός ὅμως, ὅπως τό εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγέλιο, εἶναι παντοδύναμος καί παντογνώστης. Μέσα στήν Ἐκκλησία συνεχίζει τό ἴδιο θαῦμα. Συγχωρεῖ ἁμαρτίες καί σώζει ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως  Σερβιών και Κοζάνης

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 5 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015(Μτθ. 8,28 – 9,1)

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. 8,28 – 9,1)
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, διδάσκει ὅτι ὁ Θεός πρίν δημιουργήσει τόν ὑλικό κόσμο, δημιούργησε τόν πνευματικό κόσμο, τούς Ἀγγέλους δηλαδή, πού εἶναι λογικά, ἀσώματα καί ἐλεύθερα ὄντα. Κάποιοι Ἄγγελοι ὅμως ἔκαναν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἀπό ὑπερηφάνεια. Ἔτσι ἀπό Ἄγγελοι τοῦ Φωτός ἔπεσαν καί ἔγιναν ἄγγελοι τοῦ σκότους. Εἶναι οἱ Δαίμονες πού ἀντιτάσσονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συκοφαντοῦν, μισοῦν, ἀρνοῦνται τό Θεό καί ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Ἔργο τους εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Δουλειά τους νά δημιουργοῦν σκάνδαλα, νά σκορπᾶνε τήν κακία, καί νά μάχονται τούς ἀνθρώπους πότε σκληρά, πότε πονηρά. Ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ διάβολος φέρνει πάντα ταραχή κι ὅταν ἀκόμη παρουσιάζεται ὡς ἄγγελος φωτός.
Μεγάλος ἐχθρός, λοιπόν, ὁ διάβολος, ἐχθρός της σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Πειράζει ἀκόμη καί τόν ἴδιο τό Χριστό: «τότε ὁ Χριστός ἀνήχθη εἰς τήν ἔρημον ὑπό τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπό τοῦ διαβόλου». Ὅμως καί τότε στούς πειρασμούς, ὅπως καί τώρα, ἀλλά καί στούς αἰῶνες ὁ Ἰησοῦς ἀναδεικνύεται νικητής. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος ἐχθρός ἀλλά δέν εἶναι παντοδύναμος. Πάνω ἀπό τό διάβολο, ἀπ’ ὅλα τά εἴδωλα καί τούς ψεύτικους Θεούς εἶναι καί κυριαρχεῖ ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, ὁ Σωτήρας μας Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτή ἡ κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ φαίνεται στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πού ἀπαλλάσσει, ὅπως ἀκούσαμε τούς δύο δαιμονισμένους ἀπό τά δαιμόνια. Φτάνει μέ τούς μαθητές ἀπό τήν Καπερναούμ στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, στήν πόλη τῶν Γεργεσηνῶν. Στήν περιοχή ζοῦν δύο δαιμονισμένοι. Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνοι, «χαλεποί λίαν» χαρακτηρίζονται, ἔτσι ὥστε κανένας νά μήν τολμᾶ νά περάσει ἀπό τό δρόμο ἐκεῖνον. Ζοῦν στά μνήματα, ἄρα ἀπομονωμένοι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί συνεπῶς κοινωνικά ἀπροσάρμοστοι. Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές μᾶς λένε πώς ἔχουν καί διάσπαση προσωπικότητας. Στήν ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ποιό εἶναι τό ὄνομά σου ἀπαντοῦν: «λεγεών ὄνομα μοί, ὅτι πολλοί ἐσμέν». Πράγματι, οἱ δαιμονικές δυνάμεις διασποῦν καί διαιροῦν τόν ἄνθρωπο. Ὁ δαιμονισμένος δέ γνωρίζει καν τό ὄνομά του, ἀκόμη καί τάσεις αὐτοκαταστροφῆς τόν διακατέχουν ἀφοῦ «κατακοβόταν μέ πέτρες».
Ὁ Χριστός βέβαια ἦλθε στόν κόσμο γιά νά λύσει τά ἔργα καί τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Ἡ κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ νίκη του φαίνεται στή συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔχουμε τή συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς δαίμονες πού εἶχαν εἰσέλθει στούς δύο δυστυχισμένους ἀνθρώπους, παρόλο πού δέν ὑπάρχει καμία σχέση μεταξύ τους, ὅπως τό εἶπαν οἱ ἴδιοι: «Τί ἡμῖν καί σοί Υἱέ τοῦ Θεοῦ»; Ὑπάρχει μάλιστα ἀπροσμέτρητη διαφορά. Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη, ζωή, ἀλήθεια καί ὁδηγεῖ στήν αἰώνια σωτηρία, οἱ δαίμονες ταυτίζονται μέ τήν κακία, τό ψεῦδος, τό μίσος, τήν πλάνη, τήν καταστροφή καί ὁδηγοῦν στήν αἰώνια καταδίκη.
Ἐν τούτοις ἀναγνωρίζουν τή θεότητά του, δέν ἀντέχουν ὅμως τή λαμπρότητα τῆς παρουσίας του, δέν ἀγνοοῦν τή δικαιοδοσία του καί παρακαλοῦν νά μήν τούς βασανίσει. Ζητοῦν νά μποῦν στήν ἀγέλη τῶν χοίρων. Ὁ Κύριος τό ἐπιτρέπει μέ ἀποτέλεσμα οἱ χοῖροι νά γκρεμιστοῦν καί νά πνιγοῦν στή λίμνη. Νά τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιρροῆς τῶν δαιμόνων. Καταστρέφεται καθετί πού ὑποτάσσεται στίς δαιμονικές δυνάμεις, ἀπό τόν ἄνθρωπο μέχρι καί τά ζῶα.
Ποιά ἦταν ὅμως ἡ συμπεριφορά τῶν κατοίκων, τῶν Γεργεσηνῶν, ὅταν ἔμαθαν τά γενόμενα; «… πάσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καί ἰδόντες αὐτόν παρακάλεσαν ὅπως μεταβῆ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν», τόν παρεκάλεσαν νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους. Τί παράδοξη ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων! Ὁ Χριστός τούς τιμᾶ μέ τήν παρουσία του, τούς εὐεργετεῖ, τούς διδάσκει, θαυματουργεῖ, ἀπαλλάσσει τούς ἀνθρώπους τους ἀπό τά δαιμόνια. Ἐκεῖνοι τόν ἀρνοῦνται, τόν παρακαλοῦν νά ἐγκαταλείψει τή χώρα τους, ἐξορίζουν τό Θεό ἀπό τή ζωή τους. Στηρίζονται, ὅπως καί στήν ἐποχή μας, στόν παράνομο πλουτισμό, στίς ὕποπτες ἐργασίες τους –ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐκτροφή χοίρων ἦταν ἀπαγορευμένη ἀπό τό Μωσαϊκό Νόμο- καί ἀρνοῦνται τό Χριστό πού θέλει τιμιότητα στήν ἐργασία καί καθαρότητα ψυχῆς. Προτιμοῦν τά ἔργα τοῦ διαβόλου, πού καταστρέφουν, παρά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού σώζει.
Ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἀνήκουμε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἡ χάρη του καί ἡ ἀγάπη του μᾶς προστατεύουν ἀπό κάθε δαιμονική ἐπιρροή. Ὁ λυτρωτής Χριστός διαθέτει ὅλα τά μέσα γιά τή σωτηρία μας.
Διαθέτει τάγματα Ἀγγέλων, τή λυτρωτική του χάρη, τή διδασκαλία του, τά Ἅγια Μυστήρια καί ὁλόκληρο τό ὁπλοστάσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Μᾶς ἁγιάζει μέ τά μυστήριά του. Εἶναι ὁμολογία τῶν μαθητῶν του πώς ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του κάνει τά δαιμόνια νά ὑποτάσσονται σ’ αὐτούς. Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συνιστᾶ: «ἐνδύσασθε τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρός τό δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. 6,11) καί μέ βεβαιότητα τονίζει ὅτι θά «κατορθώσουμε νά σβήσουμε τά φλογερά βέλη τοῦ διαβόλου μέ τήν ἀσπίδα τῆς πίστεως στό Θεό» (Ἐφεσ. 6,16).
Ἡ προσευχή μας ἄς εἶναι συνεχής ὅπως μᾶς τή δίδαξε ὁ Χριστός: «Πάτερ ἡμῶν …ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως  Σερβιών και Κοζάνης

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 28 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθ. 8, 5-13)

Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατόνταρχου ἀκούσαμε στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Σέ ὅλα τά θαύματα πού διηγοῦνται οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές ὁ θεάνθρωπος Κύριος εἶναι ἡ θεία προσωπικότητα πού κυριαρχεῖ μέ δύναμη, μέ τό θεϊκό μεγαλεῖο, τή σοφία καί κυρίως μέ τήν ἀγάπη. Αὐτοί, στούς ὁποίους παρέχεται ἡ εὐεργεσία τῆς θεραπείας ἤ οἱ συγγενεῖς τους διαθέτουν πίστη. Μέ αὐτή κατορθώνουν νά ἐφελκύσουν τή θαυματουργική δύναμη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί νά ἀπολαύσουν τή χαρά τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὑγείας τους. Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς παρουσιάζει ἕνα ἀσυνήθιστο καί ἀξιοζήλευτο σύμπλεγμα ἀρετῶν πού τόν καθιστᾶ περισσότερο ἄξιο προσοχῆς καί μιμήσεως.
Μόλις ὁ Χριστός μπαίνει στήν Καπερναούμ παρουσιάζεται μπροστά του ὁ ἑκατόνταρχος. ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί τόν παρακαλεῖ νά θεραπεύσει τό δοῦλο του, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἀπό δεινή παραλυσία. Ὁ Κύριος ἐξετίμησε καί τά αἰσθήματα τοῦ ἑκατόνταρχου καί τή λεπτότητα μέ τήν ὁποῖα πλησίασε καί ἀμέσως ἀνταπροκρίθηκε στό αἴτημα νά μεταβεῖ στό σπίτι γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ ἑκατόνταρχος ἀπάντησε ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά τόν δεχθεῖ στό σπίτι του καί παρακαλεῖ ἕνα λόγο νά πεῖ ὁ Χριστός καί φθάνει γιά νά θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος του. Τότε ὁ Χριστός θαύμασε καί εἶπε σ’ ἐκείνους πού τόν ἀκολουθοῦσαν: «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν δέν βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη». Καί φυσικά μ’ ἕνα Του λόγο ὁ δοῦλος τοῦ ἑκατόνταρχου, «ἰάθη ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ», ἀμέσως ἔγινε καλά.
Ἀξίζει νά παρατηρήσουμε πιό προσεκτικά καί τό διάλογο πού ἔκανε ὁ Χριστός μέ τόν ἑκατόνταρχο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώθηκε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἑκατόνταρχου γιά τό δοῦλο καί τά λόγια πού εἶπε ὁ Χριστός γιά τούς «υἱούς τῆς βασιλείας».
Παρουσιάζεται ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ εἰδωλολάτρης, νά ἔχει ταπείνωση, νά ἐκδηλώνει ἀγάπη καί νά εἶναι γεμᾶτος πίστη. Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Οἱ Ρωμαῖοι βρίσκονταν στήν Παλαιστίνη ὡς δυνάμεις κατοχῆς. Τό θαῦμα ἔγινε στήν Καπερναούμ, ὅπου ὁ ἑκατόνταρχος ἀσκοῦσε τά στρατιωτικά καθήκοντά του. Εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε, ἀνθρώπους πολλούς στήν ἐξουσία του. Ὅλες οἱ δικαιοδοσίες του μποροῦσαν νά τόν ἐπηρεάσουν καί νά τόν ἔχουν κάνει ὑπερήφανο, ἀλαζόνα καί ἄκαμπτο. Ὅμως αὐτός ἀποδεικνύεται ταπεινός σέ βαθμό ἀνέλπιστο. «Κύριε, δέν εἶμαι ἱκανός νά μπεῖς στό σπίτι μου». Δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο νά φιλοξενήσει τό Χριστό, θεωροῦσε τόν ἑαυτό του πολύ μικρό γιά μιά τέτοια ἐπίσκεψη.
Ἡ ὁμολογία του αὐτή ἦταν πηγαία καί αὐθόρμητη. Δέν εἶναι τό ὅτι ταπεινώνεται καί δηλώνει δημόσια τήν ἀναξιότητά του, ἀλλά αὐτό πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἀναγνωρίζει τό Χριστό ὅπως Ἐκεῖνος φανερωνόταν, σάν Λυτρωτή καί Σωτήρα. Σάν παντοδύναμο πού ἀρκοῦσε ὁ λόγος του γιά νά δώσει καί ἀπό μακρυά τή σωτηρία. Αὐτό εἶναι πολύ διδακτικό γιά μᾶς. Ὄχι μόνο νά εἴμαστε ταπεινοί, ὅσο ψηλά κι ἄν στεκόμαστε, ὅσα χαρίσματα κι ἄν ἔχουμε, ἀλλά νά δεχόμαστε τό Χριστό, ὅπως Αὐτός φανερώθηκε κι ὄχι ὅπως ἡ δική μας φαντασία τόν πλάθει.
Ἔδειξε ταπείνωση ὁ ἑκατόνταρχος γιατί εἶχε ἀγάπη. Ἀγάπη μεγάλη, αὐθόρμητη καί ἀνυπόκριτη. Ἀγάπη σ’ ἕνα συνάνθρωπο, πού εἶναι συγχρόνως δοῦλος. Σέ μιά ἐποχή πού ἡ δουλεία ἦταν θεσμός κατοχυρωμένος, ὁ ἑκατόνταρχος μέ τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του σπάει τά δεσμά τῆς δουλείας, ἐλευθερώνεται ὁ ἴδιος, ἐλευθερώνει τόν ἀδελφό του, τόν φέρνει ψυχικά πολύ κοντά του καί τοῦ χαρίζει ὑγεία διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑκατόνταρχου εἶναι αὐτή πού τόν ἔκανε νά διακρίνει τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄσχετα ἀπό τήν καταγωγή του καί τήν κοινωνική του θέση. Ἐκεῖ πού τό καταστημένο τῆς ἐποχῆς του δέν ἔβλεπε τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ζῶο, αὐτός βλέπει τόν ἄνθρωπο, τό πλάσμα Θεοῦ, πού εἶναι ἄξιο ἀγάπης καί ἀνθρωπιᾶς. Παρακαλεῖ τό Χριστό γιά τό δοῦλο του, ὅπως θά παρακαλοῦσε γιά κάποιο ἀπό τά παιδιά του.
Μπροστά στό Χριστό τοποθετεῖται σωστά ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματικός. Μπορεῖ νά ἔχει δύναμη νά διατάξει, ἀλλά ἡ ἐξουσία δέν τόν τυφλώνει. Ἔχει μάτια καθαρά γιά νά διακρίνει τήν ἀπροσμέτρητη ἀπόστασή του ἀπό τό Χριστό. Ἡ αὐτογνωσία του τόν ὁδηγεῖ στή Θεογνωσία. Ἡ δήλωσή του «Κύριε οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης» θυμίζει τήν προσευχή τοῦ Ἰωάννη «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ὅλα ὅμως αὐτά τά κατόρθωσε ὁ ἑκατόνταρχος γιατί εἶχε βαθιά καί ἀκλόνητη πίστη. Μιά πίστη πού κάνει καί τό Χριστό νά δείξει τό θαυμασμό Του. Μιά πίστη πού δέν εἶχαν αὐτοί πού θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὅτι θά κληρονομοῦσαν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοί πού ἦταν οἱ «υἱοί τῆς βασιλείας».
Ἐδῶ ὁ Χριστός ξακαθαρίζει τά πράγματα καί φανερώνει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατεστημένο, πού μεταβιβάζεται κληρονομικά, λόγω καταγωγῆς, ἀλλά μιά κοινωνία ἀγάπης πρός τό Θεό καί τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδελφό. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποῖα ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος καί μέ τά μυστήρια της θεραπεύεται, λυτρώνεται, σώζεται. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...