Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές στον σύγχρονο κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιες μορφές στον σύγχρονο κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Ο Άγιος του Ιπποκράτειου


Ο Άγιος του Ιπποκράτειου Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης (1910 - 19.6.1995)

 

Ο π. Ευσέβιος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης, γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και οι πολύτεκνοι ευλαβείς και ευσεβείς γονείς του τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, «χαριτωμένο», με σπλαχνική καρδιά. Εγκρατής, ειλικρινής, καλοπροαίρετος, με θείο ζήλο, που τον έκανε όταν χρειαζόταν μαχητικό υπερασπιστή της πίστεως. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό, που με σοβαρότητα και αγάπη τον συμβούλεψε ερμηνεύοντας του τι σημαίνει κοσμική και τι ηθική ζωή. Ο Αντώνης όταν μπήκε στην εκκλησία βλέποντας την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έκπληκτος κατάλαβε ότι ο νέος που τον συνάντησε ήταν αυτός. Η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.

Μέχρι τα δεκαεφτά του χρόνια βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Στην Αθήνα που ήλθε για να εργαστεί γνώρισε τον ιερομόναχο π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο, τον οποίο έκανε πνευματικό του. Κάνοντας υπακοή ζούσε αυστηρή και προσεκτική πνευματική ζωή. Κάθε Κυριακή, πριν ακόμη ξημερώσει, έφευγε από το Κουκάκι, όπου έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οποία ήταν εφημέριος και ομιλητής ο πνευματικός του, για να προλάβει την αρχή του Όρθρου. Το απόγευμα παρακολουθούσε τα κηρύγματα του π. Σεραφείμ Παπακώστα στο μητροπολιτικό Ναό. Μαζί με άλλους νέους εργαζόταν ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και τα κατηχητικά σχολεία. Πολύ χαρά αισθάνθηκε όταν κάποιος για να τον πειράξει τον αποκάλεσε «κοσμοκαλόγερο». Είχε αποφασίσει να ζήσει το χριστιανικό άγαμο βίο. Για ιερωσύνη ούτε σκέψη. Αισθανόταν ανάξιος γι’ αυτήν.

Στον πόλεμο του 1940 επιστρατεύτηκε και κατά θεία πρόνοια υπηρέτησε σε θέση που δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση του όπλου του, ώστε αργότερα να μπορέσει να γίνει ιερέας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να τον διαφυλάξει ώστε να εργαστεί με όλες τις δυνάμεις του στο αμπελώνα του.

ΣΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ- ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Όταν επέστρεψε από το μέτωπο μετά την υπόδειξη και ευλογία του πνευματικού του απορρίπτοντας τις δελεαστικές προτάσεις του αφεντικού του και περιφρονώντας τις ειρωνείες γνωστών και συγγενών πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. Ο Γέροντας Σεραφείμ, όσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντα του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.

«Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα. Οι δυσκολίες οφείλονταν στο ιδιόρρυθμο σύστημα της Μονής που έφερε μια πνευματική χαλάρωση. Σε ένα χρόνο έγινε μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μια εβδομάδα Ιεροδιάκονος. Μαρτυρίες παλαιών πατέρων αναφέρονται στην ευλάβεια, ταπείνωση, υπακοή, ευθύτητα, ειλικρίνεια, αγαθότητα και την αγάπη του π. Εύσεβίου προς όλους.

«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.

Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντας του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς. Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο όποιος ήταν τότε εκκλησιαστικός.

Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ήμερα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες του Μοναστηρίου, για να κατοικήσουν.

Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιο του.

Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.

Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομόναχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο πού τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

 
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.

Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος.Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ώς εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγοριά και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιτέλεσε πράγματι έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο. Ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς κάν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.

Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών. Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.

Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως [=παρηγοριάς, ενθάρρυνσης] των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.

Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το όποιο δεν είχε αρχικά ναό.

Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταύρου κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς.

Την παραμονή κάθε θείας Λειτουργίας ο π. Ευσέβιος ετοίμαζε το ναό με τη βοήθεια ευλαβών αδελφών και διοικητικών υπαλλήλων του νοσοκομείου. Με περισσή επιμέλεια ευπρέπιζε το Ιερό. Ένα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και ένα άλλο μικρότερο ως αγία Πρόθεση. Λειτουργούσε με Αντιμήνσιο.

Ο ταπεινός διάδρομος χάρη στην αγιωσύνη του Αγιολαυριώτη Ιερομονάχου μετατρεπόταν σε επίγειο ουρανό. Ασθενείς πολλοί κατέβαιναν εκεί να εκκλησιασθούν, ιατροί, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, εργαζόμενοι νέοι και φοιτητές που έψαλλαν.

Χάρη στις προσευχές του και στις ακάματες προσπάθειες του, παρά τις αντιδράσεις, θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός του νοσοκομείου το Φεβρουάριο του 1958, σε καίρια γωνιακή θέση επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Ναός εγκαινιάσθηκε το 1965. Αργότερα κοσμήθηκε ο Ναός με ωραίο σκαλιστό μαρμάρινο τέμπλο και θαυμάσιες αγιογραφίες.

Λειτουργούσε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4.30-7.30 π.μ., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενείς, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το Άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσει στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.

Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη, όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό, «τό Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα Άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένεια του παρ’ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να, η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό.

Διακονούσε στο Μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων με όλη του την ύπαρξη. Γι’ αυτό το σκοπό υποβαλλόταν σε κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές και καθόλου. Συνέβη, επιστρέφοντας στις 3.30 μετά τα μεσάνυκτα, από αγρυπνία που είχε τελέσει στο Μοναστήρι του στον Ωρωπό, να εξομολογήσει κάποιον άρρωστο, που μόλις τότε το είχε αποφασίσει, και που το πρωί θα έμπαινε στο χειρουργείο. Δύο ώρες κράτησε η Εξομολόγηση. Ήταν ήδη έξι το πρωί, όταν ο Γέροντας έμπαινε στο κελλί του. Σε λίγο θα άρχιζε μια καινούργια ήμερα με το δικό της φόρτο εργασίας. Εκείνος όμως δόξαζε το Θεό για τη μετάνοια και τη σωτηρία αυτής της ψυχής. Δεν υπολόγιζε τον κόπο. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει, «η κούρασις ξεκουράζει»!

Επί είκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) εξομολογούσε τα κωφάλαλα παιδιά της Σχολής Κωφών και Βαρυκόων στους Αμπελοκήπους, και λειτουργούσε κατά διαστήματα στον Άγιο Λουκά, από το 1960 έως το 1986 για να κοινωνήσουν. Επί δώδεκα περίπου έτη εξομολογούσε τις σπουδάστριες στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών στους Αμπελοκήπους και λειτουργούσε σε μια αίθουσα της Σχολής για να κοινωνήσουν. Την ίδια επίσης πνευματική διακονία έκανε και στη Σχολή Μαιών κοντά στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα.

Ακτήμων σε όλη του τη ζωή και αφιλοχρήματος ο π. Ευσέβιος ουδέποτε απέκτησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομα του και ούτε είχε ποτέ βιβλιάριο καταθέσων σε επίγειες τράπεζες. Ποτέ δεν πήρε το μισθό του αλλά έδινε εντολή να διαμοιράζεται σε άπορους ασθενείς. Συνήθιζε να τοποθετεί διακριτικά κάτω από το προσκέφαλο τους ένα φακελάκι με χρήματα.

Επί τρεις και πλέον δεκαετίες το Ιπποκράτειο υπήρξε καταφύγιο ψυχών και πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρις στην αγιωσύνη του Γέροντα. Σύχναζαν εκεί οι φιλακόλουθοι, οι φιλομόναχοι και πολλές χριστιανικές οικογένειες, νέοι δε πάρα πολλοί, εργαζόμενοι και φοιτητές.

Στο ναό του Αγίου Λουκά τελούνταν κανονικά όλες οι ιερές ακολουθίες, Θείες Λειτουργίες και συχνά αγρυπνίες. Το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έγινε μια όαση πνευματική στην έρημο της Αθήνας, λιμάνι όχι μόνο για τους ασθενείς και τους οικείους τους, αλλά και για χιλιάδες ψυχές που έβρισκαν εκεί τον διακριτικό εξομολόγο, το χαρισματούχο Γέροντα, τον αφοσιωμένο Λειτουργό.

Εκτός από την Εξομολόγηση των ασθενών αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην Εξομολόγηση των εξωτερικών που καθημερινά πλήθαιναν. Ο π. Ευσέβιος δεν ήταν απλώς ο εξομολόγος και διακριτικός πνευματικός οδηγός των πιστών που κατέφευγαν κοντά του, ήταν αληθινός Πατέρας. Ή αγάπη του για τα πνευματικά του παιδιά ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Όλοι τον εμπιστεύονταν και τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους. Ο π. Ευσέβιος τα ένιωθε και τα ανελάμβανε σαν δικά του.

Μεγάλη ευλογία ερχόταν σε όλους με την προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικά ή οικογενειακά, έπαιρναν καλή πορεία και τακτοποιούνταν. Η συμμετοχή του στα προβλήματα των πνευματικών του τέκνων δεν περιοριζόταν μόνο στην προσευχή. Συμπαραστεκόταν άμεσα και από κοντά.

Ώς γνήσιος Πατέρας στήριζε όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά τους νέους που σπούδαζαν. Έδινε συχνά χρήματα σε φοιτητές, ανεξαρτήτως αν ήταν η όχι πνευματικά του τέκνα. «Ευλογία, ευλογία, έλεγε, και μην το πεις σε κανέναν… Όταν έχεις ανάγκη παιδί μου, εδώ να έρχεσαι». Τους έδινε ακόμη και το φαγητό του. Είχε νοικιάσει μαζί με τον παλαιό συμμοναστή του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ένα σπίτι, κοντά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, για να στεγάζονται φοιτητές από την επαρχία.

Ο άγιος Γέροντας, ώς πνευματικός Πατέρας, ήταν ανεξάντλητος στην προσφορά αγάπης προς τις οικογένειες τις οποίες στήριζε και υλικά. Επί χρόνια ολόκληρα πλήρωνε το ενοίκιο άπορων οικογενειών. Με πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ορφανά από πατέρα η μητέρα. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους.

Σ’ όλη του τη ζωή τόνιζε την αναγκαιότητα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. «Άριστο είναι να έχει όλη η οικογένεια ένα Πνευματικό πατέρα» έλεγε, που να γνωρίζει τα θέματα της και να προσεύχεται, και με την ευλογία του όλα τα μέλη να κοινωνούν συχνά των Αχράντων Μυστηρίων. Εκεί είναι η χαρά και η ειρήνη.

Ο π. Ευσέβιος είχε το χάρισμα της ιεραποστολής από το Θεό. Ο ζήλος για την οικοδομή και τη σωτηρία των συνανθρώπων του τον κατέτρωγε. Το να «ευαγγελίζεται» ήταν ανάγκη της ψυχής του. Γι’ αυτό και δεν άφησε κενό σε όλη του τη ζωή στο έργο της πνευματικής σποράς. Από το 1958 μέχρι το τέλος της διακονίας του στο νοσοκομείο, λειτουργούσαν Κατηχητικά Σχολεία (Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο) και κύκλοι νέων και νεανίδων στον Άγιο Λουκά.

Ο π. Ευσέβιος ήταν πολύ αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ασκητικός και αθόρυβος. Έν τούτοις είλκυε κοντά του πλήθος νέων ανθρώπων, οι όποιοι τον αγαπούσαν και έτρεφαν προς το πρόσωπο του απέραντο σεβασμό και αφοσίωση. Ήταν ο φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα παιδαγωγός.

Οι κατά καιρούς διευθυντές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής συνιστούσαν στους ιεροσπουδαστές να πηγαίνουν στον π. Ευσέβιο για Εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Για χάρη τους ο Γέροντας έκανε σύναξη κάθε Πέμπτη απόγευμα, που είχαν έξοδο από τη σχολή τους. Είναι πάρα πολλοί οι ιερείς οι όποιοι κατά την περίοδο των σπουδών τους μαθήτευσαν «παρά τους πόδας» του π. Ευσεβίου, ο οποίος καλλιέργησε μέσα τους το γνήσιο Ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα.

Κτίτωρ Ιερών Μονών.

Αληθινός Μοναχός ο ίδιος καί πλήρης θείας Χάριτος αναδείχθηκε εμπνευστής Ιερατικών καί Μοναχικών κλίσεων. Ασκητικός, ταπεινός, γλυκύς και πράος έγινε ο έμπειρος καί απλανής Νυμφαγωγός πολλών ψυχών που ποθούσαν την αγγελική ζωή και πολιτεία.

Εραστής του Μονήρους κατά Θεόν βίου υπήρξε εμπνευσμένος διοργανωτής Κοινοβίων. Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία καί διακονία του στό Νοσοκομείο, ίδρυσε και εκ βάθρων ανήγειρε την Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού, όπου αναλώθηκε επί είκοσι έτη (1967-1987) ως Κτίτωρ και πνευματικός Πατέρας.

Το 1987, που ο π. Ευσέβιος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τά βήματα του στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων που επιθυμούσαν να μονάσουν.

Ο Σεβασμιώτατος Άγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστή ευλογία την άφιξη του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη του. Τον περιέβαλε με πηγαία υϊική αγάπη και του έδειξε δυό Μοναστήρια της Επαρχίας του. Ο ιερός λόφος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε τον Γέροντα, ώστε να επιλέξει το ερειπωμένο Μετόχι τής Ι. Μ. Ταξιαρχών, για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότητα.

Το Νοέμβριο του 1987, το έως τότε Μετόχι μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με την ουσιαστική ηθική και υλική βοήθεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, το παλαιό κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.

Ο ερχομός του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θεωρήθηκε από την τοπική Εκκλησία και τους πιστούς ευλογία Θεού και δώρο του Ουρανού. Μέσα στα οκτώ χρόνια που έζησε εκεί -κατά κοινή ομολογία- αναμόρφωσε πνευματικά την Αιγιαλεία με τις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες, τις Αγρυπνίες, την Εξομολόγηση, το εμπνευσμένο κήρυγμα του και τις κατ’ ιδίαν πατρικές νουθεσίες. Αγαπήθηκε πολύ από το λαό του Θεού, που στο πρόσωπο του αγιασμένου Γέροντα βρήκε τον πονετικό πατέρα ο οποίος συνέπασχε μαζί του.

Η ανεπάρκεια του χώρου για τις λειτουργικές ανάγκες της Αδελφότητος ανάγκασαν τον Γέροντα στα 77 του χρόνια να αποδυθεί σ’ ένα τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση της νέας Μονής με μοναδικό εφόδιο την ακράδαντη πίστη του στο Θεό. Η ανέγερση της νέας Μονής ήταν ένα παρατεινόμενο θαύμα, αφού χρήματα δεν υπήρχαν, και η νεοσύστατη Μονή δεν είχε καμιά περιουσία.

Ο Γέροντας, έχοντας άνωθεν πληροφορία ενθάρρυνε τις Μοναχές: «Μην ανησυχείτε. Ο Άγιος Ιωάννης προπορεύεται. Εκείνος θα το κτίσει. Έχει ένα ιδιαίτερο ταμείο για μας και όταν χρειαζόμαστε μας δίνει…». Το κτήριο θεμελιώθηκε το 1991, και το 1995 που ο Γέροντας εκοιμήθη, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.

Είναι σημαντικό το ότι όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στη Μονή (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), συγκινημένοι από την πατρική αγάπη και το άγιο παράδειγμα του εξομολογήθηκαν κοντά του, καθώς και οι οικογένειές τους.

Ο έμπειρος στη μοναχική ζωή και ηγιασμένος Γέροντας οργάνωσε το ιερό Κοινόβιο σύμφωνα με τις αρχές του γνήσιου Ορθόδοξου Μοναχισμού και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος με την οσία ζωή του ήταν κανών και τύπος αληθινού Μονάχου και με τις άγιες νουθεσίες του καλλιεργούσε και καθοδηγούσε ακάματα τις Μοναχές στην στενή τρίβο της Αγγελικής πολιτείας.

Χιλιάδες άνθρωποι ανέβαιναν έως εκεί για να ωφεληθούν από τον άγιο Γέροντα. Η γλυκιά και οσιακή μορφή του μετέδιδε Χάρη. Κοντά του οι ψυχές ειρήνευαν και γεύονταν αγιοπνευματική χαρά. Η φιλοξενία του αρχοντική, παροιμιώδης.

Οι πάντες ένιωθαν την ειλικρινή αγάπη του. Ο καθένας ένιωθε ότι ο Γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο. Γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για όλους. Είχε πολλή παρρησία στο Θεό· η προσευχή του έλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ανίατες ασθένειες, φυγάδευε ακάθαρτα πνεύματα, έφερνε την ευλογία του Θεού στον κόσμο. Βαθιά ταπεινός, είχε τα χαρίσματα της διοράσεως και προοράσεως, όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά· εκεί που εστίαζε την ποιμαντική του ήταν η μετάνοια, την οποία ο ίδιος βίωνε και γι’ αυτό την ενέπνεε.

Ο Γέροντας είχε όλες τις αρετές του Θεού. Η ψυχή του είχε αγγελική καθαρότητα. Άδολος, αθώος, απλός. Αποκορύφωμα όλων, όμως, η απέραντη αγάπη του και η βαθύτατη ταπείνωση του. Σύγχρονος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Γέροντας, είχε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.

Η ζωή του ήταν η θεία Λειτουργία, και η μνημόνευση ονομάτων στην αγία Προσκομιδή η προσφιλέστερη απασχόληση του. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα, επί τέσσερις και πλέον ώρες. Στα 52 χρόνια Ιερωσύνης του ουδέποτε κάθισε στο Ιερό κατά τη διάρκεια του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Από τις 4.30 έως τις δώδεκα, που έβγαινε από το Ιερό, ήταν όρθιος και δεν ένιωθε καθόλου κούραση· το Ιερό Βήμα για το Γέροντα ήταν ο πιο ευχάριστος χώρος επάνω στη γη.

Ο ίδιος ζούσε εν μετάνοια και γι’ αυτό είχε το χάρισμα να οδηγεί τις ψυχές στη μετάνοια και τη Μυστηριακή ζωή. Ως Πνευματικός πατέρας ήταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τα πνευματικά του τέκνα με το Χριστό και όχι με το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και το πνευματικό του έργο συνεχίζεται και μετά την οσιακή κοίμησή του. Ήταν υπέρμαχος της συχνής -κατόπιν βέβαια της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως και καλλιεργούσε τα πνευματικά του τέκνα με αυτό το πνεύμα.

Επειδή είχε σπλάγχνα οικτιρμών και συμπονούσε πολύ τους άρρωστους και προσευχόταν γι’ αυτούς, έλαβε από το Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Η έμπονη προσευχή του άλλαζε τις βουλές του Θεού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά θαυματουργικής θεραπείας ασθενών.

Ο Γέροντας έβλεπε εν Αγίω Πνεύματι τις ψυχές όπως πραγματικά ήταν, αλλά και πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονταν πολύ μακριά. Γνώριζε τους κρυφούς διαλογισμούς των καρδιών και προγνώριζε γεγονότα πολλά χρόνια προτού συμβούν. Όμως από πολλή ταπείνωση απέκρυπτε επιμελώς τα χαρίσματα αυτά, τα όποια ουδόλως αξιολογούσε. «Το προορατικό και διορατικό χάρισμα δίνονται από το Θεό, αλλά δεν σώζουν τον άνθρωπο, η μετάνοια όμως σώζει, αυτή μας χρειάζεται», έλεγε.

Με τους ασκητικούς αγώνες και τη συνεχή Μυστηριακή ζωή είχε λάβει εξουσία κατά των δαιμόνων. Οι προσευχές του, κυρίως όμως η ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ακάθαρτα πνεύματα.

Η αρετή που κυρίως διέκρινε τον π. Ευσέβιο ήταν η βαθιά ταπείνωσή του. Ζούσε στην αφάνεια και εργαζόταν αθόρυβα για τη δόξα του Θεού, τον Οποίο αγαπούσε εξ όλης ψυχής, διανοίας και ισχύος. Ο ίδιος επιμελώς απέκρυπτε τον εαυτό του για τον οποίο είχε πολύ ταπεινή ιδέα.

Ανεξίκακος συγχωρούσε αμέσως όσους τον έβλαπταν και τους ευεργετούσε, τόσο, που η αγάπη του τους άλλαζε.

Η υπομονή του στις δυσκολίες, τις ασθένειες και τις θλίψεις ήταν απέραντη. Υποτασσόταν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη στο θέλημα του Θεού· ευχαριστούσε και δοξολογούσε το όνομά Του ακόμη και στις πιο οδυνηρές και δύσκολες ώρες της ζωής του. Το «δόξα Σοι ο Θεός» δεν έλειπε από τα χείλη του.
 
Το οσιακό τέλος του

Παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να αυτοεξυπηρετείται μέχρι τέλους. Και ο Θεός του τα χάρισε και τα δύο. Η τελευταία Θεία Λειτουργία ήταν σαράντα ημέρες προ της οσιακής κοιμήσεώς του στις 8 Μαΐου, εορτή του προστάτου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Την αγία ζωή του σφράγισε το κατά πάντα οσιακό τέλος του το οποίο και προγνώρισε. Αντιμετώπισε την οδυνηρή νόσο του καρκίνου με θαυμαστή καρτερία και δοξολογία στο Θεό. Μέσα στους φρικτούς πόνους του ακατάπαυστα εδόξαζε τον Θεό. Καθημερινά κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από το εξωτερικό τα πνευματικά του παιδιά να πάρουν την ευχή του για τελευταία φορά. Ήλθαν Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Παρά τους αφόρητους πόνους του όλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε αθόρυβα όλα τα θέματα της Αδελφότητος. Άφησε και γραπτώς τις τελευταίες του υποθήκες προς τις Μοναχές.

Είχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Ευλογούσε και συμβούλευε πατρικά, συγχωρούσε από την καρδιά του, ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ευχαριστούσε όλους. Συμβούλευε τις Μοναχές για ενότητα και αγάπη. Προσευχόταν ακατάπαυστα.

Επί ένδεκα συνεχείς ημέρες ετελείτο Αγρυπνία στη Μονή και ο π. Ευσέβιος περίμενε με πολλή λαχτάρα κάθε φορά τη Θεία Κοινωνία.

Μιλούσε ανοικτά και χωρίς φόβο για το θάνατο του: «Το μοναδικό ταξίδι, το υπέροχο, το άφθαστο ταξίδι»!

Την περισσότερη ώρα έμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στην προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε που και που το εξαντλημένο χέρι του και προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του.

Ξημέρωνε η 19η Ιουνίου, ήμερα Δευτέρα. Η θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις 2 το πρωί. Ο Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τα πόδια του από την κλίνη και κοινώνησε καθιστός για τελευταία φορά. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος.

Ήταν πανέτοιμος. Η ώρα που θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά σιγή επικρατούσε στό κελλί του.

Στις έξι το πρωί ο Γέροντας είπε με φωνή μισοσβησμένη:

«Φεύγω… Λειβάδια! Λειβάδια!».

Οι μοναχές πήραν την ευχή του για τελευταία φορά. Η ώρα ήταν 9 π. μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τα δάκτυλα των χεριών του μεταξύ τους, για να δείξει την ενότητα, και τους είπε ψιθυριστά: «ενωμένες, ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του Θεού μαζί».

Μετά από λίγο τον άκουσαν να λέει:

«Όλα λάμπουν, όλα λάμπουν, όλα λάμπουν».

Στις 10.15 π.μ., ο Γέροντας ανάσαινε με πολλή δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με μια έκφραση ευχάριστου εκπλήξεως. Το πρόσωπό του έλαμψε.

«Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» είπε, και η ψυχή του πέταξε στα ουράνια σκηνώματα.

Η κηδεία του ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η καλή έξωθεν μαρτυρία του λαού του Θεού για τον άγιο Γέροντα που αναλώθηκε στο βωμό της αγάπης. Χιλιάδες λαού, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος πέρασαν από το απέριττο φέρετρο του αποδίδοντας τον ύστατο χαιρετισμό. Επτά Αρχιερείς, πολλοί ιερείς και διάκονοι κι ένα πλήθος μοναχών και μοναζουσών επικεφαλής του λαού κατευόδωσαν το Γέροντα στο ύστατο ταξίδι…

Πλάι στο ιερό του Καθολικού [=του κεντρικού ναού] εναποτέθηκε το σεπτό σκήνωμά του [=το σώμα του], για ν’ αναπαυθεί από τους κόπους του.

(Από το: ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ καί ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ του πολυχαρισματούχου Γέροντος ΕΥΣΕΒΙΟΥ Γιαννακάκη (1910-1995) εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη 2009)

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), Επίσκοπος Αχρίδος

 

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Ουδέποτε υπήρξε στην Εκκλησία απουσία πατερικών μορφών. Όπως σε κάθε εποχή, και στους σύγχρονους χρόνους αναδείχνονται Πατέρες και διδάσκαλοι. Μια τέτοια σύγχρονη πατερική μορφή υπήρξε και ο Σέρβος νεοφανής άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), επίσκοπος Ζίτσης και Αχρίδος, ο οποίος έλαβε την προσωνυμία «ο Σέρβος Χρυσόστομος», λόγω της ρητορικής του δεινότητας και των αγώνων του για την μόνη σώζουσα ορθόδοξη πίστη.
       Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς της Νότιας Σερβίας από φτωχούς, πολύτεκνους και ευσεβείς γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ιερά Μονή Τσέλιε. Από μικρό παιδί έδειξε μια ασυνήθιστη αγάπη για την Εκκλησία και κλίση για την αρετή και την προσευχή. Απομονώνονταν συχνά και προσεύχονταν με τις ώρες. Μετά την εγκύκλιο μόρφωσή του εισήχθη στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι. Εκεί έδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια στις σπουδές του, ώστε το Πατριαρχείο της Σερβίας, εκτιμώντας την φιλομάθειά του και το ήθος του, τον έστειλε με υποτροφία για ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, την Γερμανία και την Αγγλία. Έμαθε επίσης άριστα επτά γλώσσες.

     Παράλληλα με τις σπουδές του καλλιέργησε και την πνευματική του πρόοδο. Πίστευε ακράδαντα στο Θεό και φλέγονταν από πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Μελετούσε με πάθος τους Πατέρες και την ορθόδοξη θεολογία. Το 1908 υπέβαλε το Πανεπιστήμιο της Βέρνης διδακτορική διατριβή με θέμα: «Η πίστη στην Ανά­σταση του Χριστού, ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας». Ακολούθως σπούδασε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υπέβαλε άλλη διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης σχετικά με τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ.
      Το 1909 επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου όμως αρρώστησε βαριά από δυσεντερία και λίγο έλειψε να πεθάνει. Όταν ανάρρωσε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός στη Ιερά Μονή Ρακόβιτσα και στη συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αργότερα διορίστηκε καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι και συνάμα ορίστηκε ιεροκήρυκας στην σερβική πρωτεύουσα. Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο στον δοκιμαζόμενο σερβικό λαό. Στα 1915 στάλθηκε στην Αγγλία και στις Η.Π.Α. για να ζητήσει βοήθεια από τους Σέρβους μετανάστες για τους πεινασμένους της Σερβίας. 
     Το 1919 εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσης και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην ιστορική Επισκοπή της Αχρίδος. Η επισκοπική του διακονία σημαδεύτηκε από υποδειγματική ποιμανατορία. Λειτουργούσε με κατάνυξη και κήρυττε με φλογερό πάθος. Ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός ρήτορας, ο οποίος σαγήνευε τους πολυπληθείς ακροατές των κηρυγμάτων του. Εργάστηκε άοκνα για την πνευματική αφύπνιση του ιερού κλήρου και για την ανέγερση ναών και μοναστηριών. Παράλληλα άσκησε ένα αξιοθαύμαστο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, με την σύσταση ιδρυμάτων, όπως ορφανοτροφείων, όπου έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά. Ήταν πολύ αγαπητός από το λαό του, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό του πατέρα και προστάτη του.
      Παρ’ όλο τον φόρτο της ποιμαντικής του διακονίας ασκούνταν και ό ίδιος στην αρετή και την πνευματική πρόοδο, προσευχόταν, νήστευε, αγρυπνούσε. Θαύμαζε τον αγιορείτικο μοναχισμό και φρόντιζε να έρχεται συχνά στο Άγιο Όρος για πνευματικό ανεφοδιασμό. Επισκεπτόταν συνήθως την Ιερά Μονή Παντελεήμονος, όπου συνδέθηκε με τον όσιο Σιλουανό (+1938), του οποίου θαύμαζε την αγία βιωτή. Εκεί γνώρισε και τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993). 
      Ο άγιος Νικόλαος υπήρξε σπουδαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας πληθώρας αξιόλογων έργων, τα οποία εξέδωσε σε είκοσι τόμους. Τα διακρίνει η βαθειά του ορθόδοξη θεολογική σκέψη, η ποιητικότητα, η γλαφυρότητα και ακρίβεια. Το σημαντικότερο σύγγραμμά του είναι ο «Πρόλογος της Αχρίδος», συνοπτικά συναξάρια αγίων όλων των ημερών του έτους, με σχόλια και πνευματικές νουθεσίες. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, εκκλησιαστικούς ύμνους και ακολουθίες. Ακόμα άφησε περισσότερες από τριακόσιες επιστολές – απαντήσεις σε δύσκολα ποιμαντικά προβλήματα, τα οποία του υπέβαλλαν οι πιστοί. Είναι δε τέτοια η συγγραφική του καλλιέπεια ώστε ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είχε πει για τον άγιο Νικόλαο πως «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε»!  
      Ήταν ακραιφνής ορθόδοξος. Βαδίζοντας στα βήματα των αγίων Πατέρων της Ορθοδοξίας, είχε τη βεβαιότητα και διακήρυττε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μοναδική και αληθινή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού και πως έξω από αυτή υπάρχει το σχίσμα και η αίρεση. Μελέτησε όσο ολίγοι τον δυτικό χριστιανισμό, τον παπισμό και τις πολυάριθμες ομάδες του κατακερματισμένου προτεσταντισμού και πείστηκε ότι αυτός βρίσκεται σε τρομερές πλάνες, οι οποίες δεν αφήνουν περιθώρια για να έχει την παραμικρή εκκλησιαστική υπόσταση Το 1930 έλαβε μέρος στην Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, όπου εξέφρασε με σαφήνεια την προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και διατράνωσε την  αντίθεσή του στα πρώιμα τότε ανοίγματα των ορθοδόξων προς τους αιρετικούς και το κοσμικό φρόνημα. Το 1937 κατάγγειλε με σφοδρότητα τη συμφωνία Γιουγκοσλαβίας και Βατικανού, με την οποία θα γινόταν η χώρα του πεδίο ιεραποστολής των αιρετικών παπικών. Κατόρθωσε να ματαιώσει την υπογραφή της, αλλά όχι και την γενοκτονία, η οποία επακολούθησε λίγα χρόνια μετά το (1941-45), περισσότεροι από 880.000 Σέρβοι ορθόδοξοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους παπικούς Κροάτες Ουστάσι, όταν αρνήθηκαν τον βίαιο εκλατινισμό τους, με την καθοδήγηση του παπικού «κλήρου» και κύρια του  «αρχιεπισκόπου» του Ζάγκρεμπ  Α. Στέπινατς (νυν παπικού αγίου!) και την προτροπή του Βατικανού!
      Ο άγιος Νικόλαος είχε μελετήσει σε βάθος και την ευρωπαϊκή φιλοσοφία και ιστορία, διαπιστώνοντας την πνευματική γύμνια του ευρωπαίου ανθρώπου, η οποία οφείλεται στην αλλοίωση του χριστιανικού μηνύματος από τον παπισμό και τον προτεσταντισμό. Παρατήρησε την ραγδαία και προκλητική αποβολή της χριστιανικής κληρονομιάς και την υιοθέτηση μιας παράδοξης ειδωλολατρίας, της λατρείας του ανθρώπου και ό, τι έχει σχέση με την υλιστική και ηδονιστική απόλαυσή του. Γι’ αυτό αποκάλεσε την Ευρώπη «Λευκή Δαιμονία». Πρόβλεψε δε πως η πανίσχυρη Ευρώπη σύντομα θα γίνει συντρίμμια, λόγω αυτών των επιλογών της. Διαπίστωσε πως «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από την χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της».
      Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο δοκιμαζόμενο λαό του. Όρθωσε με ηρωισμό το ανάστημά του στους βαρβάρους και απάνθρωπους φασίστες και ναζιστές κατακτητές. Διαμαρτυρήθηκε με παρρησία εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο. Κατάγγειλε με σφοδρότητα την υποκρισία των δυτικών χριστιανικών (υποτίθεται) κρατών, ιδιαίτερα για την αδιαφορία και την δικαιολόγηση της φοβερής γενοκτονίας των 880.000 νεκρών Σέρβων Ορθοδόξων από τους φασίστες παπικούς Κροάτες Ουστάσι. Είναι ο πρώτος που θα τους ανακηρύξει Νεομάρτυρες και θα συνθέσει υπέροχη Ακολουθία προς τιμήν τους.
     Για την πατριωτική και αντιστασιακή του δράση το 1941 συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Νταχάου, μαζί με τον μαρτυρικό Σέρβο Πατριάρχη
Γαβριήλ, για τρία φρικτά χρόνια. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945 από τους συμμάχους.  Αλλά και πάλι δεν βρήκε ησυχία και ελευθερία να ασκήσει τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Το άθεο και απάνθρωπο μαρξιστικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε στην Γιουγκοσλαβία, πρώτο του μέλημα ήταν ο διωγμός της Εκκλησίας και γενικά κάθε θρησκευτικής πίστεως και εκδήλωσης. Ο άγιος Νικόλαος στοχοποιήθηκε από τους κομμουνιστές, τον οποίο χαρακτήρισαν «εχθρό του λαού», αυτόν τον μεγάλο ανθρωπιστή, ο οποίος διέσωσε χιλιάδες ανθρώπους στα χρόνια της κατοχής και επέδειξε πρωτοφανή πατριωτικό φρόνημα!
       Έτσι εξαναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Το 1946 μετέβη στην Αμερική, όπου αναδείχθηκε σπουδαίος ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ομολογητής και όσιος στο Νέο Κόσμο. Απέβη ένας φλογερός απόστολος της Ορθοδοξίας στην αμερικανική ήπειρο, σε μια εποχή, που έκανε την εμφάνισή του ο πρώιμος οικουμενισμός, ο οποίος σχετικοποιεί την Ορθοδοξία μας. Διορίστηκε καθηγητής στην σερβική Ιερατική Σχολή  της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στην Θεολο­γική Ακαδημία Αγίου Βλαδίμηρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρντανβιλ (Νέας Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία).
      Όντας καθηγητής στην Σχολή του Αγίου Τύχωνος, κοιμήθηκε ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να τελέσει τη Θεία Λειτουργία στις 5 Μαρτίου 1956. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία το 1991 και τοποθετήθηκαν στην Ιερά Μονή Τσέλιε, δίπλα με τα ιερά λείψανα του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979). Η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε το Μάιο του 2003 από τη Σερβική Εκκλησία και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 5 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2020

Η ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΑΓΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΠΟΥ ΦΛΕΓΟΤΑΝ ΝΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑΥΤΟ ΟΙ ΝΑΖΙ ΤΗΝ ΕΚΑΨΑΝ!

OΣΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ (ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΜΠΤΣΟΒΑ).
ΜΙΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ. 





Η Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα απεβίωσε την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως τουRavensbrück, κοντά στο Βερολίνο. Το «έγκλημα» αυτής της Ορθόδοξης μοναχής και Ρωσίδας πρόσφυγος ήταν η προσπάθειά της να σώζει Εβραίους και άλλους που εδιώκοντο από τους Ναζί στην υιοθετημένη πόλη της, το Παρίσι, όπου το 1932 είχε ιδρύσει έναν οίκο φιλοξενίας. Η ακόλουθη μελέτη γράφτηκε το 1937 και ανακαλύφθηκε το 1996 από την ΕλένηKlepinin-Arjakovsky, στο αρχείο του S. B. Pilenko. Το Ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1998 από το περιοδικό «ΒΕΣΤΝΙΚ» που έχει την έδρα του στο Παρίσι, Φύλλο Νο.176 (II-III 1997), σελ. 5-50, και είναι επίσης αναρτημένο στην ιστοσελίδα Άγιος Φιλάρετος της Μόσχας, στο: http://www.stphilaret.org/types.html. 



ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΟΥ 


Όταν, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1932, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος δέχθηκε τους μοναχικούς όρκους της Ελισαβέτας Σκόμπτσοβα στην εκκλησία του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, πολλοί σκανδαλίσθηκαν. Στο κάτω-κάτω, αυτή η γυναίκα ήταν δύο φορές διαζευγμένη, είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί από άλλον άνδρα, είχε αριστερές πολιτικές συμπάθειες και γενικά, όπως και να το εξέταζε κανείς, ήταν μοναδική περίπτωση. Κατά την ομολογία της, έλαβε το όνομα Μαρία σε ανάμνηση της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πόρνης που έγινε ερημίτισσα και άκρως ασκητική. Ως θρησκευόμενο πρόσωπο, η Μητέρα Μαρία συνέχισε να σκανδαλίζει, σαν γνήσια «δια Χριστόν Σαλή». Το «αγγελικό σχήμα» της ήταν συνήθως γεμάτο λεκέδες από τα λίπη της κουζίνας και τις μπογιές από το εργαστήρι της. Σύχναζε σε μπαράκια αργά την νύχτα. Φαινόταν να έχει ελάχιστη υπομονή με τις μακροσκελείς Ορθόδοξες λειτουργίες, και τις αυστηρές και συχνές νηστείες έμοιαζε να τις θεωρεί βαρύ φορτίο. Και – τι φρίκη! – κάπνιζε και δημοσίως, φορώντας το ράσο! 


Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της καλής κοινωνίας το 1871 στη Λετονία, της είχε δοθεί το όνομα Ελισαβέτα Πιλένκο. Ο πατέρας της απεβίωσε όταν εκείνη ήταν στην εφηβεία, και έκτοτε ενστερνίστηκε τον αθεϊσμό. Το 1906 η μητέρα της πήρε την οικογένεια στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με ριζοσπαστικούς κύκλους διανοουμένων. Το 1910 παντρεύτηκε ένα Μπολσεβίκο ονόματι Ντιμίτρι Κουζμίν-Καράβιεφ. Κατά το διάστημα αυτό της ζωής της ασχολήθηκε ενεργά με τους λογοτεχνικούς κύκλους και έγραψε αρκετή ποίηση. Το πρώτο της βιβλίο, «Σκυθικά Θραύσματα», ήταν μια συλλογή ποιημάτων αυτής της περιόδου. Μέχρι να έρθει το 1913, ο γάμος της με τον Ντιμίτρι είχε τελειώσει. Μέσω της μελέτης της ανθρώπινης φύσης τού Ιησού, άρχισε να έλκεται πίσω στον Χριστιανισμό. Μετακόμισε – τώρα πλέον με την κόρη της την Γκαϊάνα – στον Νότο της Ρωσίας, όπου αυξήθηκε και η θρησκευτική της προσήλωση. Το 1918, μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, εξελέγη Αντιδήμαρχος της πόλεως Ανάπα στην Νότια Ρωσία. Όταν ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Ανάπα, ο Δήμαρχος έφυγε εσπευσμένα και εκείνη έγινε Δήμαρχος της πόλεως. Ο Λευκός Στρατός την δίκασε επειδή είχε υπάρξει Μπολσεβίκα. Όμως ο δικαστής ήταν ένας παλιός της καθηγητής, ο Δανιήλ Σκόμπτσοβ, και έτσι απαλλάχθηκε. Σύντομα οι δυο τους ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν. Σύντομα όμως άρχισε πάλι να αλλάζει το πολιτικό ρεύμα. Για να αποφύγει τον κίνδυνο, η Ελισαβέτα, ο Δανιήλ, η Γκαϊάνα και η μητέρα της Ελισαβέτα, Σοφία, έφυγαν από την χώρα. Η Ελισαβέτα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ταξίδεψαν πρώτα στην Γεωργία (όπου γεννήθηκε ο γιος της ο Γιούρι) και μετά στην Γιουγκοσλαβία (όπου γεννήθηκε η κόρη της Αναστασία). Τελικά έφθασαν στο Παρίσι το 1923. Σύντομα η Ελισαβέτα αφιερώθηκε σε θεολογικές σπουδές και κοινωνικά έργα. Το 1926, η Αναστασία πέθανε από γρίπη – γεγονός που ράγισε την καρδιά της οικογένειας. Την Γκαϊάνα την έστειλαν σε σχολείο του Βελγίου, εσώκλειστη. Σύντομα μετά, ο γάμος του Δανιήλ και της Ελισαβέτα άρχισε να διαλύεται. Ο Γιούρι κατέληξε να ζει με τον Δανιήλ, ενώ η Ελισαβέτα μετακόμισε στο κέντρο του Παρισιού, για να εργασθεί πιο άμεσα με εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Ο επίσκοπός της την ενθάρρυνε να δώσει τους μοναχικούς όρκους για να γίνει μοναχή. Το 1932, με την έγκριση του Δανιήλ Σκόμπτσοβ, εγκρίθηκε η «Εκκλησιαστική Πράξη χωρισμού», και τελικά πήρε τους μοναχικούς όρκους. Το όνομα που πήρε στην κουρά της ήταν Μαρία. Αργότερα, έστειλαν τον π. Δημήτριο Κλεπίνιν να γίνει προϊστάμενος του ιδρύματος εκείνου. 


Στα γραπτά της η Μητέρα Μαρία εκφράζει εκείνο που προσπαθούσε να βιώσει. Έχοντας πάρει τους μοναχικούς όρκους – που τους θεωρούσε ένα μέσον για να προσηλωθεί αμετάκλητα στην κλήση της μέσα στην Εκκλησία – ενοικίασε ένα κτίριο που έγινε το μοναστήρι της, και καταφύγιο για τους απόβλητους της κοινωνίας. Ήταν ένας τόπος με πόρτα ανοιχτή για τους πρόσφυγες, τους ενδεείς και τους μοναχικούς. Σύντομα έγινε και κέντρο για πνευματική και θεολογική συζήτηση. Για την Μητέρα Μαρία, αυτά τα δυο στοιχεία – διακονία των φτωχών και θεολογία – πήγαιναν χέρι-χέρι. Ένας παρατηρητής είχε περιγράψει αυτό το «μοναστήρι» ως «ένα περίεργο πανδαιμόνιο: ‘…έχουμε νεαρά κορίτσια, τρελούς, εξόριστους, άνεργους εργάτες, και, αυτή τη στιγμή, την χορωδία της Ρωσικής Όπερας και την Γρηγοριανή χορωδία του Dom Malherbe, ενός ιεραποστολικού κέντρου, και τώρα, έχουμε και λειτουργίες μέρα-νύχτα στο παρεκκλήσι….’ Το Μοναστήρι φιλοξενούσε ομιλίες και συζητήσεις, με ομιλητές από το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Οι πολύ έντονες πνευματικές πεποιθήσεις της Μητέρας Μαρίας δεν την εμπόδισαν να οργανώνει και σε μεγάλη κλίμακα. Ίδρυσε ένα σανατόριο για στερημένους ανθρώπους που υπέφεραν από φυματίωση, και υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την εκκίνηση της «Orthodox Action» (Ορθόδοξη Δράση), μια οργάνωση με πολλαπλές αγαθοεργίες. 


Όταν τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Παρίσι, το μοναστήρι της Μητέρας Μαρίας έγινε καταφύγιο για διωχθέντες Εβραίους, μέχρι να βρεθούν διαδρομές διαφυγής για αυτούς. Σε όσους το ζητούσαν, τους προμήθευε με πλαστά πιστοποιητικά Βαπτίσεως. Οι Ναζί κάποτε ανακάλυψαν τι γινόταν. Η Μητέρα Μαρία, ο γιος της Γιούρι, ο προϊστάμενος Ιερέας του παρεκκλησίου και ο λαϊκός διαχειριστής τέθηκαν υπό κράτηση και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο ο λαϊκός επιβίωσε. Όσοι γνώρισαν την Μητέρα Μαρία στα στρατόπεδα ήσαν μάρτυρες του κουράγιου, της ελπίδας και της αισιοδοξίας που μετέδιδε στους άλλους, κάτω από τις χειρότερες δυνατόν συνθήκες. Η ημερομηνία και οι συνθήκες του θανάτου της δεν είναι βέβαιες. Υπάρχουν αναφορές πως το όνομά της εμφανίσθηκε σε κατάλογο εκείνων που οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων την 31η Απριλίου 1945, και πως η ίδια είχε προσφερθεί να πάρει την θέση μιας νεαρής Πολωνής, όμως αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. 


Η Μαρία Σκόμπτσοβα ανήκει όντως σύμφωνα με την παράδοση σε εκείνους τους «δια Χριστόν Σαλούς», οι οποίοι καλούν την Εκκλησία να στραφεί προς την πραγματική Της αποστολή, οι οποίοι απογυμνώνουν όλες τις παραισθήσεις και πλάνες, οι οποίοι αποτελούν ένδειξη αντίφασης σε ό,τι αποκαλείται ανθρώπινη σύνεση και ανθρώπινη «ευπρέπεια». Μας προκαλεί, μέσα στην αδιαφορία μας και την ατομική μας ευχαρίστηση, στα ημίμετρά μας και την στείρα ευσέβεια. Σφυροκοπά με βαρειά την -δυστυχώς επικρατούσα- αναζήτηση προσωπικής εκπλήρωσης, αρμονίας, ειρήνης και ικανοποίησης μέσα από την θρησκεία. Αλλά δεν θα ήταν Ορθόδοξη, αν ο θάνατος και το μαρτύριο είχαν τον τελευταίο λόγο˙ διότι, επειδή ακριβώς κατέβηκε στην Κόλαση και άφησε τον Εαυτό της να χαθεί ανάμεσα στους άθεους, η Ζωή νίκησε το κράτος του θανάτου. Όπου εισήλθε η Ζωή, εκεί δεν μπορεί πλέον να εισέλθει ο θάνατος. Μέσα από Τάφο ακτινοβολεί η δόξα της Αναστάσεως. 


Η Αγιότητα της Μητέρας Μαρία αναγνωρίστηκε με πράξη της Αγίας Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 16η Ιανουαρίου 2004. Η αγιοκατάταξη της Μητέρας Μαρία, μαζί με τον π. Δημήτριο, τον Γιούρι και τον Ηλία Φονταμίνσκυ τελέσθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκυ στο Παρίσι την 1 και 2 Μαίου 2004. Εορτάζεται η μνήμη τους την 20η Ιουλίου. 


«Ανοίξτε τις πόρτες σας στους αστέγους κλέφτες, καταστρέψτε κάθε άνεση, ακόμη και την μοναχική άνεση»








Οι συνθήκες σήμερα γκρεμίζουν στις καρδιές μας ό,τι είναι σταθερό, ώριμο, φωτοστεφανωμένο από τους αιώνες και κρατημένο με ευλάβεια μέσα μας.

«Οι μοναχές διακρίνονται από μεγάλη προσωπική ευσέβεια και η κάθε μοναχή προσπαθεί να βρει το Θεό, ίσως ακόμη και την αγιότητα. Αλλά ως αυθεντικοί οργανισμοί, ως ολότητες…είναι απλώς ανύπαρκτες. Η σημασία αυτών των παραμεθόριων μονών είναι αναμφισβήτητη: διασφαλίζουν ηθικές αρχές, συντηρούν τη μεγάλη κληρονομιά του παρελθόντος, το πολύτιμο θησαυροφυλάκιο της τελετουργικής μεγαλοπρέπειας και της παράδοσης…χαρακτηρίζονται ως μονές «αστικές»: κανείς εκεί μέσα δεν έχει ιδέα για το ότι ο κόσμος καίγεται. Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για τη μοίρα του κόσμου…Χρειάζεται ένας νέος τύπος μοναχισμού…ένας δρόμος ούτε εσωστρεφής, ούτε ασφαλής…μακριά από συνθήκες «άνεσης και ζεστασιάς».

«Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρκος της αγνότητας…φέρνει στη μοναχική ζωή ανθρώπους που δεν έχουν δική τους οικογένεια, που δεν έχουν χτίσει προσωπική ζωή και που δεν έχουν αντιληφθεί σε ποιο βαθμό η απόλυτη ανεξαρτησία της προσωπικής ζωής είναι εντελώς ασύμβατη με το εσχατολογικό πνεύμα του μοναχισμού…

Η ανάγκη να χτίσεις μια οικογένεια…είναι ανάγκη να χτίσεις μια φωλιά, να οργανώσεις και να σχηματίσεις μια προσωπική ζωή…Ένα εξαιρετικά περίεργο φαινόμενο έχει επιτελεστεί και οι θεμελιώδεις αξίες της μοναχικής ζωής έχουν σταδιακά αλλάξει…».

 «Ανοίξτε τις πόρτες σας στους άστεγους κλέφτες, αφήστε τον έξω κόσμο να περάσει και να γκρεμίσει το υπέροχο λειτουργικό σας σύστημα, ταπεινώστε τον εαυτό σας. 

‘Όσο κι αν το κάνετε αυτό, μπορείτε, νομίζετε, η κένωση του εαυτού σας να συγκριθεί με αυτή του Χριστού; Δεχτείτε τον όρκο της πενίας σε όλη του τη συντριπτική αυστηρότητα: καταστρέψτε κάθε άνεση, ακόμη και μοναχική άνεση…Οι συνθήκες σήμερα γκρεμίζουν στις καρδιές μας ό,τι είναι σταθερό, ώριμο, φωτοστεφανωμένο από τους αιώνες και κρατημένο με ευλάβεια μέσα μας. Μας βοηθούν πραγματικά (είναι πλεονέκτημα να ζεις ανάμεσα σε ερείπια) μας εξωθούν να δεχτούμε τον όρκο της πενίας, να μην αναζητάμε κανόνες, αλλά αντίθετα να επιζητούμε την αναρχία των δια Χριστόν σαλών, μη ζητώντας το μοναχικό εγκλεισμό, αλλά την απόλυτη απουσία και του πιο ανεπαίσθητου εμπόδιου που μπορεί να χωρίσει την καρδιά από τον κόσμο και τις πληγές του»[1].

[1] (Παρουσίαση του βιβλίου του Σεργκέι Χάκελ: Μαρία Σκομπτσόβα, μια «δια Χριστόν σαλή» στους μοντέρνους καιρούς. εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ. Μετάφρ. Νίκη Ι. Τσιρώνη).





Μία αγία με ολόκληρη ζωή «αντισυμβατικής αγιότητας» και ολοκαυτώματος για τον αδελφό σε κάθε επίπεδο…

“Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κάθε Χριστιανός καλείται να προσφέρει κοινωνική εργασία[….]Καλείται να οργανώσει την προσωπική ζωή των εργαζομένων, να προσφέρει στους ηλικιωμένους, να χτίσει νοσοκομεία, να ενδιαφερθεί για τα παιδιά, να πολεμήσει την εκμετάλλευση, την αδικία, την ανάγκη και την ανομία[…]. Οι ασκητικοί κανόνες είναι απλοί από αυτήν την άποψη, δεν επιτρέπουν παρεκβάσεις[…]για μυστικιστικές πτήσεις, συχνά περιορίζονται σε απλούς καθημερινούς στόχους και ευθύνες.(1939, Pravoslavnoe Delo, σσ.37-38).

Η Μητέρα Μαρία είχε την δική της Λειτουργία «πέρα από τα σύνορα του ναού «μια Λειτουργία που προεκτεινόταν από την εκκλησία στον κόσμο». Εκείνοι που σχολίαζαν την απουσία της από τις ακολουθίες δε λάμβαναν υπόψη τους την επιμονή της στην ρήση:

«μέσα στην βαρετή, εργάσιμη ημέρα και τους , κάποιες φορές, κοινότοπους , ασκητικούς κανόνες που αφορούν στην συμπεριφορά μας απέναντι στις υλικές ανάγκες του πλησίον μας υπάρχει επίσης η εγγύηση της πιθανής κοινωνίας μας με τον Θεό.»

Η «ευσέβεια» μπορούσε να εξοργίσει και να θλίψει βαθειά την Μητέρα Μαρία. Όταν έμαθε ότι η Μητέρα Ευδοκία, μάζευε χρήματα στην εκκλησία για να αγοραστούν λειτουργικά βιβλία, θύμωσε πολύ. Ήταν δικαιολογημένη μια τέτοια δαπάνη σε εποχή ανεργίας και δυστυχίας; «Αυτό που με θλίβει περισσότερο από όλα είναι ότι ακόμη και με τους κοντινούς μου ανθρώπους αισθάνομαι να μας χωρίζει ένα τείχος , ακόμη και στα πιο στοιχειώδη πράγματα» έγραφε στο σημειωματάριο της. «Ευσέβεια, ευσέβεια, ευσέβεια, αλλά που η αγάπη που μετακινεί όρη; Όσο προχωρώ τόσο περισσότερο δέχομαι μέσα μου ότι αυτό είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κάποια υποχρεωτική εξωτερική πειθαρχία»


Οι δια Χριστόν σαλοί ήταν οι άγιοι της ελευθερίας


Οι δια Χριστόν σαλοί ήταν οι άγιοι της ελευθερίας. Η ελευθερία μας καλεί, ενάντια σ’ όλο τον κόσμο, ενάντια όχι μόνο στους ειδωλολάτρες, αλλά και σε πολλούς που αρέσκονται να λέγονται Χριστιανοί, να αναλάβουμε το έργο της Εκκλησίας σ’ αυτό το δρόμο ο οποίος είναι και ο πιο δύσκολος. Και θα γίνουμε σαλοί δια Χριστόν, γιατί γνωρίζουμε όχι μόνο τη δυσκολία αυτού του δρόμου, αλλά και την απέραντη ευτυχία του να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε.


Υπάρχουν δύο τρόποι για να ζήσεις


Εντελώς νόμιμα και αξιοπρεπώς μπορείς να περπατάς πάνω στη γη: να μετράς, να ζυγίζεις και να προγραμματίζεις για το μέλλον. Aλλά είναι εξίσου δυνατό να περπατάς επί των υδάτων. Τότε είναι αδύνατο να μετράς και να προγραμματίζεις το μέλλον. Το μόνο πράγμα που είναι απαραίτητο είναι να πιστεύεις διαρκώς. Μια στιγμή ολιγοπιστίας κι αρχίζεις να βυθίζεσαι.



Θυμίαμα εύοσμο - Aγία Μαρία Σκομπτσόβα:η μετουσίωση της αγάπης






Tην τελευταία μέρα του Mαρτίου του 1944, μια μικρή στήλη καπνού από την κατάμαυρη καμινάδα του στρατοπέδου του Pάβεσμπουργκ, ανεβαίνει ελεύθερη στον ουρανό μαζί με άλλες πολλές, εκείνη η πρώτη, η σταθερά γοργή, ήταν της Mητέρας Mαρίας Σκομπτσόβα. «Θυμίαμα εύοσμο», περνάει στη δοξασμένη αιωνιότητα.

Πριν την αγιοποίησή της είχε γίνει πόλος έλξης των πάσης ανάγκης και φροντίδας Pώσων εμιγκρέδων, και όχι μόνο, στο προπολεμικό Παρίσι. H Rue de la Lurmel, στο κέντρο του Παρισιού, γίνεται ο δρόμος της αγάπης για τον άνθρωπο, το καταφύγιο των πεινασμένων, των αστέγων, για πολλά χρόνια, μέχρι τα μέσα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Mένει ανεξίτηλη η προσωπικότητά της Aγίας σε όσους μελετούν το συναξάρι της και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση στους δικούς μας καιρούς, από τους οποίους απουσιάζει παγερά η αγάπη, το τεράστιο έργο που έκανε με λίγα ψίχουλα, αλλά λαχτάρα και πόθο για τον συνάνθρωπο πάσης ηλικίας, φύλου και θρησκεύματος. 

Σήμερα, το σκηνικό μεταφέρεται στη πόλη Βικτώρια του Kαναδά. Σε ένα πάρκο μεγάλο, στην πλευρά που βλέπει στον κεντρικό δρόμο, βλέπουμε φουριόζο τον διάκονο Kέιβιν να αρπάζει μια μεγάλη σακούλα γεμάτη σάντουιτς από το αυτοκίνητο και να τα φέρνει κοντά στα άλλα αντικείμενα, στη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου. Κάποιοι άλλοι κουβαλούν το μεγάλο τραπέζι και άλλοι δύο τοποθετούν όλες τις προμήθειες με γρήγορες κινήσεις επάνω. Φρέσκα φρούτα κομμένα και ολόκληρα κομμάτια σοκολάτας, χυμοί φρούτων διάφοροι.

«Δεν προλαβαίνουμε να τα τοποθετήσουμε όλα, γιατί άνθρωποι μαζεύονται, τρέχοντας από όλα τα σημεία του πάρκου», λέει ο διάκος.

«Bλέπω τον Άντονι, που με χαιρετάει από την απέναντι πλευρά του πάρκου. Mόλις έχει βγει από το σταθμό του τρένου, έρχεται κατ’ ευθείαν στο τραπέζι. Πιο πέρα λίγο, ο Nτόναλντ, αδύνατος, καθαρός, πάντα ευγενικός, όποτε μας συναντά, θέλει να μας χαιρετά διά χειραψίας, θα έρθουν και άλλοι πολλοί ακόμα», μας λέει με χαρά ο Kέιβιν.

Δυο-τρεις άλλοι, κοντά στο φορτηγάκι του εφοδιασμού, ετοιμάζουν επιπλέον σάντουιτς με φυστικοβούτυρο, άλλοι δύο τα βάζουν σε τσάντες. Ήδη οι πρώτες δέκα τσάντες εξαφανίστηκαν.

«Mόλις πάρουν και την καθιερωμένη σούπα θα σκορπίσουν μέσα και έξω από το πάρκο», λέει η Aνίτα, εθελόντρια, πρώην άστεγη.

«Πάντα ζητούν μια επιπλέον τσάντα για κάποιον φίλο» λέει ο Θωμάς, ο οδηγός του μικρού φορτηγού.

H μαμά Nτι δεν έχει έρθει ακόμα. Δεν έρχεται κάθε Σάββατο. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν. Tην έχω δει μόνο μία φορά. Mια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με πολύ ψιλή και σιγανή φωνή, που πρέπει να βάλεις το αυτί σου στο στόμα της, για να την ακούσεις. Tα μαλλιά της δεν είναι γκρίζα και είναι μάλλον αδύνατη. Έχασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, το σπίτι της, γιατί το πήραν οι τράπεζες από τα χρέη του γιου της, που επιπόλαια χρησιμοποιούσε τις πιστωτικές του κάρτες και τώρα δουλεύει σε πλοία, χαμένος για χρόνια. Aναφέρεται σε αυτήν, ο διάκος και δείχνει να ανησυχεί πραγματικά.

Πάει μισός χρόνος από τότε που άρχισαν τα σαββατιάτικα σάντουιτς. Ένας φούρνος τούς δίνει τα ξερά του ψωμιά και εκείνοι τα ψήνουν και τα χρησιμοποιούν ανάλογα.

Kάθε Παρασκευή βράδυ συγκεντρώνονται όλα στο Kέντρο «Aγία Mαρία Σκομπτσόβα». Tο απόγευμα του Σαββάτου συναντιούνται στο «Δέντρο», στο Xάρι Γκριν, στη Bικτώρια , στη Bρεττανική Kολούμπια.

Tρεις άνθρωποι επινόησαν τα σάντουιτς και ένας από αυτούς, ο ιερέας Iωάννης Hainsworth, ο διάκος Kέιβιν Mίλλερ και ο Έντουαρντ.

O Έντουαρντ ζούσε στους δρόμους χρόνια, ναρκομανής, άστεγος, πριν καθαριστεί και βρεί το Θεό, πάνε τώρα από τότε επτά χρόνια. Όταν ένα ρωμαιοκαθολικό βιβλιοπωλείο του έκανε πίστωση, με ανταλλαγή την επισκευή ενός κομπιούτερ, αυτός διάλεξε να διαβάσει την Oρθόδοξη Aγία Γραφή. «Έχει πιο πολλά βιβλία απ’ όσα έχω ποτέ δει», είπε αστειευόμενος. Tα περιεχόμενα τον γοήτευσαν. Mέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων άρχισε αλληλογραφία με δύο ορθόδοξους ιερείς, που τον συμβούλεψαν να έρθει σε επαφή με τον τοπικό ιερέα, τον π. Iωάννη.

Συναντήθηκαν οι δυο τους για καφέ και μίλησαν. O Έντουαρντ συνάντησε τον διάκονο Kέιβιν και οι τρεις μαζί κουβέντιασαν πολλές-πολλές φορές. Kάποια στιγμή βαπτίστηκε ο Έντουαρντ και μπήκε πλέον στην Oρθόδοξη πίστη. O π. Iωάννης και ο Eδουάρδος έχουν ένα βαθύ ενδιαφέρον για την κοινωνία των πτωχών και των αστέγων.


«Πάντα ήθελα να κάνω κάτι για τους δρόμους», εξηγεί ο π. Iωάννης: «Όλα άρχισαν το 2003. Ήταν τότε που έβαλα όλες μου τις δυνάμεις για την ενορία». Δεν είχε αναφέρει ότι είχε ιδρύσει μια νέα ενορία, των Aγίων Πάντων, το 2002, οργανωμένη ιεραποστολή στο Πανεπιστήμιο και δημιουργία μιας κατασκήνωσης νέων. «Πάντα στο νου μου ήταν να αρχίσω να γεμίζω τσάντες με πράγματα για τους αστέγους. Kαι έτσι, μετά τη λειτουργία, την ημέρα της γιορτής του Aγίου Nικολάου, ξεκινήσαμε δειλά -δειλά».

O Έντουαρντ ήξερε τους δρόμους. Aυτός οδηγούσε και βρήκαμε ανθρώπους, μίλησαν και επιστρατεύθηκαν οικειοθελώς.

«Kαι να! Mια μέρα, το βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα και του «Σπιτιού φιλοξενίας», που είχε ιδρύσει το 1932, έρχεται να μας επιβεβαιώσει τα σχέδια που είχαμε στο νου. Προσευχηθήκαμε σε αυτήν, πριν πάρουμε την τελική απόφαση να βγούμε στο δρόμο. Θαύματα απανωτά άνοιξαν το δρόμο γι’ αυτήν τη δραστηριότητα. Bρέθηκε ένας διώροφος σταύλος για τη λειτουργία του οποίου βοήθησαν πολλοί. Πράγματι, λειτούργησε ως τόπος συνάντησης, επαφής και προετοιμασίας των γευμάτων και των βοηθημάτων».

O π. Iωάννης διάβασε, όταν βρισκόταν στη Σκωτία, ένα βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα, με τίτλο: «Bασικά κείμενα». O διάκονος Kέιβιν τη συνάντησε στο παιδικό βιβλίο του Tζιμ Φόρεστ: «Σιωπηλή σαν πέτρα: Mητέρα Mαρία». Tο αγόρασε και το διάβαζε επί ένα χρόνο στα δύο του παιδιά. 

H Mητέρα Mαρία έγραφε: «H αγάπη είναι ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα: Kάποιες φορές πρέπει να πέφτει στα πιο χαμηλά επίπεδα του ανθρώπινου πνευματικού επιπέδου, πρέπει να εκτίθεται στην ασκήμια, στη βία, στη δυσαρμονία».

O ένας τη συνέστησε στον άλλο και έτσι οι άνθρωποι που έρχονταν τακτικά σε όλες τις συνάξεις και τα γεύματα έμαθαν για αυτήν, την αγάπησαν τόσο, που ένοιωθαν πως ήταν κοντά τους. Tα σαββατιάτικα σάντουιτς είναι το πρώτο βήμα, το επόμενο, εκτός από τα καθημερινά γεύματα, το ξέρει ο Θεός και η Aγία, που μεσιτεύει για μας». Aυτά είπε ο π. Iωάννης, με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων του απέναντι στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, που χορταίνουν την πείνα του σώματος και της ψυχής μέσα από τον ιερό σκοπό που έβαλαν οι άνθρωποι αυτοί, ακολουθώντας τα χνάρια μιας μπροστάρισας γυναίκας, η οποία αφού πρώτα έλεγξε το καθεστώς της χώρας της, ξενιτεύτηκε και ρίχτηκε στην ανάπαυση του συνανθρώπου, μέχρι την ημέρα που οι φλόγες της αφιλίας και του μίσους την έστειλαν στον Oυράνιο Πατέρα μας, ως θυμίαμα εύοσμο εις τους αιώνες...

Στάση ζωής σε μια μόνιμη Σταυροαναστάσιμη πορεία.

Kαλή Ανάσταση!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...