Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 11, 2012

Κυριακή Ι’ Ματθαίου: Η δύναμη της πίστης (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)


(Ματθ. ιζ 14-23)
Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολ­λοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρό­νου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ’ αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέ­θηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευ­μάτων.
Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κό­σμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ’ άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.
Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύ­ματα ήταν δυνατά και τα αγαθά πνεύματα ανίσχυρα. Οι πονηρές δυνάμεις κυριαρχούσαν πραγματικά στον κόσμο, γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε τον αρχηγό τους άρχοντα αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που κι οι άρχοντες των Ιουδαίων απέδιδαν όλη τη θεϊκή δύναμη του Χριστού στο διάβολο και τους αγγέλους
Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο για να ξεριζώσει την πίστη των ανθρώπων στο πονηρό και να σπείρει στις ψυχές τους την πίστη στο αγαθό, στην παντοδυ­ναμία τού καλού και την ακατανίκητη δύναμή του. Ο Χριστός δεν κατήργησε, αλλ’ επιβεβαίωσε την αρχαία και παγκόσμια πίστη στα πνεύματα. Αποκάλυψε όμως τον πνευματικό κόσμο όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως φαινόταν στους ανθρώπους με τη φθοροποιό επιρροή των δαιμόνων. Ο ένας, αγαθός, σοφός και πα­ντοδύναμος Θεός, είναι ο Κύριος τόσο του πνευματικού όσο και του φυσικού κόσμου, ορατού και αοράτου. Τα αγαθά πνεύματα είναι οι άγγελοι κι ο αριθμός τους είναι αμέτρητος. Τα αγαθά πνεύματα, οι άγγελοι, είναι απείρως πιο δυνατά από τα πονηρά πνεύματα, που στην πραγματικότητα δεν έχουν εξουσία να κάνουν τίποτα, αν ο παντεπόπτης Θεός δεν το επιτρέψει.
Τα πονηρά πνεύματα είναι πολυάριθμα. Σ’ ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα, που τον θεράπευσε ο Κύριος, κατοικούσε ολόκληρη λεγεώνα, δηλαδή μερικές χιλιάδες δαίμονες. Τα πονηρά αυτά πνεύματα πλα­νούσαν τους ανθρώπους, λαούς ολόκληρους, εκείνο τον καιρό, όπως και σήμερα πλανούν πολλούς αμαρτωλούς, προσπαθούν να τους πείσουν πως είναι παντοδύναμα· πως είναι στην ουσία οι μόνοι θεοί, πως εκτός απ’ αυτούς δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αγαθά πνεύματα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν εμφανίστηκε ο Κύριος Ιησούς όμως, εκείνα έφευγαν μακριά έντρομα. Αναγνώριζαν πως ο Κύριος είχε εξουσία και δύναμη, πως μπορούσε να τους διώξει απ’ αυτόν τον κόσμο και να τους στείλει στην άβυσσο της κόλασης. Προκαλούσαν αναταραχή σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο με την παραχώρηση του Θεού. Πολεμούσαν το ανθρώπινο γένος με τόση ορμή, όπως τα όρνια πέφτουν στα θνησιμαΐα. Τον κόσμο αυτόν τον λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.
Ξαφνικά ο φορέας του αγαθού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας από φόβο εκείνοι έκραξαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29)Κανένας δε φοβάται τόσο πολύ, όσο εκείνος που βασανίζει τους άλλους. Τα πονηρά πνεύ­ματα βασάνιζαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, έβρισκαν ικανοποίηση στα βασανιστήρια αυτά. Όταν όμως είδαν το Χριστό, τρόμαξαν μπροστά στο μέγι­στο Κριτή τους. Ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν τον άνθρωπο και να μπουν στα γουρούνια ή και σε άλλα πλάσματα, φτάνει να μην τα εξόριζε ο Χριστός απ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος με ανάμικτες δυνάμεις. Είναι ένα πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι έχουν να διαλέξουν εντελώς συνειδητά και ελεύθερα: Ή θ’ ακολουθήσουν το Νικητή Χριστό, ή θα πάνε μαζί με τ’ ακάθαρτα και νικημένα πνεύματα. Ο Χριστός ήρθε στους ανθρώπους ως Αγάπη, για να δείξει τη δύ­ναμη του καλού πάνω στο κακό και να στερεώσει την πίστη των ανθρώπων στο αγαθό – μόνο στο αγαθό.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα μόνο περιστατικό από αναρίθμητα άλλα ανάλογα. Μας λέει πώς ο Κύριος, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους, έδειξε για μια ακόμα φορά τη δύναμη του καλού πάνω στο κακό και πώς προσπά­θησε να στερεώσει την πίστη στο παντοδύναμο και νικηφόρο αγαθό.
«Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ» (Ματθ. ιζ’ 14-15). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν κι άλλοι δυο ευαγγελιστές: ο Μάρκος (θ’ 9-17) κι ο Λουκάς (θ’ 37-42). Κι οι δυό τους αναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την αρρώστια τού παιδιού. Ήταν ο μοναδικός γιος τού πατέρα και τον κατείχε πνεύμα άλαλο. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα έμπαινε μέσα του,«εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόλις αποχωρεί απ’ αυτού συντρίβων αυτόν» (Λουκ. θ’ 39). Το πονηρό πνεύμα κυριεύει το παιδί κι αυτό έξαφνα κραυγάζει, συγκλο­νίζεται με σπασμούς όλο του το σώμα, συντρίβεται και βγάζει αφρούς από το στόμα. Πολύ δύσκολα φεύγει από μέσα του.
Τα βέλη τού πονηρού στόχευαν ταυτόχρονα τρεις στόχους: τον άνθρωπο, την κτίση του Θεού και τον ίδιο το Θεό. Το παιδί «σεληνιαζόταν». Πώς θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η σελήνη για την αρρώστια κάποιου ανθρώπου; Αν η σελήνη έχει τη δύναμη να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο αλαλία ή παραφροσύνη, γιατί δεν το κάνει σε όλους; Το κακό δε βρίσκεται στη σελήνη αλλά στο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που πλανά τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο κρύβεται. Ενοχοποιεί τη σελήνη, ώστε οι άνθρωποι να μη κατηγορήσουν το ίδιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σκέψη πως όλη η κτίση του Θεού είναι κακή, πως το κακό έρχεται στον άνθρωπο από τη φύση κι όχι από τα πονηρά πνεύματα που εξέπεσαν από το Θεό. Τα θύματά τους ενεργοποιούνται στις αλλαγές φάσης της σελήνης, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν: «Ορίστε, το κακό αυτό προέρχεται από τη σελήνη!» Κι αφού τη σελήνη τη δημιούργησε ο Θεός, σημαίνει πως το κακό προέρχεται από το Θεό. Έτσι πλανιούνται οι άνθρωποι από τ’ άγρια και πανούργα αυτά θηρία.
Όλα όσα έκανε ο Θεός είναι καλά λίαν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όλη η κτίση έγινε για να υπηρετήσει τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει, όχι να τον βλάψειΑν και υπάρχουν πράγματα που εμποδίζουν τη φυσική ικανοποίηση του ανθρώπου, ακόμα κι αυτά λειτουργούν για το καλό της ψυχής του, να την χαρο­ποιούν και να την εμπλουτίζουν. «Σοί εισιν οι ουρανοί και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. πη’ 12), αναφωνεί ο ιερός Ψαλμωδός. Κι ο ίδιος ο Θεός μάς λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα«πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου» (ξστ’ 2).
Οτιδήποτε λοιπόν είναι του Θεού, είναι καλό. Η πηγή βγάζει μόνο ό,τι περιέχει, όχι ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει κακό στο Θεό. Πώς λοιπόν μπορεί να προκύ­ψει κακό από Εκείνον, τη μοναδική πηγή του καλού; Πολλοί αδαείς κι απερίσκεπτοι άνθρωποι ονομάζουν μεγάλο κακό την αρρώστια. Είναι αλήθεια όμως πως δεν είναι κακή κάθε αρρώστια. Μερικές αρρώστιες είναι έργο του πονηρού κι άλλες είναι θεραπεία του κακού. Κακό είναι το πονηρό πνεύμα που ενεργεί σ’ έναν παράφρονα ή παρανοϊκό άνθρωπο.
Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες που βρήκαν πολλούς από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, επειδή έπραξαν το κακό ενώπιον του Κυρίου (βλ. Α7 Βασ. 25, 30), ήταν συνέπεια της αμαρτίας τουςΟι αρρώστιες κι οι δυστυχίες όμως που επιτρέπει ο Κύριος να επισκεφτούν τους δίκαιους, δεν είναι έργο του πονηρού αλλά φάρμακο, τόσο για τους ίδιους τους δίκαιους όσο και για τους δικούς τους, που κατανοούν πως τα βάσανα τα στέλνει ο Θεός για το καλό τουςΤα βάσανα που έρχονται από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων στον άνθρωπο ή είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι κακά. Εκείνα τα βάσανα που επιτρέπει ο Θεός, για να καθαρίσει τελείως τον άνθρωπο από την αμαρτία, να τον ελευθερώσει από την τυραννία του πονηρού και να τον φέρει κοντά Του, είναι καθαρκτικά. Αυτά δεν προέρχονται από το διάβολο ούτε και είναι από μόνα τους κακά. Προέρχονται από το Θεό και λειτουργούν για το καλό τού ανθρώπου.«Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’ 71), λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ.
Ο πονηρός είναι κακός. Δρόμος του πονηρού είναι η αμαρτία. Εκτός από τον πονηρό και την αμαρτία, δεν υπάρχει κανένα κακό. Το πονηρό πνεύμα είναι ένοχο για τα βάσανα του παιδιού αυτού, όχι η σελήνη. Αν ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο δεν περι­όριζε τα πονηρά πνεύματα και δεν προστάτευε τον άνθρωπο απ’ αυτά, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους αγγέλους Του, τα πονηρά πνεύματα θα εξολόθρευαν όλους τους ανθρώπους αστραπιαία, σωματικά και ψυχικά, όπως εξολοθρεύουν οι ακρίδες τους σπόρους στους αγρούς.
«Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι» (Ματθ. ιζ’ 16), είπε στον Κύριο ο πατέρας του άρρωστου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή έλειπαν τρεις από τους μαθητές του Κυρίου: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο στο όρος Θαβώρ, τότε που μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Όταν κατέβηκαν από το όρος μαζί με τον Κύριο, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε το Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές Του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: πρώτο, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· δεύτερο, επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και τρίτο, επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ’ 16). Η απιστία του πατέρα τού παιδιού είναι φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η’ 2). Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν’ αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ’ αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Πολύ λιγότερο μίλησε όπως ο εκατόνταρχος στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Εδώ μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη πίστη όμως, η αιμορροούσα γυναίκα, δεν είπε τίποτα. Σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ’ 22). Εί τι δύνασαι! Αν μπορείς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Θα πρέπει να είχε μάθει πολύ λίγα για το Χριστό και τη δύναμή Του για να μιλάει έτσι σ’ Εκείνον, που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η αδύναμη πίστη του εξασθένησε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των αποστόλων να τον βοηθή­σουν. Έτσι οι σκόπιμες συκοφαντίες των γραμματέων εναντίον του Χριστού και των μαθητών Του, βοήθησαν για να διατυπώσει με τόση αμφιβολία ο πατέρας του παιδιού την ερώτηση: εί τι δύνασαι. Η ερώτηση αυτή προδίδει μόνο μια αμυδρή ακτίνα πίστης, πολύ πολύ μικρής, έτοιμης να σβήσει.
«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 17). Ο Κύριος απευ­θύνθηκε επιτιμητικά σ’ όλους γενικά: στους άπιστους και τους ολιγόπιστους του Ισραήλ, καθώς και σ’ όλους εκείνους που ήταν μπροστά Του: στον πατέρα του άρρωστου παιδιού, στους μαθητές Του και κυρίως στους γραμματείς. Ω, γενεά άπιστος!Γενεά που έχεις υποταχθεί στον πονηρό, στο διάβολο, που πιστεύ­ει σταθερά στη δύναμη του πονηρού, που υπηρετεί δουλικά τον πονηρό και αρνείται το καλό, που αντι­τίθεται στο Θεό· γενεά που έχει λίγη ή και καθόλου πίστη στο καλό, που επαναστατεί στο καλό! Γι’ αυτό και πρόσθεσε τη λέξη διεστραμμένη ο Κύριος. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δείξει από πού προέρχεται η απιστίααπό τη διαστροφή, τη διαφθορά ή -ακόμα πιο καθαρά- από την αμαρτίαΗ απιστία είναι συνέπεια. Αιτία είναι η διαφθορά. Η απιστία είναι κοινωνία με το διάβολο. Η αμαρτία -διαφθορά- είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία αυτή. Διαφθορά είναι η κατάσταση αποστασίας από το Θεό. Απιστία είναι το σκοτάδι, η αδυναμία κι ο τρόμος όπου βυθίζεται ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό.
Αξίζει να επισημάνουμε πόσο προσεχτικές εκφρά­σεις χρησιμοποιεί ο Κύριος.Μιλάει γενικά, δεν κατο­νομάζει κανέναν. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κριτική στους ανθρώπους, αλλά να τους ευαισθητοποιήσει. Δε θέλει να τους προσβάλει ή να τους ταπεινώσει, αλλά να ξυπνήσει τη συνείδησή τους, να τους βοηθήσει να ξεπε­ράσουν τον εαυτό τουςΠόσο υπέροχη είναι η διδαχή Του για την εποχή μας, για τη γενιά μας, που είναι τόσο πρόθυμη στα λόγια, τόσο γρήγορη να προσβάλει! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν σήμερα ναπεριορίσουν τη γλώσσα τους και να μετρήσουν τα λόγια τους, να σταματήσουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο, τότε το μισό κακό στον κόσμο θα εξαφανιζόταν, τα μισά πονηρά πνεύματα θα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους. Ο απόστολος Ιάκωβος, που διδάχτηκε το καλό από το παράδειγμα του Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. εί τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν» (Ιάκ. γ’ 2-3).
Τί σημαίνουν τα λόγια τού Χριστού, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; Φαντα­στείτε έναν ευγενή και φωτισμένο άνθρωπο, να τον έχουν αναγκάσει να ζήσει ανάμεσα σε αγρίους. Ή ένα βασιλιά που αφήνει το θρόνο του και κατεβαίνει στους αγύρτες κι απατεώνες, όχι μόνο για να ζήσει μαζί τους και να μάθει τον τρόπο ζωής τους, αλλά να τους διδάξει πώς να σκέφτονται, να εργάζονται και να νιώθουν σαν βασιλιάδες, με ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Όταν περνούσαν τρεις μέρες, ακόμα κι ένας Βασιλιάς θα φώναζε: «Πόσο καιρό μπορώ να μείνω μαζί σας;». Θα μπούχτιζε από την υπερβολική αγρι­ότητα, την ανοησία, την ακαθαρσία και τη δυσωδία αυτών των τριών ημερών. Ο Κύριος Ιησούς όμως, ο «Βασιλεύς των βασιλέων»,εβγάλε τέτοια φωνή μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνιαπου ζούσε ανά­μεσα σε ανθρώπους, που απείχαν από την αρχοντιά Του πολύ περισσότερο απ’ όσο απέχουν οι αγριότεροι των ανθρώπων από τον ευγενέστερο ανάμεσά τους, απ’ όσο διαφέρει ο πιο βρώμικος αγύρτης από τον μέγιστο των επίγειων βασιλιάδων.
Σίγουρα ο Κύριος δε θα μετρούσε το χρόνο σε μέρες και έτη, αλλά με τα έργα και τα θαύματα που είχε κάνει μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους, με τη δι­δασκαλία Του που είχε διαδοθεί σε πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές.Μετά από τόσα έργα και θαύματα, μετά από τόσες διδαχές και άπειρα θαυμαστά πε­ριστατικά που θα μπορούσαν να καλύψουν χιλιάδες χρόνια,ξαφνικά είδε πως οι μαθητές Του δεν μπο­ρούσαν να θεραπεύσουν έναν επιληπτικό νέο και να βγάλουν ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο, μ’ όλο που τους είχε διδάξει με λόγια και με το παράδειγμά Του πώς να εκβάλουν λεγεώνες δαιμόνων. Κι άκουσε έναν αμαρτωλό με πολύ αδύναμη πίστη να του λέει: εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν.
Αφού ο Κύριος επιτίμησε εκείνους που ήταν μπρο­στά για την απιστία τους, μετά τους έδωσε εντολή να φέρουν το άρρωστο παιδί μπροστά Του: φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Τότε επιτίμησε το δαιμόνιο κι εκείνο βγήκε αμέσως από το σώμα του παιδιού. Την ίδια στιγμή το παιδί έγινε καλά. Αυτά αναφέρει ο Ματθαίος. Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές δίνουν λεπτομέρειες για όσα έγιναν πριν από την πραγματική θεραπεία του παιδιού. Οι τρεις αυτές λεπτομέρειες είναι οι εξής: πρώτη, πως ο Χριστός ρώτησε τον πατέρα από πότε είναι άρρωστο το παιδί· δεύτερη, πως έδωσε έμφαση στην πίστη, ως προϋπόθεση της θεραπείας· και τρίτη, πως την ώρα που οδηγούσαν το παιδί μπροστά στο Χριστό, τρομοκρατη­μένος ο διάβολος εγκατέλειψε το παιδί κι έφυγε.
«Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ;», ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του άρρωστου παιδιού (Μάρκ. θ’ 21). Και βέβαια δεν έκανε την ερώτηση αυτή για τον εαυτό Του, αλλά για να την ακούσουν οι συγκε­ντρωμένοι άνθρωποι. Ο ίδιος το ήξερε καλά, γνώριζε πως η αρρώστια του παιδιού ήταν μακροχρόνια. Ο πατέρας απάντησε: «παιδιόθεν». Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσα τρομερά βάσανα προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα και πόσο μεγάλη είναι η προστασία τού Θεού. Χωρίς την προστασία Του, τα πονηρά πνεύ­ματα σίγουρα θα είχαν κυριολεκτικά αφανίσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή τού παιδιού. Και τελικά ας σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Υιού τού Θεού πάνω στα πονηρά πνεύματα. Βοήθησον ημίν, είπε στο Χριστό ο πατέρας τού παιδιού. Δεν ανέφερε μόνο το παιδί, γιατί τα βάσανα του παιδιού ήταν και του πατέρα του βάσανα, όπως και όλης της οικογέ­νειας. Αν το παιδί θεραπευόταν, θα ελευθερώνονταν από το βάρος πολλές ανθρώπινες ψυχές. Κι ο Χριστός τού απάντησε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’ 23).
Όπως συνήθιζε να ενεργεί ο Κύριος, ήθελε να κάνει κι εδώ το μέγιστο δυνατό καλό με μια πράξη. Ένα καλό ήταν ν’ αποκαταστήσει την υγεία του παιδιού. Αλλά γιατί να μην ωφελήσει και τους άλλους; Γιατί να μην ενισχύσει και να σταθεροποιήσει την πίστη του πατέρα; Γιατί να μην κάνει ταυτόχρονα κι ένα τρίτο καλό, να δείξει δηλαδή τη δύναμή Του όσο πιο καθαρά γινόταν, ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρω­ποι; Και γιατί να μην κάνει κι ένα τέταρτο καλόνα καταγγείλει την απιστία και τη διαφθορά, καθώς και τη χαμερπή τάση των ανθρώπων προς το κακό, προς τα πονηρά πνεύματα και την αμαρτία; Και γιατί να μην επιτύχει κι έναν πέμπτο καλό, κι ένα έκτο κι ένα έβδομο κι όλα τα καλά που μπορούν να προκύψουν από μια καλή πράξη; Μια καλή πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλές άλλες, όπως το τρένο σέρνει πολλά βαγόνια.
Προσέξτε επίσης πως ο Κύριος συνδυάζει με πολλή σοφία την ακρίβεια με τη λεπτότητα. Όταν κατάγ­γειλε αυστηρά την απιστία, μίλησε γενικά, για να διεγείρει όλων την πίστη, χωρίς να ταπεινώσει κα­νέναν προσωπικά. Μετά, όταν στράφηκε σ’ εκείνον που τον ικέτευε, δε μίλησε αυστηρά, αλλά με μεγάλη προσοχή και ευγένεια: ει δύνασαι πιστεύσαι… Αυτή η προσεχτική διατύπωση κι η ευγένεια του Χριστού έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο πατέρας έκραξε με δάκρυα στα μάτια: «πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. θ’ 24).
Δεν υπάρχει τίποτα που να λιώνει ευκολότερα τον πάγο της απιστίας όσο τα δάκρυα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός έκλαψε μπροστά στον Κύριο και μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του, από μέσα του ξεπήδησε η πίστη όπως το νερό από την πηγή. Και τότε είπε τα λόγια που έμειναν ως ένα δυνατό μήνυμα σε όλες τις γενιές των ανθρώπωνπιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.
Τα λόγια αυτά δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν μπο­ρεί ούτε να πιστέψει χωρίς τη βοήθεια του ΘεούΑπό μόνος του μπορεί να φτάσει σε μια υποψία πίστης, να πιστεύει δηλαδή στο καλό και στο κακό ή, με άλλα λόγια, ν’ αμφιβάλλει για το καλό και το κακό. Ο δρόμος όμως από τη μερική πίστη στην αληθινή είναι πραγματικά μακρύς. Χωρίς το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει το δρόμο αυτό. Το νόημα των λόγων του πατέρα του παιδιού, πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία, είναι: «Βοήθησέ με, Κύριε, να πιστέψω σε Σένα! Βοήθησε με να μην πιστέψω στο κακό! Βοήθησε με ν’ απαλλαγώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»
«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’ 42). Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ’ 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ’ 15), είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.
Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.
Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει.
Μετά το μεγάλο αυτό θαύμα τού Χριστού, «εξεπλήσσοντο πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού», γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (θ’ 43). Πόσο καλό θα ήταν να έμενε ο θαυμασμός αυτός διαρκής κι ανεξά-λειπτος από τις ψυχές τών ανθρώπων! Να μην έσβηνε τόσο γρήγορα όσο οι σαπουνόφουσκες στο νερό! Ο Θεός όμως δε σπέρνει μάταια. Αν ο σπόρος που πέ­φτει στο δρόμο, στην πέτρα ή ανάμεσα στα ζιζάνια χάνεται, εκείνος που πέφτει σε καλή γη μένει ζωντανός και αποδίδει καρπούς εκατονταπλάσιους.
Αργότερα που ο Χριστός έμεινε μόνος με τους μα­θητές Του, εκείνοι τον ρώτησαν: «Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ’ ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατίσει υμίν» (Ματθ. ιζ’ 19-20). Η ρίζα της αδυναμίας των αποστόλων επομένως ήταν η απιστία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι η δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Οι μαθητές έκαναν για κάποιο διάστημα καλή χρήση αυτής της εξουσίας. Στο μέτρο όμως που εξασθένησε η πίστη τους, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε και η δύναμη που τους έδωσε. Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ’ όλα τα πλάσματα. Με την παρακοή, την απληστία και την υπερηφάνειά του όμως, έχασε την εξουσία αυτή. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο δικό τους σφάλμα, είχαν χάσει τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δώσει ο Κύριος. Η χαμένη αυτή δύναμη τώρα μπορεί ν’ ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη και περισσότερη πίστη.
Σ’ αυτήν την περίπτωση ο Κύριος έδωσε μεγάλη έμφαση στο θέμα της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει και όρη. Δεν αδυνατεί τίποτα μπροστά της. Ο κόκκος του σιναπιού είναι πολύ μικρός, το άρωμά του όμως μπορεί να διαπεράσει ένα μπωλ ολόκληρο με φαγητό. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχησή του αρ. 5: «Όπως ο κόκκος του σιναπιού, που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά μεγάλος σε ενέργεια, όταν σπαρεί σ’ έναν τόπο βγάζει πολλούς κλάδους, ώστε σ’ αυτούς να κάθονται και πουλιά, έτσι είναι κι η πίστη. Σύντομα κάνει έργα μεγάλα. Γι’ αυτό έχετε πίστη σ’ Εκείνον, για να σας δώσει πίστη δυνατή, που ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχετε πίστη έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σας και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.

Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δε μετακίνησε βουνά; Επειδή δεν του ήταν απαραίτητο να το κάνει. Έκανε εκείνα μόνο τα θαύματα, που χρειάζονταν για να ωφελήσουν τους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα να μετακινήσεις ένα βουνό ή να με­τατρέψεις το νερό σε κρασί, να πολλαπλασιάσεις τους άρτους, να εκβάλεις πονηρά πνεύματα, να θεραπεύσεις όλων των λογιών τις αρρώστιες, να περπατήσεις πάνω στο νερό ή να γαληνέψεις μ’ ένα λόγο – ή και μία σκέψη – τις καταιγίδες και τους ανέμους; Δεν απο­κλείεται πιστοί του Χριστού, που είχαν πολύ μεγάλη πίστη και σε ειδικές περιπτώσεις, νά ‘καναν και το θαύμα αυτό, να μετακίνησαν δηλαδή όρη. Είναι όμως τα ψηλά βουνά πιο φοβερά φορτία για τον άνθρωπο από τις εγκόσμιες μέριμνες, τους εγκόσμιους δεσμούς και τις αλυσίδες των παθών; Εκείνος που μπορεί να σηκώσει τα βάρη αυτά από την ψυχή του ανθρώπου και να τα ρίξει στη θάλασσα, σίγουρα έχει μετακινήσει το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου.

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21). Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δύο πυλώνες της πίστης, δυο δυ­νατές φλόγες που κατακαίουν τα πονηρά πνεύματαΜε τη νηστεία καταπραΰνονται και νεκρώνονται όλα τα σωματικά πάθη, κυρίως τα σαρκικά. Με την προ­σευχή πολεμούνται κι αφανίζονται όλα τ’ άλλα πάθη της ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως πονηρές επιθυμίες, κακές πράξεις, φθόνος, εκδίκηση, μίσος, κα­κία, υπερηφάνεια, κενοδοξία και άλλα. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το ακάθαρτο περιεχόμενο των εγκόσμιων παθών και της κακίας τους. Με την προσευχή έλκεται το Αγιο Πνεύμα στο άδειο και καθαρό δοχείο κιεγκαθίσταται στον άνθρωπο η πληρότητα της πίστης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από χρόνια αμνημό­νευτα τονίσει τη δοκιμασμένη συνταγή της νηστεί­ας για όλα τα σωματικά πάθη και σαν ένα δυνατό όπλο εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Εκείνοι που υποβαθμίζουν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποβαθμίζουν κι απορρίπτουν μια θεμελιακή εντολή του Κυρίου Ιησού, που αφορά στη σωτηρία του ανθρώ­πουΗ προσευχή ενισχύεται με τη νηστεία, η πίστη εδραιώνεται κι από τη μια (την προσευχή) κι από την άλλη (τη νηστεία). Κι η πίστη μετακινεί όρη, εκβάλλει δαιμόνια και κάνει δυνατά τα αδύνατα.
Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνεται να έχουν σχέση με το περιστατικό που προηγήθηκε. Μετά το μεγάλο θαύμα της θερα­πείας του δαιμονισμένου παιδιού κι ενώ οι άνθρω­ποι θαύμαζαν το γεγονός, ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές για το Πάθος Του.«Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ’ 22, 23). Γιατί μετά το θαύμα, όπως και μετά από κάποια άλλα από τα θαύματά Του, ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές για το Πάθος Του; Το έκανε αυτό ώστε, όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, να μην αποκαρδιωθούν, να μην ολιγοπιστήσουν. Τά ‘λεγε αυτά στους μαθητές μετά από τα μεγάλα θαύματα Του, ώστε οι προρρήσεις αυτές, κοντά στα μεγάλα γεγονότα, τη δόξα και τα εγκώμια με τα οποία τον υποδέχονταν, να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Τά ‘λεγε όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλουςαλλά και μας. Να κατανοήσουμε πως μετά από τόσο μεγάλα έργα δεν πρέπει να ζητούμε και να περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, για τα σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι απ’ αυτούς που βοηθήσαμε κι ευεργετήσαμε πολύ.
***
Ο Κύριος δεν προείπε μόνο το πάθος και το θά­νατό Του, αλλά και την ένδοξη Ανάστασή Του. Στο τέλος όλων υπάρχει η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προείπε στους μαθητές Του κάτι που φαινόταν αδύνατο. Ήθελε να τονώσει την πίστη τους, για ν’ αντιμετωπίσουν όσα θ’ ακο­λουθούσαν, να τους διδάξει πως πρέπει να πιστέψουν όσα τους είπε. Πίστη όση ο κόκκος του σιναπιού ή ακόμα λιγότερη, πρέπει νά ‘χει κάθε άνθρωπος για νά ‘ναι προετοιμασμένος και να περιμένει κάθε είδος βασάνων σ’ αυτόν τον κόσμο. Νά ‘ναι σίγουρος όμως πως στο τέλος υπάρχει η ανάστασηΚάθε επίγεια δόξα και κάθε έπαινο πρέπει να τα λογαριάζουμε σαν μηδέν. Μετά απ’ όλους τους θριάμβους που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος, πρέπει ν’ αναμένουμε τον πειρασμό. Όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας, πρέπει να τα δεχόμαστε με ταπείνωση και υπα­κοή. Δεν πρέπει ν’ απαριθμούμε τα καλά που έχουμε κάνει για το λαό, την πόλη ή το χωριό, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν μας πιέζουν προβλήματα. Αν κάναμε κάτι για τους πλησίον μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό γίνεται από το Θεό, εμείς είμαστε απλά όργανά Του. Επομένως δεν πρέπει να γογγύζουμε όταν μας στείλει ο Θεός βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά τον πλούτο, περιφρόνηση μετά από ματαιοδοξία, αρρώστια μετά την υγεία, μόνωση και εγκατάλειψη μετά από την απόλαυση πολλών φίλων.
Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει όλ’ αυτά. Γνωρίζει πως όλα είναι για το καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να εκτιμούμε τις αιώνιες κι άφθαρτες άξι­ες και να μην οδηγηθούμε στο θάνατο παρασυρμένοι από την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Δεύτερο, πως δεν πρέπει να λάβουμε αντα­πόδοση από τους ανθρώπους για τα καλά που κάναμε σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί έτσι δε θα μείνει τίποτα να περιμένουμε για να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Όταν φτάσουμε στην πύλη της ουράνιας βασιλείας, εύχομαι να μήν ακούσουμε: «Πορεύεσθε απ’ εμού, ότι ήδη απέχετε τον μισθόν υμών».

Ελπίζω να μη συμβεί αυτό σε μας. Για να μη χα­θούμε αιώνια όταν έρθει το σίγουρο τέλος αυτού του κόσμου, απ’ όπου λάβαμε δόξα και τιμή, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο μοναδικός μας Φίλος, μας διδάσκει πως μετά τη μέγιστη δόξα, τον έπαινο και την τιμή που μπορεί να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
http://www.alopsis.gr

Κυριακή Ι Ματθαίου, Η χαρά και ο πόνος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου


,
Το θαύμα της θεραπείας του σεληνιαζομένου νέου που ακούσαμε σήμερα, συνέβη μετά την κάθοδο του Χριστού από το όρος Θαβώρ, όπου μεταμορφώθηκε και έδειξε την δόξα της Θεότητάς Του στους τρεις Μαθητές που παρευρέθηκαν στο θαυμαστό αυτό γεγονός. Αυτό δείχνει την ιδιαίτερη σημασία του γεγονότος την οποία θα δούμε με το μικρό σχολιασμό που θα ακολουθήση.
Στο όρος Θαβώρ οι Μαθητές αξιώθηκαν να δουν την δόξα της θεότητος του Χριστού, άκουσαν την φωνή του Πατρός και είδαν την φωτεινή νεφέλη που τους επισκίασε. Πρόκειται για την δόξα της Αγίας Τριάδος, και ήταν η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Διότι για μας τους Ορθοδόξους η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά η θέα και η μέθεξη της δόξης του Θεού. Συγχρόνως οι Μαθητές είδαν τους δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία να συνομιλούν με τον Χριστό. Τόσο πολύ ευφράνθησαν, ώστε σε κάποια στιγμή ο Απόστολος Πέτρος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνουν μονίμως εκεί, και να στήσουν τρεις σκηνές, για τον Χριστό και τους δύο Προφήτες, και αυτοί να παραμένουν εκεί για να βλέπουν την δόξα Του. Όλη αυτή η εικόνα, αλλά και η επιθυμία των Μαθητών, δείχνει τι θα είναι ο Παράδεισος, πως θα ζουν όσοι αξιωθούν να εισέλθουν στον Παράδεισο. Πρόκειται για μια διαρκή θεία Λειτουργία, μια συνεχή θέα της δόξης του Τριαδικού Θεού.
Οι Μαθητές, μετά από αυτή την εμπειρική βίωση της Βασιλείας του Θεού, κατέρχονται από το όρος Θαβώρ και έρχονται αντιμέτωποι με μια φοβερή κατάσταση. Συναντούν έναν δαιμονισμένο νέο που βασανίζεται από τον διάβολο, έναν πατέρα να υποφέρη, να βασανίζεται και να ζητά βοήθεια και συμπαράσταση, μια γενιά που είναι άπιστη και διεστραμμένη και τους Μαθητές Του που απορούσαν γιατί δεν είχαν την δύναμη να ελευθερώσουν τον νέο αυτόν από το δαιμόνιο.
Αυτές οι δύο εικόνες είναι αντίθετες μεταξύ τους. Στην μία βλέπει κανείς την χαρά και την ειρήνη της Βασιλείας του Θεού και στην άλλη βλέπει την τραγική κατάσταση της ανθρώπινης ζωής με τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες της και γενικά την κατάσταση της Κολάσεως. Αυτό δείχνει και την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος από τον Παράδεισο στον οποίο ζούσε αμέσως μετά την δημιουργία του, όπου απολάμβανε την δόξα του Θεού, εξαναγκάσθηκε να ζη στην κοιλάδα του κλαυθμώνος και των ταλαιπωριών, με τις αρρώστιες, τους δαιμονικούς πειρασμούς, τις στερήσεις, τους θανάτους και τα ποικίλα προβλήματα που δημιουργούν πόνο και οδύνη. Μόνον μέσα από την θέα της θαβωρίου δόξας μπορούμε να καταλάβουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε μετά την πτώση μας και την απομάκρυνσή μας από τον Θεό του Φωτός και της δόξης. Αυτό δείχνει και το πως ελπίζουμε και πιστεύουμε να μεταμορφωθή το σώμα μας και να γίνη όμοιο με το σώμα του μεταμορφωθέντος Χριστού.
Αλλά αυτό το αισθανόμαστε και σε κάθε θεία Λειτουργία. Όταν προετοιμαζόμαστε κατάλληλα πριν την θεία Λειτουργία και όταν προσευχόμαστε με συγκεντρωμένο τον νου κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, αισθανόμαστε γαλήνη στην καρδιά, ειρήνη στους λογισμούς, ανάπαυση και παρηγοριά σε ολόκληρη την ύπαρξή μας. Τότε η καρδιά αισθάνεται την παρουσία του Θεού, αλλά αγαπούμε και τους συνανθρώπους μας με τους οποίους προσευχόμαστε και κοινωνούμε από το ίδιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Όταν, όμως, τελειώνη η θεία Λειτουργία και πηγαίνουμε στα σπίτια μας και αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που υπάρχουν από τις αρρώστιες, τις περιφρονήσεις και την μοναξιά, από τα πάθη μας, τότε νοσταλγούμε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και θέλουμε πάλι να εκκλησιασθούμε.
Στην ζωή μας εναλλάσονται οι ώρες της εμπειρίας του Θαβώρ και οι ώρες της εμπειρίας των διαφόρων δυσκολιών. Μακάρι το Θαβώρ, η Βασιλεία του Θεού, το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας να εμπνέουν και να προσανατολίζουν πάντοτε την ζωή μας.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» Κυριακή Ι Ματθαίου




Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. Δ΄ 9 – 16
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Μιὰ διαφορετικὴ συγγένεια μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ  σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Μὲ  πατρικὴ στοργὴ συμβουλεύει καὶ νουθετεῖ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου κι  ἔπειτα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἐὰν μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ  ὑμᾶς ἐγέννησα».
Ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δὲν  ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες. Διότι ἐγὼ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς  γέννησα πνευματικὰ μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου  μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ὁ πνευματικὸς πατέρας γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. Αὐτὸς ποὺ τοὺς ἀναγέννησε πνευματικά. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πνευματικὴ συγγένεια μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε πρῶτον ποιὸ εἶναι τὸ  ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ δεύτερον ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας στάση ἀπέναντί του. 

1. Τὸ ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ
Πνευματικὸς πατέρας σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι  ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, εἴτε ἱερέας εἴτε μοναχὸς ἢ λαϊκός, τὸν ὁποῖο ἡ θεία Πρόνοια ἔφερε κοντά μας σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ συνειδητὴ πίστη καὶ χριστιανικὴ ζωή.
Εἰδικότερα πνευματικὸς πατέρας θεωρεῖται ὁ ἱερέας στὸν ὁποῖο ἐξομολογούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας ἀλλὰ καὶ καταφεύγουμε γιὰ νὰ λάβουμε κατάλληλες συμβουλὲς καὶ καθοδήγηση στὸν πνευματικό μας ἀγώνα.
Τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὅπως μὲ θαυμάσιο τρόπο σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι τὸ «ψυχὴν πτερῶσαι, ἁρπάσαι κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ». Νὰ δώσει δηλαδὴ πνευματικὰ φτερὰ στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ, νὰ τὴν ἁρπάξει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσει κοντὰ στὸν Θεό. Ὅλα αὐτὰ ἀπαιτοῦν πολλὲς φροντίδες, νουθεσίες καὶ προσευχές. Ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸ ἐξαίρετο πρότυπο πνευματικοῦ πατρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαυε «μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. κ΄ 31) «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν (Γαλ. δ΄ 19).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες παρομοιάζουν τὸν Πνευματικὸ μὲ ἰατρό. Ὅπως ἀναζητοῦμε ἕναν καλὸ προσωπικὸ γιατρὸ καὶ τοῦ ἐκθέτουμε τὸ ἱστορικό μας καὶ ὅλα τὰ συμπτώματα ἀσθενείας ποὺ τυχὸν παρουσιάζονται, προκειμένου νὰ μᾶς δώσει τὸ κατάλληλο φάρμακο, ἔτσι ὀφείλουμε νὰ βροῦμε κι ἕναν καλὸ Πνευματικὸ γιὰ νὰ ἐπιμελεῖται τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας.
Ὀνομάζουν ἐπίσης τὸν Πνευματικὸ καὶ «ἀλείπτη», δηλαδὴ προπονητή, ἐπειδὴ στοὺς ἀρχαίους ἀγῶνες πάλης ἄλειφαν τοὺς ἀθλητὲς μὲ λάδι γιὰ νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὶς λαβὲς τοῦ ἀντιπάλου. Παρομοίως καὶ ὁ Πνευματικὸς μὲ τὶς κατάλληλες ὁδηγίες καὶ παραινέσεις συμπαραστέκεται ὡς καλὸς προπονητὴς κοντὰ σὲ κάθε Χριστιανὸ ποὺ καλεῖται ν’ ἀγωνίζεται πνευματικὰ καὶ τὸν βοηθᾶ γιὰ νὰ γλιστρᾶ καὶ νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ παγκάκου διαβόλου.                                    
2. Ὁ Πνευματικός μας κι ἐμεῖς
Ἔχουμε ἀνάγκη λοιπὸν ὅλοι ἀπὸ πνευματικὸ πατέρα. Τί ὀφείλουμε ὅμως ἐμεῖς νὰ κάνουμε;
Αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε κυρίως εἶναι ἡ ὑπακοή μας. Ὁ Πνευματικὸς μᾶς δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε ἢ τί νὰ ἀκολουθοῦμε. Ἂς τὸν ἀκοῦμε, διότι δὲν ὁμιλεῖ μὲ προσωπικὰ κριτήρια καὶ ἰδιοτέλεια ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ συναίσθηση εὐθύνης γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ διακρίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε περίπτωση.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι «αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε ὑπακούει κι ἄλλοτε παρακούει στὸν πνευματικό του πατέρα μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ βάζει στὰ μάτια του ἄλλοτε κολλύριο κι ἄλλοτε ἀσβέστη. Ποιὸ τὸ ὄφελος;» (Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄). Ἂς πάρουμε λοιπὸν ἀπόφαση νὰ κάνουμε τελεία ὑπακοὴ στὶς ὑποδείξεις τοῦ Πνευματικοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀσφάλεια γιὰ μᾶς καὶ χαρὰ γιὰ τὸν ἴδιο ποὺ θὰ βλέπει τὴν πνευματική μας προκοπή. Ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «Πολὺ μεγάλη χαρὰ δοκίμασα, διότι βρῆκα ὁρισμένα ἀπὸ τὰ παιδιά σου νὰ πορεύονται σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου» (Β΄ Ἰω. 4). Ἂς δίνουμε κι ἐμεῖς χαρὰ στὸν Πνευματικὸ μὲ τὴν ὑπακοή μας!
Τί εὐλογία νὰ ἔχουμε πνευματικὸ πατέρα! Πόσους ἀγῶνες καὶ προσευχές, πόσες θυσίες καὶ κόπους καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιὰ νὰ μᾶς περάσει μέσα ἀπὸ τὴν τρικυμισμένη θάλασσα τοῦ κόσμου στὸ λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ;! Ἂς παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ μᾶς χαρίζει πάντοτε πνευματικό μας πατέρα ἄξιο ὁδηγὸ στὴν πνευματική μας πορεία πρὸς τὴν οὐράνια Βασιλεία.
 «Ο ΣΩΤΗΡ»1 & 15-8-2012

Κυριακή ι' Ματθαίου «Πιστεύω κύριε, βοήθει μοι τη απιστία» εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου



Πιστεύω Κύριε, βοήθησέ με μη χάσω την πίστη μου.
Αυτό μπορεί να συμβεί κάθε στιγμή. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέσει». Να έχουμε έγνοια για την πίστη μας και η έγνοια με το ενδιαφέρον μας να φτάνει ως αυτό το ακρότατο όριο, να παρακαλούμε το Χριστό να μη χάσουμε την πίστη μας.
Ο άνθρωπος πήγε το δαιμονισμένο παιδί του στους μαθητές του Χριστού. Ο Χριστός δεν ήταν εκεί αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Οι μαθητές προσπάθησαν να το θεραπεύσουν και ασφαλώς το ήθελαν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Χριστός έρχεται, η απελευθέρωση του δαιμονισμένου είναι άμεση πραγματικότητα.
Η ουσία ποια είναι; Ότι χωρίς το Χριστό δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Μαζί με το Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Η πίστη, η προσευχή, η νηστεία, η τήρηση των εντολών είναι δυνάμεις συνεκτικές  που μας κρατούν κοντά στο Χριστό.
«Χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν».
Δε μπορούμε να κάνουμε τους Χριστιανούς χωρίς το Χριστό. Εμείς δεν έχουμε την Θεοεμπειρία των μαθητών και όσο και αν το θέλουμε δεν είμαστε τόσο κοντά στο Χριστό όσον εκείνοι. Για τούτο λέμε πίστη σημαίνει ζωή μαζί με το Χριστό. Να μην τον αποχωριζόμαστε. Ή να ζούμε όπως ο Παύλος «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί  Χριστός».
Η πίστη στο Θεό δεν είναι ιδεολόγημα. Πίστη δεν είναι να έχω καλή ιδέα για το Θεό ή για την Εκκλησία. Πίστη σημαίνει να αγωνίζομαι νύκτα και ημέρα με όλα τα εφικτά μέσα να ζω μαζί με το Χριστό και εν Πνεύματι Αγίω.
Μετέχω στη ζωή του Χριστού, σημαίνει ότι αποδέχομαι στον απόλυτο βαθμό όλο το ανθρώπινο γιατί ο Χριστός είναι τέλειος Θεός εκ Θεού αληθινού, αλλά και τέλειος άνθρωπος «εκ Παρθένου Μαρίας γεννηθέντος». Με τη σημασία αυτή η πίστη στο Χριστό είναι δυναμικό άνοιγμα του ανθρώπου προς το Θεό τον ίδιο, αλλά και προς τον ίδιο τον άνθρωπο, την κοινωνία. Ο Χριστιανός διακονεί και προάγει την κοινωνία των προσώπων, δηλ. την εναρμόνιση της ζωής.
Το άγιο ευαγγελικό ανάγνωσμα δίνει με σαφήνεια και καθαρότητα το στίγμα της ασφάλειας για την πορεία της ζωής και της πολιτείας μας.
Η πατρότητα του ανθρώπου στη γη κατανοείται ως μικρογραφία της ουράνιας πατρότητας του Θεού για τη δημιουργία και τα πλάσματά του.
Η στοργή είναι στοιχείο ζωής, αναγκαιότητα για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της κοινωνίας.
Υπάρχει άνθρωπος που να μην αποζητά στοργή και αγάπη;
Η ανάπτυξη της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό όπως λειτουργείται στην αποκάλυψη. Ο Θεός κάνει πάντοτε το πρώτο βήμα και μένει να κάνουμε εμείς τα δικά μας έστω μικρά βήματα προς το Χριστό.
Έστω να αγγίξουμε την άκρη του κρασπέδου των ιματίων του. Αυτό αρκεί για να νοιώσει η καρδιά μας και να κτυπήσει για μας, να μας ζωογονήσει. Να ζήσουμε την ανεκλάλητη χαρά της του Κυρίου παρουσίας στο πρόσωπο και τη ζωή μας.
Να ζήσουμε τη χαρά του πατέρα που έφερε το  δαιμονισμένο παιδί του στο Χριστό και το πήρε ελευθερωμένο από το δαιμόνιο .
Να τραγουδούμε μαζί με εκείνο τον πατέρα την πίστη μας και την αφοσίωσή μας στον Ιησού Χριστό: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία».
Πρωτ. Στυλιανός Θεοδωρογλάκης

Κυριακή Ι' Ματθαίου , Ορθόδοξη ζωή η πίστη, η προσευχή και η νηστεία π. Χερουβείμ Βλέντζας



Ματθ. 17, 14-23

Ένα ακόμα θαύμα του Χριστού μας περιγράφει σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, το οποίο υπογραμμίζει, πέρα από τη σημασία της πίστεως, και την αξία της προσευχής και της ασκήσεως για την πνευματική μας ζωή. Πλησίασε, μας λέει η σημερινή περικοπή, ένας άνθρωπος τον Ιησού, και γονατιστός Τον παρακαλούσε να λυπηθεί και να σώσει το παιδί του, το οποίο σεληνιάζονταν και ταλαιπωρούνταν πολύ, γιατί συχνά φορές έριχνε τον εαυτό του στη φωτιά ή στο νερό. Απελπισμένος, απευθύνθηκε στους μαθητές του Χριστού, αλλά εκείνοι δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί, οπότε κατέφυγε στον ίδιο τον Κύριο. Τότε ο Ιησούς είπε: “ Ω γενεά άπιστη και διεφθαρμένη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; έως πότε θα σας ανέχομαι; φέρτε μου το παιδί εδώ”. Και με ένα Του λόγο έδιωξε το δαιμόνιο και από εκείνη τη στιγμή το παιδί θεραπεύτηκε. Όταν οι μαθητές ιδιαιτέρως Τον ρώτησαν για ποιο λόγο δεν μπόρεσαν οι ίδιοι να διώξουν το δαιμόνιο, ο Χριστός τους απάντησε: “Εξαιτίας της απιστίας σας. Αλήθεια σας λέω, ότι εάν έχετε πίστη σαν το σπόρο του σιναπιού, θα πείτε σε αυτό το βουνό «μετατοπίσου από εκεί» και αυτό θα μετατοπιστεί, και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατο. Αυτό δε το γένος δεν βγαίνει παρά μόνο με προσευχή και νηστεία”.

Η περίπτωση του σεληνιαζόμενου παιδιού δεν ήταν μια απλή υπόθεση σωματικής ασθενείας, όπως πολλά από τα θαύματα που είδαμε όλες τις προηγούμενες Κυριακές. Δεν ασθενεί το σώμα του ανθρώπου, ούτε απλά η ψυχή του, αλλά έχει καταληφθεί από το πονηρό πνεύμα, το οποίο πλέον εξουσιάζει και το νου και το σώμα του. Η αδυναμία των μαθητών του Χριστού να θεραπεύσουν το παιδί δείχνει την ανάγκη για εντονότερη και ουσιαστικότερη πίστη. Για τον λόγο αυτό ο Κύριος τους αποκαλεί “γενεά άπιστη και διεφθαρμένη”, επειδή δεν έχουν ακόμα κατανοήσει ότι η πάλη και ο αγώνας τους δεν έχει να κάνει μόνο με τους ανθρώπους, αλλά με τα πνεύματα της πονηρίας, με τον “άρχοντα του αιώνος τούτου”, ο οποίος πάντα αντιστρατεύεται το έργο του Θεού.
Στον αγώνα μας, επομένως τον πνευματικό, που συχνά φαντάζει άνισος και ανυπέρβλητος, έχουμε ανάγκη από πίστη σταθερή. Η παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Χριστός αυτό θέλει να δηλώσει: ότι δεν έχει σημασία να νιώθουμε ότι πιστεύουμε πολύ, αλλά αρκεί το λίγο, σαν τον κόκκο του σιναπιού, αρκεί η πίστη μας αυτή να είναι σταθερή, δυνατή, ακράδαντη. Αν πιστέψουμε ότι ο Θεός βρίσκεται δίπλα μας και έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει σε κάθε είδους πνευματικής δυσκολίας, τότε πράγματι στον αγώνα μας θα έχουμε τον ισχυρότερο σύμμαχο, τον νικητή του θανάτου, την πηγή της ζωής, τον Αναστημένο Κύριο.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει σήμερα ο ίδιος ο Χριστός, για να εξορίσουμε “τούτο το γένος” από τη ζωή μας, για να εκδιώξουμε τον πειρασμό που καθημερινά μας ταλανίζει, έχουμε ανάγκη από την προσευχή και τη νηστεία. Η πίστη μόνη στον Θεό δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται αγώνας πνευματικός, χρειάζεται άσκηση στη ζωή μας, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε στην κακία που μας περιβάλλει αλλά και για εκδιώξουμε κάθε κακία που εμφωλεύει μέσα μας. Η προσευχή αποτελεί φυσική συνέπεια της πίστεως. Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, που αισθάνεται την άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία Του, επιθυμεί συνεχώς, ει δυνατόν, να βρίσκεται σε κοινωνία μαζί Του. Και ο κατεξοχήν τρόπος της προσωπικής επικοινωνίας με τον Θεό δεν είναι άλλος από την προσευχή.
Η προσευχή και η νηστεία αποτελούν μίμηση του Χριστού, ο οποίος μετά την Βάπτισή Του επί σαράντα ημέρες αποσύρθηκε στην έρημο, νηστεύοντας και προσευχόμενος στον Θεό – Πατέρα. Αν ο ίδιος ο θεάνθρωπος Κύριος νήστεψε, κατανοούμε πόσο απαραίτητη είναι η νηστεία για εμάς. Η νηστεία δεν βοηθά μόνο τον άνθρωπο στον αγώνα του για την χαλιναγώγηση των παθών, αλλά κάνει την προσευχή του ακόμα πιο δυνατή και τον καθιστά έτοιμο στο να ελκύσει αφ' ενός μεν την χάρη του Θεού, και αφ' ετέρου στο να αποκρούσει επιτυχώς κάθε προσβολή του αντικειμένου. Η νηστεία δεν αποτελεί αποστροφή προς τις τροφές, ούτε διαδικασία “εξαγνισμού”, μιας που καμία τροφή δεν θεωρείται ακάθαρτη. Η νηστεία αποτελεί άσκηση, δηλαδή μέσα από την εκούσια αποχή από συγκεκριμένες τροφές εξασκούμε το νου και την ψυχή μας στο να αντιστέκεται στους διάφορους λογισμούς και στις επιθυμίες. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό πάντα με την προσευχή, σταδιακά καθαρίζεται η ψυχή από τους πονηρούς λογισμούς και τελικά προσεγγίζει ακόμα πιο πολύ τον Θεό.
“Τούτο το γένος δεν βγαίνει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία”. Δυστυχώς, η προσευχή και η νηστεία έχουν τεθεί στο περιθώριο της ζωής, ακόμα και αρκετών από εμάς, που θεωρούμε τον εαυτό μας γνήσια τέκνα της Βασιλείας του Θεού. Η προσευχή όμως και η νηστεία δεν αποτελούν ούτε έθιμο, ούτε υποχρέωση, αλλά οφείλουν να είναι εκούσιες κινήσεις της καρδιάς μας προς τον Θεό. Η ακράδαντη πίστη στον Θεό, η προσευχή και η άσκηση μέσα από τη νηστεία, αποτελούν και σήμερα, που όλα γύρω μας κλονίζονται και τείνουν να καταρρεύσουν, τα εχέγγυα της πνευματικής μας ανόρθωσης.


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: πηγή

Μέσα στὸ φῶς τῆς Μεταμόρφωσης Κυριακὴ μετὰ τὴ Μεταμόρφωση-Anthony Metropolitan of Sourozh


Κυριακὴ μετὰ τὴ Μεταμόρφωση

Ὑπάρχουν στιγμὲς τῆς πνευματικῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῆς πιὸ συνηθισμένης καθημερινῆς ζωῆς τόσο ὡραῖες, τόσο ὑπέροχες ποὺ νὰ μᾶς κάνουν νὰ θέλουμε τὸ χρόνο, τὴ ζωή, τὴν αἰωνιότητα νὰ σταματήσουν ἐκεῖ ὥστε τίποτα ἄλλο νὰ μὴν ξανασυμβεῖ ποτέ. Αὐτὸ εἶχαν νιώσει οἱ Ἀπόστολοι ποὺ ὁ Χριστὸς εἶχε πάρει μαζί Του πάνω στὸ ὄρος τῆς Μεταμόρφωσης, αὐτὸ ἤθελε νὰ ἐκφράσει ὁ Πέτρος ὅταν ἔλεγε: «Κύριε, εἶναι καλὸ νὰ εἴμαστε ἐδῶ, ἂς κτίσουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ Σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία κι ἂς μείνουμε ἐδῶ μέσα στὶς ἀκτίνες τοῦ ἄυλου αὐτοῦ, θεϊκοῦ φωτός, τυλιγμένοι μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὑπέροχη εἰρήνη».

Οὔτε ὁ Πέτρος ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δὲν πρόσεξαν τότε κάτι ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀργότερα μετέδωσαν σὲ ἄλλους, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε (φάνηκε μέσα στὴ λάμψη τῆς αἰώνιας δόξας) τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας Τοῦ μιλοῦσαν σχετικὰ μὲ τὸ ταξίδι Του στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴ Σταύρωσή Του. Ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης βλέπουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς ἦταν ἱκανοὶ νὰ ξεχωρίζουν τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμάσια πράγματα παραβλέποντας πολὺ συχνὰ τί τίμημα εἶχαν αὐτὰ γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ Ἅγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μιλώντας σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ εἶχε πεῖ: «Ζήτησε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ,τιδήποτε σοῦ χρειάζεται, νὰ θυμᾶσαι ὅμως τὴν τιμὴ ποὺ Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματά σου». Ἤθελε μὲ αὐτὸ νὰ πεῖ: «Μὴ ζητήσεις κάτι ἀνάξιο τῆς θυσιασμένης θεϊκῆς ἀγάπης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ».

Ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀπόστολοι, ὅταν ζοῦμε τὶς καλύτερές μας στιγμὲς εὐχόμαστε ὁ χρόνος νὰ σταθεῖ καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ παραμείνουμε γιὰ πάντα, σὲ τί; Στὴν ξεγνοιασιά, νὰ μπορέσουμε νὰ ξεχάσουμε γιὰ πάντα ὅτι φοβερὰ πράγματα συμβαίνουν κάποτε στὶς δικές μας ζωὲς καὶ τὶς ζωὲς τῶν ἄλλων, ὅτι ὑπάρχουν καταστάσεις ὅπως ἡ μοναξιά, ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ φόβος, ὅτι ὑπάρχουν φρίκες ὅλων τῶν εἰδῶν. Θέλουμε νὰ μποῦμε στὴ θαυμαστὴ εἰρήνη τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου ποὺ ὅλοι προσδοκοῦμε μὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ, δὲν ἔχει γίνει πραγματικότητα, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ πιστεύουμε καὶ τὸν ὁποῖο σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ζήσουμε στὸ μεγάλο καὶ θαυματουργό του βάθος. Πρέπει ὅμως νὰ θυμούμαστε ὅτι μιὰ τέτοια ἐμπειρία μᾶς δωρίζεται γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μπάσουμε τὴν ἀκτινοβολία αὐτὴ τῆς Μεταμόρφωσης μέσα στὸ σκοτεινό, κρύο, θλιμμένο κόσμο.

Ὅταν ὁ Μωυσῆς στάθηκε ἀπέναντι στὸ Θεὸ πάνω στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ φωτίστηκε ἀπὸ τὴ Δόξα Του εἶχε τόσο πολὺ ἀπορροφηθεῖ μέσα στὸ φῶς ὥστε ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἀντέχουν τὴ λάμψη τοῦ προσώπου του. Τέτοιοι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ὑστέρα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἑνὸς οὐράνιου ἤ ἐπίγειου μεταμορφωτικοῦ θαύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε στοὺς ἀποστόλους καὶ στὸ Μωυσῆ θὰ πρέπει νὰ συμβεῖ καὶ σ' ἐμᾶς.

Ὁ Μωυσῆς δὲν παρέμεινε στὸ ὄρος γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ὅπως μιλᾶ κανεὶς σὲ κάποιο φίλο του, γιὰ νὰ ἐντρυφᾶ συνεχῶς στὴ θεϊκὴ δόξα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἀποστόλους δὲν ἐπιτράπηκε νὰ παραμείνουν στὸ ἔνδοξο ὄρος τῆς Μεταμόρφωσης. Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: « Ἄγωμεν ἐντεῦθεν». Κατέβηκαν λοιπὸν στὰ πεδινά, στὴν πεδιάδα τῆς Παλαιστίνης κι ἐκεῖ συνάντησαν αὐτὸ τὸ ὁποῖο μᾶς περιγράφεται: τὴν ἀπαρηγόρητη θλίψη τῶν γονιῶν καὶ τῶν γνωστῶν τοῦ παιδιοῦ τὸ ὁποῖο ὑπέφερε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀρρώστια καὶ κάτι ἴσως ἀκόμη χειρότερο, τὴ θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στοὺς ὁποίους ὁ πατέρας εἶχε στραφεῖ ἦταν ἀνίκανοι νὰ βοηθήσουν. Ὁ Χριστὸς μόνο μπόρεσε νὰ βοηθήσει κι ἔκανε τὸ παιδὶ καλά. Ὅταν οἱ μαθητὲς Τὸν ρώτησαν γιατί οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ κάνουν ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».

Συμβαίνει κάποτε νὰ ἀξιωνόμαστε τὴν ἐμπειρία ἑνὸς μεταμορφωμένου κόσμου, τὴν ἐμπειρία τῆς εἰσόδου στὸν κόσμο ἑνὸς στοιχείου θαυμαστοῦ, θεϊκοῦ• τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὀφείλουμε νὰ τὴ συντηρήσουμε σὰν ἕνα πολύτιμο δῶρο κι ἔπειτα νὰ βγοῦμε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὴ μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἄλλους. Θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ τὴ μεταδώσουμε μόνο ἂν ἐπωμιστοῦμε τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς. Ἡ νηστεία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλῶς ἡ φυσικὴ νηστεία ἀλλὰ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἔχει γιὰ κέντρο τοὺς ἑαυτούς μας, ἀπὸ τὴν κάθε αὐτοαγάπη, τὸν κάθε ἐγωισμό, τὴν κάθε πνευματικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἀπληστία, τὴν κάθε ἐπιθυμία γιὰ κατοχὴ ἤ γιὰ ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε μόνο ἂν προσευχόμαστε, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὄχι ἂν ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνουμε τὶς λέξεις μιᾶς προσευχῆς ἀλλὰ ἂν βιάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἰσχωροῦν στὸ πνεῦμα καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἁγίων, ἂν προσπαθοῦμε μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας μέσα σ' αὐτὸ τὸ συννεφιασμένο, σκοτεινό, ὀρφανεμένο κόσμο νὰ παραμένουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ζωντανὸ Θεὸ ποὺ εἶναι φῶς, χαρὰ καὶ ζωή.

Ἂς μελετήσουμε τὴ Μεταμόρφωση. Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὶς στιγμὲς ἤ τὶς περιόδους τῶν ζωῶν μας στὶς ὁποῖες εἴχαμε ζήσει σ' ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο, στὶς ὁποῖες τὸ κάθε τί μέσα καὶ γύρω μας φωτιζόταν ἀληθινὰ ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Μὲ τὸ φῶς αὐτὸ ἂς πλησιάσουμε τὸ κάθε πρόσωπο, ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς: ἂς τοὺς προσφέρουμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ.
πηγή

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

Γέροντας Παϊσιος: 'Ο κίνδυνος της αναισθησίας"



Γέροντας Παϊσιος: 'Ο κίνδυνος της αναισθησίας"


- Γέροντα, μερικές φορές μου ζητούν λαϊκοί να προσευχηθώ για ένα πρόβλημά τους. Το κάνω, χωρίς όμως να νιώσω πόνο.

Εδώ υπάρχουν δύο περιπτώσεις: η πρώτη είναι επικίνδυνη, η δεύτερη έχει πνευματική αντιμετώπιση. Όταν ο μοναχός ξεχνά τους δικούς του και δεν σκέφτεται και τους άλλους, δηλαδή δεν προσεύχεται για τον κόσμο, τότε αυτό είναι πολύ κακό. Ερχόμαστε δηλαδή στο μοναστήρι, εγκαταλείπουμε τους δικούς μας, και φθάνουμε να ξεχάσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους άλλους. Αντιμετωπίζουμε τα πράγματα πνευματικά, αλλά δεν συμμετέχουμε στον πόνο των άλλων πνευματικά. Δεν προχωρούμε πνευματικά, για να μπορέσουμε να νιώσουμε τα προβλήματά τους, και υπάρχει κίνδυνος να φθάσουμε σε μια αναισθησία. Αρχίζει σιγά-σιγά μία αδιαφορία και γίνεται η καρδιά πέτρα. Στην δεύτερη περίπτωση πονά κανείς για όλο τον κόσμο, αλλά νιώθει και μια παρηγοριά, γιατί σκέφτεται ότι ο άλλος που υποφέρει θα έχει μισθό από τον Θεό, θα είναι μάρτυρας. Με αυτόν τον λογισμό νιώθει βαθιά σιγουριά και έχει μια εσωτερική χαρά. Σ' αυτήν την περίπτωση η καρδιά δεν είναι πέτρινη αλλά θεϊκή).

Αν δεν προσέξουν οι καλόγεροι, μπορεί να γίνει η καρδιά τους πολύ σκληρή. Οι κοσμικοί βλέπουν ατυχήματα, την δυστυχία των άλλων, και πονούν. Εμείς δεν την βλέπουμε και μπορεί να ζητάμε όλο για τον εαυτό μας. Αν δεν κάνουμε δηλαδή λεπτή εργασία, για να νιώσουμε την δυστυχία των άλλων και να κάνουμε γι' αυτούς καρδιακή προσευχή), θα γίνουμε σκληρόκαρδοι. Θα φθάσουμε σε σημείο να θέλουμε το βόλεμά μας και θα γίνει η καρδιά μας πέτρινη με την αδιαφορία, πράγμα που είναι αντιευαγγελικό. Ό μοναχός πρέπει να ενδιαφέρεται, να πονάει και να προσεύχεται γενικά για τον κόσμο. Αυτό δεν του φέρνει περισπασμό, αλλά αντιθέτως βοηθιέται και ο ίδιος με την προσευχή), βοηθάει και τους άλλους.

- Γέροντα, ενώ βλέπω τα χάλια μου, κάνω πιο πολλή προσευχή για τους άλλους. Μήπως είναι καλύτερα να μnν προσεύχομαι για τους άλλους και να προσεύχομαι μόνο για τον εαυτό μου;

- Από ταπείνωση; Αν είναι από ταπείνωση, να λες στον Θεό με πολλή ταπείνωση: «Θεέ μου, τέτοια που είμαι, δεν πρέπει να με ακούσεις. Αλλά δεν είναι αδικία να υποφέρουν οι άλλοι εξ αιτίας μου; Γιατί, εάν είχα πνευματική κατάσταση, παρρησία, θα με άκουγες και θα τους βοηθούσες. Φταίω και εγώ, που ο άλλος υποφέρει. Τώρα όμως τι φταίει να υποφέρει εξ αιτίας μου; Σε παρακαλώ, βοήθησέ τον».

Εξαρτάται δηλαδή πως τοποθετείσαι για τους άλλους. Νιώθεις ότι δεν είσαι άξια, αλλά τυχαίνει, βλέπεις έναν πονεμένο, στενοχωριέσαι, πονάς, προσεύχεσαι. Όταν λ.χ. βλέπω εν αν τυφλό, αισθάνομαι τον εαυτό μου ένοχο, γιατί, αν είχα πνευματική κατάστασή, θα μπορούσα να τον θεραπεύσω.



Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα να γίνουμε άγιοι, να κάνουμε θαύματα, όπως έκανε και Εκείνος. Αναγνωρίζουμε την μεγάλη ή μικρή μας πνευματική αρρώστια και ταπεινά ζητούμε την σωματική υγειά για τον συνάνθρωπό μας, ως ένοχοι για την αρρώστια του. Γιατί, εάν είχαμε πνευματική υγειά, θα είχε θεραπευθεί προ καιρού και δεν θα παιδευόταν. 'Όταν τοποθετούμαστε σωστά, ότι είμαστε ένοχοι για όλη την κατάσταση του κόσμου, και λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς», βοηθιέται και ο κόσμος όλος. Και για τα χάλια του πρέπει να πονέσει κανείς και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Φυσικά, αν φθάσει σε μια πνευματική κατάσταση, τότε για τον εαυτό του δεν ζητάει τίποτε.

Βλέπω ότι πολλές φορές πιάνουμε στραβά το «Κύριε, 'Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και δήθεν από ταπείνωση δεν λέμε «ελέησον rημάς», δεν προσευχόμαστε για τους άλλους παρά μόνο για τον εαυτό μας. Γι' αυτό και μερικές φορές μας παρεξηγούν εμάς τους μοναχούς οι κοσμικοί και λένε ότι είμαστε εγωιστές και ότι φροντίζουμε να σώσουμε μόνον τον εαυτό μας. Το «ελέησόν με» είναι για να μην πέσουμε σε υπερηφάνεια. Η ευχή ενός ταπεινού ανθρώπου, που πιστεύει ότι είναι χειρότερος από όλους, έχει περισσότερη αξία από την αγρυπνία που κάνει ένας άλλος με υπερήφανο λογισμό. Όταν προσευχόμαστε με υπερηφάνεια, κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.

Η Παναγία για τους Έλληνες.


πηγη

10ΑΥΓ
Αν είχαμε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα πνευματικά μας αισθητήρια και ν’ αφήσουμε τη σκέψη και τη φαντασία μας να πετάξουν τις μέρες που πέρασαν, θα γινόμασταν, αν δε γίναμε ήδη, μέτοχοι μιας υπερκόσμιας θαυμάσιας πραγματικότητας. Σαν ένας αόρατος ταλαντούχος αρχιμουσικός να κινούσε την μπαγκέτα του συντονίζοντας όλους σ’ ένα υπερκόσμιο αέναο τραγούδι. Από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, από την Ήπειρο μέχρι την Πελοπόννησο, από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα Επτάνησα, όλη η Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες ήμασταν συγχρονισμένοι σ’ ένα υπέροχο θεομητορικό τραγούδι, που δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε συχνά κάθε φορά που η Εκκλησία μας προβάλλει το μοναδικό πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας. Εκκλησίες και Μοναστήρια, Ξωκλήσια του βουνού και του κάμπου, λαμπροστολίστικαν πάλι και γέμισαν από τους ύμνους και την παράκληση των απλών και ταπεινών, των μεγάλων και των μικρών, όλων ημών που είμαστε παιδιά εκείνης της μεγάλης και μοναδικής μητέρας.
Ο σύνδεσμος των Ελλήνων Ορθοδόξων μαζί της είναι πα­λαιός και εντυπωσιακός γι’ αυτό και άξιος διερεύνησης προκειμένου να ανευρεθούν τα βαθύτερα αίτια που τον προκάλεσαν και τον συντηρούν. Γιατί οι Έλληνες είμαστε τόσο κοντά της, γιατί πρώτα το δικό της όνομα φέρνουμε στα χείλη σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε δυσκολία; Γιατί τρέχουμε στις Εκκλησιές περισσότερο στη δικιά της μνήμη, στις δικές της γιορτές ξεχωρίζοντας την τόσο πολύ από τους άλλους Αγίους;
Σίγουρα γιατί η Παναγία είναι ζυμωμένη με τα πάθια και τους καημούς μας. Στη διάρκεια της ιστορίας μας την κάναμε κομμάτι της ζωής μας, μέτοχο στις χαρές και τις λύπες μας. Την ονομάσαμε μάνα στα πόδια της οποίας καταθέτουμε τις θλίψεις και τους πόνους μας, ακουμπάμε τα προβλήματά μας. Την κάναμε μεσίτρια και της εμπιστευόμαστε τα αιτήματα και τα θελήματά μας, γνωρίζοντας πως έχει το δικό της μοναδικό τρόπο να προσεγγίζει και να εξευμενίζει τον Υιό της. Τη συνδέσαμε με τις τοπικές παραδόσεις μας, της δώσαμε τόσα ονόματα για να θυμίζουν τα θαύματα και τις ζωντανές εμφανίσεις της. Την είπαμε Μεγαλόχαρη και Σουμελά, Ξενιά και Χοζοβιώτισσα. Παραμυθία και Οδηγήτρια, Εικοσιφοίνισσα και Μαλεβή. Κορώνα κι Εκατονταπυλιανή, Γλυκοφιλούσα και Γοργοεπήκοο, Πορταΐτισσα και «Άξιον Εστί», Τριχερούσα και Χρυσοσπηλιώτισσα, Παντάνασσα και Χρυσοπηγή, Μπαλουκλιώτισσα και Σπηλιανή, κάνοντάς την αφέντρα και κυρά στις πόλεις, στα χωριά και στα νησιά μας. Την κάναμε τραγούδι στα χείλη μικρών και μεγάλων, ύμνο στη ζωή και την υμνολογία της Εκκλησίας μας, τέχνη στων ζωγράφων τα έργα και στων ρητόρων τα λόγια.
Την ξεχωρίσαμε γιατί ως έθνος και ως λαός έχουμε πονέσει πολύ κι Εκείνη γνωρίζει καλά από πόνο, από δάκρυα, από θρήνο. Γνωρίζει γι’ αυτό και μπορεί να καταλάβει, να παρηγορήσει, να ενισχύσει. Στάθηκε κοντά μας σύμμαχος και στήριγμα στους μεγάλους εθνικούς αγώνες. Υπέρμαχος Στρατηγός στις δίκαιες προσπάθειες των προγόνων μας για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Έγινε αντιληπτή από τους μαχητές στα πεδία των μαχών, έσωσε πόλεις και χωριά από καταστροφές, έκανε τις αγωνίες μας αγωνίες της, τα βά­σανά μας δικά της βάσανα, έγινε αρωγός και βακτήρια στις στιγμές του κλονισμού και των μεγάλων αποτυχιών, δίνοντας ελπίδα και κουράγιο, βάζοντας τις βάσεις για νέο ξεκίνημα. Γι’ αυτό την αγαπήσαμε, την κάναμε δική μας, με τρόπο ίσως εγωιστικό, αλλά ενδεικτικό της αληθινής ένωσής μας μαζί της.
Την ξεχωρίσαμε και την αγαπήσαμε γιατί αναγνωρίσαμε στο πρόσωπό της τη μεγάλη δασκάλισσα, εκείνη που, με το παράδειγμα και τη ζωή της, μας δίδαξε τόσο πολλά χωρίς να χρειαστεί να πει και πολλά. Μας έμαθε πόσο σημαντική είναι υπακοή στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν αυτό φαντάζει, πολλές φορές, βαρύ και δυσανάλογο των δυνάμεων και των ικανοτήτων μας. Μας έμαθε την αξία που έχει η υψοποιός ταπείνωση, που μπορεί να καταστεί ανά πάσα στιγμή το κλειδί της προσωπικής μας καταξίωσης κι επιτυχίας. Μας πληροφόρησε την αξία της υπομονής στις δυσκολίες και τις αναποδιές της ζωής και μας χάρισε το όραμα της ελπίδας για ένα μέλλον αισιόδοξο και φωτεινό, άσχετα αν το παρόν είναι ζοφώδες και αινιγματικό. Μας παρουσίασε το πρότυπο της αγάπης ιστάμενη με καρτερικότητα και πίστη κάτω από το διαχρονικό σύμβολό της που είναι ο Σταυρός του Υιού της. Μας δίδαξε την αξία της συγγνώμης, καθώς ποτέ δε μας καταλογίζει τις εκτροπές και τα λοξοδρομήματά μας. αλλά αποδέχεται με στοργή την επιστροφή μας.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμα η Παναγία έγινε και θα παραμείνει πολύτιμο κομμάτι της ζωής ημών των Ελλήνων, που, σε πείσμα των καιρών και του παραλόγου της εποχής, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό της την αληθινή μας προστασία, σκέπη, καταφυγή και παρηγοριά.

(Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονές προσεγγίσεις», εκδ. ΄Ινδικτος, σ. 217-219)

Μήνυμα Μητροπολίτου Γλυφάδας Παύλου για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου


πηγή

ΜΗΝΥΜΑ ἐπί τῇ Ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Πρός τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς καθ΄ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ,
«Ἄσατε λαοί, τῇ Μητρί τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἄσατε», προτρέπει ἕνας ἐκ τῶν μελωδῶν τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. «Ἄσατε», τραγουδῆστε, δηλαδή, πανηγυρικά.
Οἱ λαοί ὅμως, θά ἔλεγε κάποιος, καί μάλιστα ὁ Ὀρθόδοξος λαός τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἕτοιμος νά τραγουδήσει; Καί πῶς νά τραγουδήσει, μέ ὅλα τά δεινά, πού φόρτωσαν στήν πλάτη του, οἱ ἐκμεταλλευτές τῶν λαῶν καί οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν;
Μήπως γιά νά γιορτάσει, πρέπει νά ξεχάσει, γιά μία μέρα τόν πόνο τοῦ ἐμπαιγμοῦ καί τῆς δουλείας, πού τοῦ ἐπέβαλαν, ὅσοι τοῦ προσέφεραν ψεύτικες συνταγές σωτηρίας;

Ἡ ἀπώθηση τῆς μνήμης, ἐμπρός στίς μεγάλες τραγωδίες, δέν ἔδωσε ποτέ κάθαρση στό δράμα. Τοὐναντίον! τό μόνο, πού ἐπέτυχε ἦταν νά δημιουργήσει ἄμορφες λαϊκές μάζες, πού ἦταν ἕτοιμες νά πουλήσουν, γιά ἕνα τρύπιο εὐρώ, τήν ψυχή τους, τήν πίστη τους, τήν πατρίδα τους, καί ὅλα ἐκεῖνα, πού τούς ἔκαναν ἐλεύθερους ἀνθρώπους.

Καί αὐτός εἶναι ὁ τελικός στόχος, τῶν νεοϊμπεριαλιστῶν τοῦ αἰώνος τούτου. Πῶς θά μπορέσει, λοιπόν, ὁ κάτοικος αὐτῆς τῆς εὐλογημένης γῆς νά τραγουδήσει, ἔχοντας στόν τράχηλό του τήν καταπίεση σκληρῶν δυναστῶν;

Καί μέσα στήν τραγωδία ἀναδύεται ὁ ψαλμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατά τήν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνος: «Στῆς Βαβυλῶνος τά ποτάμια, ἐκεῖ καθόμασταν καί κλαίγαμε, καθώς θυμόμασταν τήν πατρίδα. Στίς ἰτιές τῆς ὄχθης, εἴχαμε κρεμάσει τίς κιθάρες μας. Ἐκεῖ μᾶς ἔλεγαν οἱ διῶκτες , πού μᾶς ἔκαναν αἰχμαλώτους νά ποῦμε τραγούδια χαρᾶς… Μά πῶς νά τραγουδήσουμε σέ ξένη γῆ τίς ὠδές τοῦ Κυρίου;» (Ψαλμ. 136,1-4).

Στό σημεῖο αὐτό ὁ ψαλμικός αὐτός στίχος γίνεται ἐπίκαιρος. Μήπως πρέπει νά κλάψουμε, ἐπειδή ἀνοίξαμε τόν δρόμο, γιά μιά νέα αἰχμαλωσία, μέ ἀντάλλαγμα μερικά εὐρώ; Μήπως χρειάζεται νά θεραπεύσουμε, τή νοερά ἐνέργεια τῆς μνήμης μας, πού λειτουργεῖ μονομερῶς, χωρίς μνήμη Θεοῦ ;

Ὁ νοῦς μας εἶναι δημιουργημένος, γιά νά ἔχει ἐμπειρία, μνήμη, τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καί ταυτόχρονα νά ἔχει ἐμπειρία, μνήμη, τοῦ Θεοῦ .

Αὐτό τό τελευταῖο τό ξεχάσαμε καί γίναμε ἀνάπηροι. Ἡ ὁριζόντια, καί μόνο, ματιά, χωρίς τή στροφή πρός τόν Θεό, μᾶς κάνει δούλους στούς «δυνατούς» αὐτῆς τῆς γῆς.

Καί στό ἀποκορύφωμα τῆς τραγωδίας ἔρχεται ἡ σημερινή ἑορτή νά διαλύσει τό ζόφο τῆς ἀπελπισίας καί νά προτείνει πρακτικές ἀπαντήσεις.

Ἡ Παναγία μας στήν ὑμνολογική μας παράδοση ἀναφέρεται, ὡς «κλῖμαξ ἐπουράνιος», ἐκφράζει, δηλαδή, πρακτικά, τήν ἀνοδική στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. Ὁ δέ τάφος Της «γίνεται …κλῖμαξ πρός οὐρανόν».

Τό αὐτόμελον τοῦ ἑσπερινοῦ τονίζει : «σύν τῇ μητρί τοῦ Βασιλέως πρός ὕψος ἐπάρθητε». Ὁ δίκαιος Ἰακώβ, κατά τό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Γεν.28.10-17), προεῖδε τήν Παναγία ὡς κλίμακα: «Καί ἰδού κλῖμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλή ἀφικνεῖτο εἰς τόν οὐρανόν, καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῆς». Καί τότε ὁ Ἰακώβ εἶπε: «Αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ».

Στήν ὑμνολογική παράδοση τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, φαίνεται εὐκρινῶς, πώς οἱ Θεοφόροι Πατέρες προβάλλουν τήν Παναγία ὡς πρότυπο στροφῆς τῆς ζωῆς μας , τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ λογικοῦ, πρός τόν Θεόν. Κι αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία ὅλου τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς στροφή καί ἐπιστροφή τῆς νοερᾶς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς μας, στήν πηγή καί αἰτία τῆς ὑπάρξεώς μας, θά παραμένουμε αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν μας καί δοῦλοι καί ὑποτελεῖς, ὅλων ἐκείνων, τούς ὁποίους προσκυνοῦμε, προκειμένου νά βγοῦμε ἀπό τά ἀδιέξοδα τοῦ ἐσκοτισμένου νοός μας.

Ἐκείνη, ἡ «πάσης κτίσεως τιμιωτέρα», σύμφωνα μέ τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς: -ἔχει «ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα», -στά χέρια τοῦ Υἱοῦ Της «τήν Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν», -«ἐκ ζωῆς εἰς ζωήν μεθίσταται», -εἶναι «ἀκήρατος πηγή», «κιβωτός Ἁγία», « τράπεζα ἄρτου ζωῆς», «τέμενος ζωῆς».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἑορτή αὐτή προσφέρει μία δυναμική πρόταση ζωῆς, γιά τήν πρακτική δυνατότητα τῆς ἐμπειρίας, τῆς στροφῆς τοῦ νοῦ μας, πρός τό Χριστό, ὅπως τό ἔπραξε ἡ Μητέρα Του. Τότε θά εἶναι δυνατό νά ἀπελευθερωθοῡμε ἀπό τά πάθη μας, πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἐξαρτήσεις καί αἰχμαλωσίες, σέ ἔθνη πού δέν στρέφονται πρός τό Θεό, ἀλλά ἐπιθυμοῦν νά κυριαρχήσουν στόν κόσμο.

Ἄς εὐχηθοῦμε ἡ Παναγία μας νά πρεσβεύει στόν Υἱό Της, προκειμένου νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό, πού ἀναφέρεται στόν Ὑμνολογικό Οἶκο τῆς ἑορτῆς: «Τείχισον μου τάς φρένας, Σωτήρ μου, τό γάρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ… Σύ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον, πᾶσα γάρ δόσις ἐλλάμψεως παρά σοῦ καταπέμπεται, φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».

Μέ πατρικές ἑόρτιες εὐχές,
Ὁ Ἐπίσκοπος καί Ποιμενάρχης Σας.

† Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης
Π Α Υ Λ Ο Σ  ὁ Α΄
Από τον π. Αντώνιο Χρήστου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...