Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2016

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός : Ισαπόστολος και Εθνεγέρτης (Εγκύκλιος Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως κ.Ανδρέου)

Ἀριθ.  Πρωτ.: 74                          Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 8ῃ Αὐγούστου  2016
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  193η
ΘΕΜΑ: Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός : Ἰσαπόστολος καὶ Ἐθνεγέρτης.
            Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-

            Κάποιοι σύγχρονοι Ἕλληνες ἰσχυρίζονται καὶ ἐπιμένουν, ὅτι στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἡ ζωὴ τῶν ὑποδούλων ρωμηῶν ἦταν περίπου … ἰδεώδης. Καὶ μόνο ποὺ δὲν θρηνοῦν γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 βγήκαμε ἀπὸ τὸν τουρκικό ζυγό. Ὅμως, ὅσοι ἔχουν μελετήσει σοβαρὰ καὶ σὲ βάθος τὴν περίοδο τῶν τετρακοσίων (400) ἐτῶν, ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (τὸ 1453) μέχρι τὴν Ἐθνική μας Παλιγγενεσία, συμφωνοῦν στὸ ὅτι ὄχι μόνο δὲν ἦταν «ἰδανική» ἡ ζωὴ τῶν ραγιάδων Ἑλλήνων, ἀλλὰ σκοτάδι βαθὺ εἶχε καλύψει τὴν Ἑλλάδα ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη : Ὑπῆρχαν, βέβαια, κάποιες ἀναλαμπές, ὅπου μποροῦσαν οἱ Ἕλληνες νὰ πάρουν μιὰν «ἀνάσα» · γεγονός, ὅμως, μένει, ὅτι αὐτὲς ἦταν μόνο «στιγμές» στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς βαρειᾶς σκλαβιᾶς.
-Β-
Ἰδιαίτερα, ὁ 18ος αἰώνας ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ δύσκολους καὶ σκοτεινούς : Ἡ ἀμάθεια ἐπικρατοῦσε παντοῦ ·  κανένας δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, ἀλλὰ δούλευε σὲ χωράφια, ποὺ τὰ εἶχαν κάνει αὐθαίρετα δικά τους οἱ τοῦρκοι, γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Γι’ αὐτό, πολλοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν αὐτὸν τὸν βαρὺ ζυγό, ἀναγκάζονταν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Γένος νὰ ὑφίσταται μεγάλη αἱμορραγία, χάνοντας τὰ παιδιά του. Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ συμπεριφέρονταν σὰν ἀφεντάδες, δὲν ἐδίσταζαν νὰ κόβουν κεφάλια, κάποιων λίγων ἀνυπότακτων. Ἔτσι ὁ ζυγὸς γινόταν ἀνυπόφορος καὶ τὸ καντήλι τῆς ἐλπίδας γιὰ κάποια ὑποφερτή, ἔστω, ἀλλαγὴ τῶν πραγμάτων, τρεμόπαιζε ἕτοιμο νὰ σβύσῃ…
-Γ-
Κατὰ κοινὴ ὁμολογία ὁ 18ος αἰώνας ἦταν ὁ πιὸ βαρὺς γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἰδιαίτερα δεινοπαθοῦσε  ἡ περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅπου ὁλόκληρες περιοχὲς ἐξισλαμίζονταν, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ζωή τους ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου. Φυσικά, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὑπῆρχαν καὶ τὰ πάθη μεταξὺ τῶν ραγιάδων : οἱ ζήλειες, τὰ μίση, οἱ ἐκδικήσεις, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν λαϊκὴ παροιμία : « ὅπου φτώχεια, καὶ γκρίνια».
Ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς, μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ ζοφερὸ σκοτάδι ἔλαμψε ἕνα δυνατὸ φῶς. Ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ σιγά – σιγά φώτισε ὁλόκληρο τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Κι’ αὐτὸ τὸ Φῶς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας καλόγερος, ποὺ τὸν ἔτρωγε τὸ κατάντημα τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ ὁ πόθος νὰ ξαναπάρῃ τὴν θέση του ἀνάμεσα στοὺς ἐλεύθερους λαούς. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
-Δ-
Τὸ εἶχε διαπιστώσει καὶ τὸ ἔλεγε : «Ἀγρίανε τὸ Γένος μας». Ἔτσι, χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ κόπους  καὶ κινδύνους, ἐπραγματοποίησε τέσσερις ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἰδιαίτερα ὅμως στὴν Βόρειο Ἤπειρο. Δέκα ἐννιὰ (19) ὁλόκληρα χρόνια ἔφερνε παντοῦ τὸ φῶς τῆς ὀρθοδοξίας, συμφιλίωνε τοὺς μαλλωμένους, τοὺς δίδασκε νὰ ἱδρύουν σχολεῖα, νὰ μπολιάζουν τὰ δένδρα, ἡμέρευε τὶς ψυχές. Καὶ μὲ τὶς προφητεῖες του ξυπνοῦσε τὴν ἐλπίδα στοὺς ἀποσταμένους, ὅτι ὁπωσδήποτε θάρθῃ «τὸ ποθούμενο», ἡ Ἐθνικὴ ἀποκατάσταση.
Ἀλλὰ το μαρτυρικό του τέλος εἶχε προδιαγραφῆ. Οἱ Τοῦρκοι, μὲ παρακίνηση τῶν ἑβραίων, τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 24 Αὐγούστου 1779. Ὅμως, στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ θεωρήθηκε Ἅγιος. Καὶ κατὰ κοινὴ ὁμολογία, τὸ μεγάλο ἔργο του συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
-Ε-
Ἡ Μητρόπολή μας, ποὺ πολὺ εὐλαβεῖται τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, ὀργανώνει καὶ φέτος τὶς ἀκόλουθες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις στὸν φερώνυμο Ἱ. Ναό του στὴν Κόνιτσα :
α) Τὴν παραμονή, 23 Αὐγούστου, στὶς 7 μ.μ. θὰ ψαλῇ ὁ πανηγυρικὸς ἑσπερινὸς καὶ στὴ συνέχεια θὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ λιτάνευση τῆς Εἰκόνος καὶ τοῦ ἱ. Λειψάνου τοῦ Ἁγίου.
β) Στὶς 24 Αὐγούστου, κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, οἱ καταβασίες θὰ ἀρχίσουν στὶς 7:30, καὶ γύρω στὶς 10:30 π.μ. θὰ ἔχῃ τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία.
Ἡ συμμετοχὴ ὅλων εἶναι ἀπαραίτητη.   Ἔτη πολλά, ἅγια, εὐλογημένα.   
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

†  Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης  Α Ν Δ Ρ Ε Α

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Ματθαίου ιδ΄ 22 - 43 ) "Ο Χριστός περιπατών επί της θαλάσσης"Η ολιγοπιστία του Πέτρου, ...αλλά και η δική μας.

Η ολιγοπιστία του Πέτρου,
...αλλά και η δική μας. 

     Το Ευαγγέλιο αυτής της Κυριακής, αμέσως μετά της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της 9ης εβδομάδας του Ματθαίου, της Κυριακής της 21ης του Αυγούστου του 2016, το οποίο αυτούσιο ακούγεται από τους ιερείς στις Ορθόδοξες εκκλησίες όλης της οικουμένης, αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού.
     Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές.

    Αν εμβαθύνουμε προσεκτικότερα στην Ευαγγελική περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά θα δούμε ότι και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως όπως και να ερμηνεύσουμε τα λόγια αυτά του Ευαγγελιστού Ματθαίου, θα πρέπει να καταλάβουμε πως για να γίνει τελικά ή συνάντηση μας με τον Χριστό, θα πρέπει και εμείς να ανταποκριθούμε στο μόνιμο κάλεσμα Του προς εμάς, θα πρέπει δηλαδή να υπάρξει συντονισμός με τον Δημιουργό μας και πίστη για να κάνουμε την υπέρβαση, να περπατήσουμε τελικά πάνω στην φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο Χριστός θέλει από εμάς να έχουμε θάρρος για να μπούμε μέσα στην θάλασσα Του και πίστη  για να την διαβούμε μέχρι την αγκαλιά Του.
    Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε μας κρίνει και αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμαστούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε την αδυναμία μας και με αυτόν τον τρόπο να εκφρασθεί και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας, που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και στοιβιάζονται βουνό μπροστά μας, ενώ εμείς αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. 
    Άλλοτε πάλι ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθεί η πίστη μας.
 Όμως εμείς, όπως ο Πέτρος, ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. 
   Και άλλοτε πάλι, ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας, μπαίνει στην πονεμένη ζωή μας, φωλιάζει στην ματωμένη καρδιά μας, επουλώνει τα ψυχικά τραύματα μας και τότε έρχεται η μεγάλη γαλήνη και πολυαναμενόμενη ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί λοιπόν πολλούς τρόπους για να μας βοηθήσει και να μας σώσει.
    Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση και ενέργεια του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση Του, χωρίς να αντιληφθούμε πως εμείς οι ίδιοι τον διώχνουμε με την συμπεριφορά και τις πράξεις μας και έτσι χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε ακόμα και εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. 
   Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Ένα παράδειγμα: Χτυπά η καμπάνα την Κυριακή το πρωΐ και εμείς αποκαμωμένοι από την ολονύκτια έξοδο του Σαββάτου, ξενυχτισμένοι και αποκαμωμένοι στεναχωριόμαστε με το άκουσμα της, ενίοτε δε τα βάζουμε και με τον παπά και σε ακραίες και  μεμονωμένες περιπτώσεις καταγγέλλουμε και το γεγονός ως ενοχλητικό, μα ευτυχώς η πλειοψηφία του κόσμου νοιώθει ασφάλεια στο άκουσμα της καμπάνας από το καμπαναριό της εκκλησία του, νοιώθει το άδολο κάλεσμα της, που μόνο αυτή μπορεί πια να του απευθύνει και παραμένει ήσυχος, ακόμα και αν δεν ανταποκριθεί σε αυτό. 
        Και άλλοτε τον αφήνουμε να εισέλθει μέσα στο πλοίο της ζωής μας κάνοντας Τον μέρος της, να μπει και να κατοικήσει μέσα στο σπίτι μας σαν αρχηγός του και καθοδηγητής στην καθημερινότητα μας, να ζήσει μέσα  στην ψυχή μας και τέλος να γίνει μέλος της οικογενείας μας, οπότε και δοκιμάζουμε τότε την ευεργετική παρουσία Του.
  Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύσει, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε ή να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήσει, αν υπομείνουμε την "σιωπή" Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. 
    Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε εγωιστικά τον λόγο Του, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλει να έλθει στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνει η πολυπόθητη συνάντηση μας. 
  Ο Χριστός πάντα θα είναι δίπλα μας και θα μας λέει "...θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε.", πάντα θα μας καλεί να πάμε κοντά Του "Ο δέ είπεν,  ελθέ.",  όμως πρώτα πρέπει να προηγηθεί η δική μας αίτηση, όπως έκανε ο Πέτρος, "Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα."  
Και όταν τελικά αφήσουμε τα πάντα πίσω μας, τους εγωισμούς, τις αμαρτίες και τα πάθη μας και κατευθυνθούμε μέσα στην "προσωπική τρικυμία" μας προς Αυτόν, πρέπει να μην ολιγοψυχήσουμε, να μην ολιγοπιστήσουμε, αλλά προσηλωμένοι στον δρόμο μας, να συντονιστούμε με το θέλημα του Κύριου μας και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν θα Τον ακούσουμε να μας λέει ...
"...ολιγόπιστε! Εις τί εδίστασας;

Το Ευαγγέλιον της Κυριακής Θ' Ματθαίου Κυριακή της 21ης Αυγούστου 2016 (Κατά Ματθαίον ιδ΄22-34)

Το Ευαγγέλιον της Κυριακής 
Θ' Ματθαίου
Κυριακή της 21ης Αυγούστου 2016
(Κατά Ματθαίον ιδ΄22-34)
Πρωτότυπο κείμενο:
Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ου απολύση τους όχλους. και απολύσας τους όχλους ανέβη εις τό όρος κατ΄ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δέ γενομένης μόνος ην εκεί. το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης. και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμα εστί, και από τού φόβου έκραξαν. ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε. αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα. ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν. βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων·Κύριε, σώσόν με. ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε! εις τι εδίστασας; και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει. Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ.

Απόδοσις στην νεοελληνική:
Αμέσως ύστερα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο καΐκι και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Αφού τους διέλυσε, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήλθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν· έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι· μη φοβάστε.» Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται· έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!» Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σε κυρίεψε η αμφιβολία;» Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Τότε όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!» Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.

Στο "αμπέλι" της ζωής...





Τα καλοκαίρια πηγαίναμε οικογενειακώς στο χωριό, να τρυγήσουμε τα αμπέλια του παππού. Ο πατέρας η μάνα και τα δυο μου αδέλφια. Ο παππούς πάντα μας έδινε μια αρχική συμβουλή, «θα κόβεται τα σταφύλια και δεν θα κοιτάτε ποτέ το τέλος του αμπελιού. Θα κοιτάτε μονάχα την κουρμούλα που κόβεται, διαφορετικά θα απογοητευθείτε». Αυτή την απλή 


αλλά γεμάτη σοφία συμβουλή του παππού, την χρειάστηκα πολλές φορές στην ζωή μου. Γιατί κατάλαβα ότι κι η ζωή είναι ένα αμπέλι, που δεν χρειάζεται να κοιτάς το μέλλον, αλλά το τώρα, το εδώ, το σήμερα. Να κάνεις βήματα και να προχωράς όπως είσαι, κι ας μην είσαι τέλειος. Να περπατάς, βήμα βήμα,όσο και όπως μπορείς. Να μην σκέφτεσαι, ούτε να αναλύεις, πόσα χιλιόμετρα χρειάζεται να περπατήσεις, μα το ένα βήμα που πρέπει να κάνεις… Μοναχα έτσι θα φτάσεις στον τερματισμό, όταν τον ξεχάσεις και ζήσεις την διαδρομή...

Αναρτήθηκε από π. ΛίΒυος 
το είδαμε εδώ

ΕΙ ΤΙΝΟΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΜΕΝΕΙ, Ο ΕΠΩΚΟΔΟΜΗΣΕ, ΜΙΣΘΟΝ ΛΗΨΕΤΑΙ




                Οι άνθρωποι επιθυμούμε τα έργα μας και οι κόποι μας να αναγνωρίζονται. Όσοι πιστεύουμε στον Θεό έχουμε την ελπίδα ότι ακόμη κι αν σ’  αυτή τη ζωή βρούμε αχαριστία ή αδιαφορία από τους συνανθρώπους μας, ο Θεός δε θα λησμονήσει τις προσπάθειές μας και θα μας δώσει την ανταπόδοση στην αιωνιότητα. Μπορεί ο λογισμός να μας κατατρώγει, αλλά καλλιεργούμαστε και στην υπομονή. Εκεί που δυσκολευόμαστε πάντως είναι όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν τα έργα μας. Και κάνουμε αγώνα ώστε να τους πείσουμε για την αξία τους, για τον κόπο που έχουμε καταβάλει, για τη σημασία του να υπάρχει δικαιοσύνη στη ζωή και ό,τι αξίζει να γίνεται αποδεκτό. Κάποτε ο εγωισμός μας θίγεται και παραπονιόμαστε για τη στάση των άλλων. Μεταφέρουμε και τα παράπονά μας στον Θεό, στην προσευχή μας. Αισθανόμαστε δηλαδή αδικημένοι και ζητούμε προστασία ή μισθό.
                Αν για τα υλικά μας έργα, αν για τον τρόπο που φερόμαστε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, για την προσφορά μας στους άλλους, για τις δημιουργίες μας, για τα επιτεύγματά μας ζητάμε την αναγνώριση, θα είχε ενδιαφέρον ο προβληματισμός μας σχετικά με τα πνευματικά έργα, αυτά δηλαδή που αναφέρονται στη σχέση μας με τον Θεό. Εκεί βλέπουμε ότι συνήθως υστερούμε. Ακόμη και αν λειτουργούμε φαρισαϊκά, αυτοδοξαστικά, κατανοούμε ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε τον Θεό ή να εκπληρώσουμε ακόμη και τα ελάχιστα. Είναι τα πάθη μας τα οποία μας κατατρώγουν, με αποτέλεσμα να αντιδρούμε, ανάλογα ο καθένας με τον χαρακτήρα του, ποικιλοτρόπως.
                Υπάρχουν αυτοί που μένουν στην επιφάνεια της συνήθειας στη σχέση με τον Θεό. Τους είναι αρκετή η εξωτερική τήρηση των εντολών, κατά την παράδοση, όπως έμαθαν. Η σχέση με τον Θεό έχει να κάνει με τη συμμετοχή στις γιορτές, με την τήρηση εθίμων, με ψήγματα πνευματικής ζωής, όπως είναι η νηστεία, με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι». Επειδή αυτά σε γενικές γραμμές τηρούνται, ανεξαρτήτως πνευματικού βάθους, οι τηρητές μένουν ευχαριστημένοι. Μάλιστα, θεωρούν ότι απέναντι στον Θεό είναι «εντάξει». Κάποτε καθησυχάζουν και τη συνείδησή τους, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με τον Θεό και την εκκλησιαστική συνήθεια και παράδοση. Βέβαια, καταλαβαίνουν ότι δε φτάνουν αυτοί οι τρόποι για να νικήσουν τον θάνατο και έχουν ανησυχία κατά βάθος και φόβο. Ενώ προσδοκούν μισθό ανταπόδοσης από τον ουρανό, διότι τουλάχιστον δεν έβλαψαν και προσπάθησαν να είναι τυπικοί, αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στο δυσκολότερο γεγονός της ζωής που είναι το τέλος της και πάντοτε φοβούνται ότι τα έργα τους μπορεί και να μη φτάνουν για την αιωνιότητα, όμως δεν έχουν διάθεση να μπούνε σε μία πιο ουσιαστική πνευματική πορεία.
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν αποτινάξει τον ζυγό του Θεού.Είναι όσοι πιστεύουν στον εαυτό τους, στη δύναμη της κοσμικής ζωής, στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Αυτοί που θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να ζήσουν, επειδή το τέλος είναι αναπόφευκτο και γι’  αυτό μπροστά στον θάνατο είτε καταρρέουν είτε συμβιβάζονται καθώς έχουν αποφασίσει ότι τα πάντα οδηγούνται προς το μηδέν. Σημασία έχει να περνάμε καλά σ’  αυτήν εδώ τη ζωή, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να είμαστε χαρούμενοι, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, χωρίς να πιεζόμαστε θρησκευτικά. Στην καλύτερη περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί έχουν ένα διανοουμενίστικο προσανατολισμό. Αγαπούνε την τέχνη, τις ιδέες, τη γνώση και νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει το νόημα της ζωής επαρκώς. Η πνευματικότητα είναι θέμα εγκεφαλικό και ευαισθησίας έναντι του κόσμου. Είναι ακολούθηση αιτημάτων όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η γνώση, το στυλ.
Υπάρχουν, τέλος, και εκείνοι, οι οποίοι είναι συνήθως λιγότεροι και οι οποίοι προσπαθούν να δούνε τη σχέση με τον Θεό σε βάθος. Αυτό συνεπάγεται την αυτογνωσία και την αυτοκριτική από την μία και από την άλλη ένα αίσθημα μετανοίας συνεχούς, δηλαδή εκζητήσεως του ελέους του Θεού για όσα δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν ή δεν κατενόησαν. Την ίδια στιγμή την καρδιά τους συνέχει η αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Η προσευχή και η ευσπλαχνία. Η παράδοση στο έλεος του Θεού από την μία και ο αγώνας για έναν κόσμο με περισσότερη αγάπη από την άλλη. Η ταυτόχρονη στροφή εντός δίνει στους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να αφήσουν τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος να μιλήσει στην καρδιά τους και να νοηματοδοτήσει όπως Εκείνος γνωρίζει τη ζωή τους.
Στην αγωνία λοιπόν για τη δικαίωση αναφορικά με τα έργα της ζωής μας η Εκκλησία απαντά δια του Αποστόλου Παύλου: «Ει τινός το έργον μένει, ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός  (Α’  Κορ. 3, 15) Αν το έργο που έχτισε κάποιος αντέξει, αυτός θα λάβει μισθό. Αν όμως το έργο του καταστραφεί από τη φωτιά, αυτός θα χάσει την αμοιβή του, ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει μέσα από τις φλόγες. Μισθό λοιπόν και ανταπόδοση θα λάβει όποιος δει το έργο του να μένει στις καρδιές των ανθρώπων. Όποιος  δηλαδή αγάπησε τον Θεό και τον πλησίον, έκανε την αυτοκριτική του και πέρασε εν μετανοία τη ζωή του, μην αφήνοντας τα πάθη να τον νικήσουν. Όποιος έζησε επιφανειακά, κατά τη συνήθεια ή έβαλε στοιχεία αυτοδικαίωσης στα έργα του, αυτά δε θα μείνουν. Ο ίδιος όμως μπορεί να σωθεί, διότι η αγάπη του Θεού είναι τέτοια που δίνει έλεος ακόμη και στον ελάχιστο. Όσοι μένουν όμως σε μία ζωή χωρίς Θεό, διατρέχουν τον κίνδυνο να απομείνουν εδώ, σ’  αυτή τη ζωή και να μην μπορέσουν να αναγνωρίσουν τον Θεό στην αιωνιότητα. Γι’  αυτό χρειάζεται ο τρόπος και ο δρόμος της Εκκλησίας, η οποία, δια της πίστεως, δίνει ελπίδα και ζωή.

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2016

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!


Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος 

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅτι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὔρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὁποῦ οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Λυτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ. Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος. Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου. Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ. Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι. Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι; Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...

Ὅταν δυσκολεύεσαι νά πιεῖς τό ποτό πού σοῦ ἔφτιαξε ὁ Χριστός…

Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἕνα πρᾶγμα εἶναι βέβαιο: ὁ θάνατος· κάποια στιγμή, ὅλοι μας, θά ἀφήσουμε αὐτή τήν ζωή· βιολογικά, θά πάψουμε νά ὑπάρχουμε. Ὅλα τά ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται ἀπό τήν σφραγίδα τῆς φθορᾶς· τῆς ἀστάθειας· τῆς ἀβεβαιότητας. Ὅπου κι ἄν στρέψεις τό βλέμμα σου θά ἰδεῖς, κυρίαρχο στοιχεῖο τήν ρευστότητα. Ἀκόμη καί ἡ δική μας παρουσία ἐπάνω στήν γῆ εἶναι μία περιπλάνηση. Ζοῦμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στό σπίτι πού σύ τώρα ζεῖς, θά σέ διαδεχθῆ κάποιος ἄλλος, ὅπως καί σύ διαδέχθηκες τόν προκάτοχό του. Τό ἀληθινό μας σπίτι εἶναι κάπου ἀλλοῦ. Στόν οὐρανό. Καί νά, τό παράξενο: δέν ξέρομε πότε θά ἀναχωρήσωμε· πότε θά ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Πατέρα μας νά μᾶς καλεῖ νά γυρίσωμε στό σπίτι Του· στό σπίτι μας.



Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ ζωή! Τί γλυκειά πού εἶναι ἡ ζωή! Ὅλοι μας ἔχομε ἀνάγκη καί ἀπό λίγη ἀναψυχή· λίγη «χαλάρωση», γιά νά μπορέσωμε νά συνεχίσωμε αὐτό τό ἐπίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, μέ τήν «χαλάρωση» δέν ἐννοῶ τήν ἁμαρτωλή διασκέδαση, οὔτε τήν σπατάλη. Γιά ρίξε μιά ματιά στόν ἄνθρωπο πού κατάλαβε ποῦ βρίσκεται ἡ πραγματική χαρά. Γι᾿ αὐτόν, ἀναψυχή εἶναι τό ζεστό περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του καί ἡ ἀνέμελη ζωή τῆς ἁπλότητας.
Ὅμως. Ὅσο ἀθῶα κι ἄν ζεῖ κανείς, ἀπολαμβάνοντας τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς καί τά ὡραῖα τοῦ κόσμου, διατρέχει τόν μέγιστο κίνδυνο: νά λησμονήσει τήν ἀληθινή του πατρίδα· τό πατρικό του σπίτι. Γι᾿ αὐτό, ὁ πανάγαθος Πατέρας, βλέποντας τό παιδί Του, μέσα στήν χαρά τῆς ζωῆς, νά ἀποπροσανατολίζεται, θέλοντας νά συμμετέχει καί αὐτός στήν χαρά του, τοῦ προσφέρει τό δικό Του ποτό: ἕνα μεῖγμα, δικῆς Του κατασκευῆς. Τοῦ ἀνακατεύει:
•τά χαρούμενα μέ τά λυπηρά·
•τά εὐχάριστα μέ τά δυσάρεστα·
•τά γλυκά μέ τά πικρά.
Γι᾿ αὐτό, καί σύ ἀδελφέ, μή κάνεις τό λάθος καί ἀπελπίζεσαι, ὅταν στήν πορεία τῆς ζωῆς σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο καί θλίψη. Τό ποτό τοῦ Θεοῦ, γιά σένα πού ταξιδεύεις γιά τήν ἀληθινή σου πατρίδα, εἶναι εὐεργεσία καί προστασία, ὥστε νά μή νομίσεις τό ξενοδοχεῖο (τήν παρούσα ζωή) σάν τήν μόνιμη κατοικία σου (τήν αἰώνια ζωή). Θυμίσου, τότε, καί τό πάθημα τοῦ Πέτρου. Μέ μιά διαφορά: Ἐκεῖνος, περπάτησε ἐπάνω στά νερά μιᾶς λίμνης. Ἐσύ, περπατᾶς ἐπάνω στά νερά τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου τούτου. Γιά σένα, κύματα εἶναι οἱ δοκιμασίες· καί φουρτούνα οἱ πειρασμοί· γύρω σου, οἱ ἄνθρωποι σάν ἄλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιός θά καταβροχθίσει τόν ἄλλο. Ἐσύ ὅμως, μή φοβᾶσαι! Μή δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα ἐπάνω στά νερά μέ σταθερότητα καί ἐμπιστοσύνη σέ Ἐκεῖνον πού σέ πρόσταξε νά περπατήσεις, γιά νά μή βυθισθεῖς. Ὁ Πέτρος φώναξε: ἐάν πράγματι εἶσαι Σύ Κύριε, πρόσταξε νά ἔρθω κοντά Σου. Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: Ἐμπρός, ἔλα! Ὁ Πέτρος ἄκουσε, ὑπάκουσε καί ξεκίνησε νά περπατάει ἐπάνω στά νερά. Ὅταν ὅμως, νοῦς καί καρδιά ἔπαυσαν νά ἀτενίζουν τόν Χριστό, ἄρχισε νά βουλιάζει. Καί μέσα στήν ἀπελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σῶσε με». Καί ὁ Χριστός τόν ἅρπαξε ἀπό τό χέρι.
Καί ἐσύ, ἀδελφέ μου, τό ἴδιο κάμε. Ὅταν δυσκολεύεσαι νά πιεῖς τό ποτό πού σοῦ ἔφτιαξε ὁ Χριστός, φώναξε Του ὅπως ὁ Πέτρος: Κύριε, χάνομαι! Ἅπλωσε τό παντοδύναμο Σου χέρι καί κράτα με στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας γιά νά μήν πνιγῶ, νά μή χαθῶ! Καί τότε, θά Τόν ἰδεῖς νά ἁπλώνει τό χέρι Του καί νά σέ κρατάει γερά ἐπάνω ἀπό τά νερά.
Αγίου Αυγουστίνου

Ἡ ὑπερηφάνεια αἰτία τῆς ἀπουσίας χαρᾶς




Πέμπτη, 28 Ἀπριλίου, 1977
     Σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέλευση φοιτητῶν, σκεφτόμουν: γιατί οἱ ἄνθρωποι τόσο συχνὰ ἁπλῶς καταστρέφουν τὴ ζωή τους, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους, σὰν νὰ διακατέχονται ἀπὸ κάποια amor fati.

     Θὰ ὑπέθετε κανεὶς πὼς ἕνας ἁπλὸς ἐγωισμὸς καὶ τὸ ἔνστικτό τῆς αὐτοσυντήρησης θὰ τοὺς προφύλασσαν , ἀλλὰ ὄχι, οὔτε αὐτὸ τὸ ἔνστικτο δὲν τοὺς σταματᾶ. Μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθαρὰ ἕνα εἶδος τρέλας, ἕνα πραγματικὸ πάθος γιὰ καταστροφή. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τὸ «Ἐγώ», δηλ. ἡ ὑπερηφάνεια.

     Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.

     Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν' ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται, στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.

     Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.
     Εἶναι τρομερὸ νὰ σκέφτεσαι πώς, κατὰ μία ἔννοια, καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μὲ ὑπερηφάνεια - «τὰ δίκαια τῶν ἐκκλησιῶν», «τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», «ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», κ.λπ. καὶ μὲ μιά πλημμύρα ἄχαρης, περίπλοκης καὶ ἐπίφοβης «πνευματικότητας». Εἶναι μιά συνεχὴς αὐτοκαταστροφή.

     Προσπαθοῦμε νὰ προστατεύσουμε τὴν «Ἀλήθεια», παλεύουμε μὲ κάτι καὶ γιὰ κάτι δίχως νὰ καταλαβαίνουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ νικᾶ μόνον ὅπου εἶναι ζωντανή: «...ταπεινώσου, γίνε σὰν δοῦλος», καὶ θὰ ἔχεις μιά χαρὰ καὶ μία ἁπλότητα ποὺ ἀπελευθερώνουν, ἐκεῖ ὅπου ἡ ταπείνωση ἀκτινοβολεῖ τὴ θεϊκή της ὀμορφιά, ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴ δημιουργία καὶ στὴ σωτηρία. Πῶς θὰ μπορέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ζήσω μαζί της; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ πείσω τοὺς ἄλλους;………..
     ………….Συνεχίζω τὶς χθεσινὲς σημειώσεις μου γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωκεντρισμό, ὡς πηγὴ ἁμαρτίας, ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς ἡ καταστροφική, ὀλέθρια δύναμή της.

     Σκεφτόμουν σήμερα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία, στὴ σάρκα καὶ στὴ λαγνεία. Λαγνεία εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἴδια ἐγωκεντρικότητα, ἡ ἴδια ὑπερηφάνεια, ποὺ στρέφει τὸ σῶμα στὸν ἑαυτό του, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοϊκανοποίησή του. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατη ἡ γνήσια ταπείνωση δίχως τὴ νίκη ἐνάντια στὴ σάρκα, ἡ ὁποία τελικὰ συνίσταται στὴν πνευματοποίηση τοῦ σώματος.

     Ἀλλὰ ἡ μάχη μὲ τὴ σάρκα μπορεῖ εὔκολα νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ πηγὴ ὑπερηφάνειας ἂν δὲν ριζώνει στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐπιδίωξη τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀσκητισμὸς μπορεῖ νὰ ἐντρυφᾶ στὸν ἑαυτό του κι ὄχι στὸν Θεό. Τὰ σημάδια εἶναι σαφῆ. Ὁ φωτεινὸς ἀσκητισμὸς εἶναι χαρούμενος, ἁπλός, ἐλπιδοφόρος.

     Ὁ ψευδὴς ἀσκητισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, ζεῖ ἀπεχθανόμενος τὴ σάρκα, τὸν κόσμο, τὴ ζωή. Τρέφεται μὲ τὴν περιφρόνηση, συμμετέχει στὴ βλασφημία τοῦ Διαβόλου ἀπέναντι στὴν κτίση. Γιὰ ἕναν τέτοιο ἀσκητή, ἡ ἁμαρτία - ὅπως καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ ὁ κίνδυνος - φαίνεται νὰ βρίσκεται παντοῦ. Ἐνῶ ἡ νίκη πάνω στὴ σάρκα δὲν γίνεται ποτὲ ἀπέχθεια καὶ πάντα ὁδηγεῖ στὸν «καθαρὸ ὀφθαλμό». «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἦ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,23).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...