Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Γιατί λέμε τα κάλαντα τις γιορτές

 5

κάλαντα

«Να τα πούμε;» Και ποιος δεν έχει πει αυτή τη φράση παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων; Γιατί, όμως, λέμε τα κάλαντα κάθε χρόνο τις γιορτές; Πως ξεκίνησε το έθιμο αυτό και τι συμβολίζει;

Τα κάλαντα, τα οποία στην ουσία είναι δημοιτικά τραγούδια με εκγωμιαστικούς στίχους, συχνά αναφέρονται ως εθιμικά τραγούδια, καθώς είναι ένα από εκείνα τα έθιμα που διατηρούν τη ζωντάνια τους ως τις μέρες μας.

Ο αρχικός τους ρόλος ήταν η αναγγελία του χαρμόσυνου μηνύματος της εορτής των Χριστουγέννων, αλλά και το καλωσόρισμα του νεόυ έτους.

Εικάζεται ότι η  προέλευση του εθίμου είναι διονυσιακή, αφού στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές τα παιδιά συνήθιζαν να τραγουδούν για την καλή χρονιά, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί προβάτου, στοιχείο που συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα.Η λέξη κάλαντα, ετυμολογικά προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες, δηλαδή τις πρώτες μέρες, του Ιανουαρίου, του πρώτου μήνα του χρόνου. Μάλιστα πριν τον 2ο αιώνα π.Χ. ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου ήταν ο Μάρτιος κι έτσι η πρωτοχρονιά γιορταζόταν τότε.Όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στη θρησκευτική παράδοση αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο,αργότερα το αποδέχτηκε και το αφομοίωσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήξουν να αποκτήσουν και θρησκευτικό περιεχόμενο.Παράλληλα, καθιερώθηκε να λέμε τα κάλαντα όχι μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά πριν από όλες τις μεγάλες γιορτωές όπς τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, του Λαζάρου, των Βαΐων κλπ.


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

Οι Καλικάντζαροι στην Λαική μας Παράδοση

 




Ποιος δεν έχει ακούσει για τους καλικαντζάρους των Χριστουγέννων. Αυτά τα μικρά τερατάκια που έρχονται για 12 ημέρες και φεύγουν σαν σήμερα των Φώτων.

Οι δοξασίες πολλές, οι ιστορίες ακόμη περισσότερες κι έχουν ενδιαφέρον να δούμε ποιοι είναι και τι συμβολίζουν οι 18 καλικάντζαροι.

«Έρχονται από τη γης από κάτω. Όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους» Νικόλαος Πολίτης
Οι καλικάντζαροι είναι ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου).
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ” όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.
Οι καλικάντζαροι έχουν ονόματα σύμφωνα με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους. Πιο συγκεκριμένα:
1) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ
Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά
2) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ
Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι. Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.
3) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ
Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι .
4) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ
Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.
5) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΓΑΡΑΣ
Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.
6) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ
Αυτός ο αρχικαλικάντζαρος την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο. Είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός, ασχημομούρης, πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος .
7) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ
Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και βρομάει απαίσια.
8) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ
Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας.
9) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ
Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.
10) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ
Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή. Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός, αξημέρωτα κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων.
11) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΓΟΥΡΛΟΣ
Ο Γουρλός έχει τα μάτια του τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω. Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα.
12) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ
Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός κα καμπούρης και πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.
13) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΣΤΑΒΟΛΑΙΜΗΣ
Το χαρακτηριστικό του Στραβολαίμη είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.
14) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ
Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του . Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.
15) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ
Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του. Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος.
16) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ
Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.
17) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΟΣ
Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι . Είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.
18) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΠΑΓΑΝΟΣ
Η αφεντιά του είναι κουτσός. Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του, αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει. Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.

Τα… τρολ

Μορφές σαν αυτές των καλικαντζάρων υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους λαούς του κόσμου. Πιο γνωστά είναι τα Νορβηγικά τρολ. Τρολ ονομάζονται τρομακτικά όντα της Νορβηγικής μυθολογίας που πολλές φορές χαρακτηρίζονται και ως ανθρωποφάγα. Τα τελευταία χρόνια ο όρος τρολ χρησιμοποιείται για τους χρήστες του διαδικτύου, που όπως οι καλικάντζαροι, μπαίνουν σε ένα θέμα, μια συζήτηση, μια άποψη για να την καταστρέψουν προσβάλλοντας με κάθε τρόπο τον συντάκτης της.
Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:
O παπάς με την «πρωτάγιαση», με το Σταυρό κι ένα κλωνί βασιλικό γυρίζει στα σπίτια να ραντίσει κάθε δωμάτιο, κάθε κτήμα, αλλά και κάθε ζωντανό, για να φύγει το κακό, το προσωποποιημένο ως Καλικάντζαροι στην πλούσια φαντασία του λαού μας.
Φεύγετε να φεύγουμε
γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με την βρεχτούρα του!

Υπάρχουν, όμως, και φυτά που διώχνουν τους καλικάντζαρους και ταυτόχρονα φέρνουν καλή τύχη για τον καινούργιο χρόνο. Ένα τέτοιο φυτό, που βάζουμε ακόμα και σήμερα στα σπίτια μας τέτοιες μέρες είναι η κρεμμύδα. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς τη λένε, ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Σαν το φως που ξαναγεννιέται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μας εύχεται καλές γιορτές και υγεία για την καινούργια χρονιά.

Άλλοι τρόποι για να αποφύγουν οι νοικοκυραίοι τους καλικάντζαρους είναι το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού, ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων καθώς και η απαγγελία του «Πάτερ ημών&»

Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που θέλουν να τους καλοπιάσουν και τους πετούν γλυκά και τηγανίτες στην καπνοδόχο ή στις στέγες των σπιτιών.

Αναχώρηση των καλικάντζαρων

Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.).

Επίσης, καθαρίζονται και οι κοπριές των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους, γι’ αυτό τους λέμε και κατουρλήδες.

Πως θα γλυτώσετε απο τους Καλικάντζαρους

Η πιο αγαπημένη τροφή των καλικαντζάρων είναι το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψήνεται και πέφτει στη θράκα, σκορπάει μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη μυρωδιά.

Γι’ αυτό οι νοικοκυραίοι για να γλιτώσουν από δαύτους σκεπάζουν το χοιρινό με σπαράγγια. Το σπαράγγι όταν είναι χλωρό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι’ αυτό σκεπάζουν μ’ αυτές το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκεπάζουν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε έχουν ετοιμάσει που έχει σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.

Επίσης, οι νοικοκυρές μαζεύουν μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω και βάζουν στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα ένα κόσκινο. Οι καλικάντζαροι, ως περίεργοι που είναι και πάρα πολύ βλάκες αρχίζουν να μετρούν τις τρύπες: «ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο» Παρακάτω δεν ξέρουν να μετρήσουν γιατί μπερδεύονται. Έτσι, χάνουν την ώρα τους, έχει πια ξημερώσει και οι καλικάντζαροι πρέπει να εξαφανιστούν.

Άλλοι κρεμούν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, ή ένα δερμάτινο παλιοπάπουτσο ή ρίχνουν αλάτι στη φωτιά. Η απαίσια μυρωδιά του καμένου δέρματος και ο κρότος από το αλάτι κρατάει τους καλικάντζαρους μακριά.

Άλλοι πάλι, κρεμούν στο χερούλι της πόρτας μία τούφα λινάρι. Μέχρι να μετρήσουν οι καλικάντζαροι τις τρίχες του λιναριού φτάνει το ξημέρωμα και όπου φύγει φύγει.

Ένα ακόμα όπλο εναντίων των καλικαντζάρων είναι το λιβάνι. Το σιχαίνονται και γι’ αυτό οι νοικοκυρές θυμιατίζουν το σπίτι κάθε απόγευμα και αφήνουν το θυμιατήρι να λιβανίζει δίπλα στο τζάκι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2022

Το ξύλο στην παράδοση των Χριστουγέννων

 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η χρήση υλικών στοιχείων στις θρησκείες, είτε ως σύμβολα, είτε ως μέσα τελετουργίας, είναι πανάρχαιη. Η ανάγκη του ανθρώπου να συμμετάσχει «ψυχή τε και σώματι», επιστρατεύοντας τις νοερές του δυνάμεις όσο και τα σωματικά του αισθητήρια, στην επικοινωνία του με το θείο, μετέβαλε τα στοιχεία της υλικής δημιουργίας σε γέφυρα τού αισθητού με τον αόρατο κόσμο.

Η διαδικασία αυτή είχε και μία βαθύτατα οικολογική συνέπεια που ήρθε ως ένα σημείο να αναπληρώσει την απώλεια της στενής σχέσης Θεού και ανθρώπων, όπως ήταν στον Παράδεισο: Ο σεβασμός στη φύση θα είχε εξαλειφθεί τραγικά μετά την αποκοπή από τον Δημιουργό της, ήρθε όμως η ιερότητα να ορθώσει, ως ένα σημείο, ασπίδα προστασίας της δημιουργίας εναντίον της ανθρώπινης απληστίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η αποιεροποίηση των σύγχρονων κοινωνιών ακολούθησε ευθέως ανάλογη πορεία με την οικολογική καταστροφή.

Η χριστιανική θρησκεία δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα υλικά στοιχεία όπως και τα βασικά παράγωγα του ανθρώπινου μόχθου (ψωμί, κρασί και λοιπά) εντάχθηκαν πλήρως στη λατρεία και ανέλαβαν να κάνουν αισθητές θεμελιώδεις δογματικές έννοιες (λ.χ. σώμα και αίμα Χριστού).

ΤΟ ΞΥΛΟ

Μεταξύ των φυσικών στοιχείων που συνδέονται με την θρησκεία και ιδιαίτερα τη χριστιανική, πολύ ενδιαφέρουσα θέση κατέχει το ξύλο. Καταρχάς, δεν είναι δύσκολο, να εντοπίσει κάνεις τις αιτίες:

Το ξύλο αποτελεί το κατεξοχήν στοιχείο του δάσους, τόσο πολύτιμο για την ψυχική και την σωματική ευεξία του ανθρώπου, γεγονός γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το ξύλο επίσης συνδέεται με την πολύτιμη φωτιά που αποτελεί τον βασικό παράγοντα εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη, αποτελεί ένα εύκολα επεξεργάσιμο υλικό για άπειρες χρήσεις ενώ παράλληλα η αφή του δημιουργεί οικειότητα με το ανθρώπινο σώμα. Αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί είναι πως το ξύλο, ακόμη και κομμένο, δίνει την αίσθηση ενός ζωντανού οργανισμού το οποίο χρειάζεται συντήρηση και περιποίηση, δηλαδή μόχθο, ο οποίος γίνεται αιτία δεσμού μεταξύ της ξύλινης κατασκευής και του ανθρώπου. Ως μαλακό υλικό, σχηματοποίησαν μαζί με τον πηλό τις πρώτες καλλιτεχνικές αναζητήσεις του ανθρώπου και έδωσαν στα πρώτα ανθρώπινα νοικοκυριά τα εργαλεία της καθημερινότητας.

Όσο για το χώρο της πίστης, μία νοητή γραμμή συνδέει το ξύλο του παραδείσου, τη ράβδο του Αάρον, την ράβδο εκ της ρίζης Ιεσσαί και το ζωηφόρο ξύλο του Σταυρού. Με άλλα λόγια, από σύμβολο της ασκήσεως της ελευθερίας μέσα στον παράδεισο, γίνεται μέσον φανερώσεως της θείας δυνάμεως, σύμβολο του νεογέννητου Μεσσία και τέλος το κατεξοχήν υλικό σύμβολο της ταπεινώσεως της θυσίας και της λυτρωτικής δυνάμεως του Θεανθρώπου.

ΤΟ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ιδιαίτερα η περίοδος των Χριστουγέννων έχει το στοιχείο του ξύλου ως βασικό πρωταγωνιστή σε έθιμα, παραδόσεις, συμβολισμούς και δοξασίες, πολλές από τις οποίες έχουν τις ρίζες τους σε προχριστιανικές εποχές.

Το χριστόξυλο που καιγόταν την παραμονή των Χριστουγέννων συμβόλιζε τη θαλπωρή που επιφυλάσσει το σπιτικό στο θείο βρέφος αλλά και συγχρόνως το διώξιμο των κακών πνευμάτων. Επρόκειτο για ξύλο από συγκεκριμένο δέντρο και θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο της χριστουγεννιάτικης βραδιάς. Πρόκειται για ξύλο που αντέχει περισσότερο στη φωτιά όπως η δρυς, το πουρνάρι η ελιά. Σκοπός είναι, κούτσουρα του ξύλου αυτού να καίνε όλο το δωδεκαήμερο. Το τζάκι που θα τα υποδεχόταν, θα έπρεπε πάντα να είναι σχολαστικά καθαρισμένο από τη βάση του μέχρι την καμινάδα.

Στενά συνδεδεμένο με το χριστοξύλο είναι «το πάντρεμα της φωτιάς» με ξύλα από ένα δέντρο με θηλυκή ονομασία και ένα με αρσενική. Σε περιοχές μάλιστα ετοποθετείτο και τρίτο ξύλο από οποιοδήποτε είδος που συμβόλιζε τον κουμπάρο. Σε κάθε περίπτωση, τα ξύλα σταυρώνονταν τρεις φορές με λίγο κόκκινο κρασί ή λάδι, ενώ στη φωτιά που γρήγορα φούντωνε, έριχναν ξηρούς καρπούς για καλή σοδειά. Όποιος αναλάμβανε να σκαλίσει τη φωτιά, έκανε και τις δικές του ευχές. Όσο για τα φύλλα της Δάφνης, τα πουρνάρια που τοποθετούνταν για να τσιρίζει η φωτιά σκοπό είχαν να διώξουν τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Ακόμη και η στάχτη μετά την χριστουγεννιάτικη πυρά, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, έπαιρνε μία ιερή αίγλη και σκορπιζόταν στα χωράφια για καλή σοδειά και στους στάβλους για την ευζωία των ζώων.

Το χριστόξυλο παρουσιάζεται και εκτός συνόρων. Στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, οι άνθρωποι ετοιμάζουν από νωρίς το πρωί το λεγόμενο μπάτνικ, το κούτσουρο που πρέπει να καίει όλη τη νύχτα και να διατηρήσει τη φωτιά. Οι άνδρες πρόσεχαν όταν το κόβουν μην αγγίξει τη γη, αλλά αμέσως το έπαιρναν στα χέρια και πανηγυρικά το μετέφεραν στο σπίτι. Συνήθως έκοβαν μεγάλη βελανιδιά, οξιά ή αχλαδιά, με σκληρό ξύλο και μεγάλη διάρκεια.

Σε άλλες περιοχές ο νοικοκύρης φέρνει το κούτσουρο πάνω στο δεξί του ώμο και το τοποθετεί στο τζάκι και λέει:

«Ήρθε ο νεαρός Θεός και υπερηφανεύεται και για τα μοσχαράκια, τα πουλάρια, τα αρνάκια, για τον καρπό του σίτου! Τύχη και κατανόηση!»

Με το μύρο αλειφόταν το μεγάλο ξύλο και κατά τη διαδικασία αυτή τραγουδιούνταν ειδικά τραγούδια που μιλούν για το δέντρο και το νεογέννητο Θεό, που θα κατέβει σε αυτή τη γη. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα έριχνε πάνω στο κούτσουρο σιτάρι. Το βράδυ θα αναβόταν το ξύλο στο τζάκι πανηγυρικά. Αν η φλόγα ήταν μεγάλη, θα είναι μεγάλη συγκομιδή. Αν η φωτιά διατηρείτο όλη τη νύχτα και το ξύλο καιγόταν ολόκληρο, αυτό ήταν καλό σημάδι. Και εδώ η στάχτη θεωρείται μαγική και την ανακάτευαν με το σπόρο του σιταριού την ώρα της σποράς, αλλά και για τη διατροφή των ζώων.

ΟΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ

Εορταστικές επισκέψεις γινόντουσαν με την βοήθεια αναμμένου πουρναριού πού έδειχναν στους γείτονες στο δρόμο και που συχνά παραλληλίζοντας με την πορεία των βοσκών και των μάγων προς το σπήλαιο. Στην Ήπειρο μάλιστα υπάρχει συνήθεια όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να πει «χρόνια πολλά», καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα που θα πάνε στο πατρικό του σπίτι για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι ή ότι άλλο δεντρί. Συχνά μάλιστα μπαίνουν μέσα στο σπίτι με το πουρνάρι αναμμένο.

Στα Γιάννενα δεν κρατούν ολόκληρο το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους αλλά κρατούν στη χούφτα τους μία χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίζουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται:

«Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς».

Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δεν θα αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει.

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΔΕΝΤΡΟ

Αν και οι Έλληνες είχαν από την αρχαιότητα τη συνήθεια να στολίζουν το ιερό δέντρο του Δία, την βελανιδιά, όπου κρεμούσαν φρούτα και καρπούς, το στολισμό του χριστουγεννιάτικου έλατου έφερε ο βασιλιάς Όθωνας, στολίζοντας το πρώτο δέντρο στα ανάκτορα το 1833. Στις μεγάλες πόλεις το έθιμο αυτό εκτόπισε όλα τα υπόλοιπα έθιμα της ελληνικής επαρχίας.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Στην Ευρώπη πάμπολλα έθιμα και συνήθειες των Χριστουγέννων συνδέονται με το ξύλο. Ξύλινη ήταν ήδη από το μεσαίωνα οι αυλοί με τους οποίους λεγόντουσαν τα κάλαντα σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Ξύλινα επίσης ήταν πάντα και παραμένουν τα στολίδια των δέντρων.

Στη Γερμανία ακόμα τέσσερις βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, κατασκευάζεται ένα στεφάνι από κλαδιά ελάτου όπου πάνω του τοποθετούνται 4 κόκκινα κεριά. Καθένα από αυτά ανάβει καθώς ξεκινάει η επόμενη εβδομάδα μέχρι που τα Χριστούγεννα βρίσκουν και τα τέσσερα κεριά αναμμένα. Στα σπίτια, καθ΄ όλη την περίοδο των Χριστουγέννων, το χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί για τα παιδιά το κέντρο του σπιτιού, κάτω από το οποίο θα βρουν, είτε την ημέρα των Χριστουγέννων, είτε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα δώρα τους.

ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο περιγράφεται με γλαφυρό αλλά και μελαγχολικό τρόπο στο γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Τα έλατο», όπου, μετά τις γιορτές, το ξεραμένο δέντρο χάνει όλοι του τη λάμψη και περιμένει μαραμένο σε μία γωνιά:

«Τότε ένας άντρας ήρθε και έκοψε το δέντρο σε μικρά κομμάτια, μέχρι που έγιναν ένας μεγάλος σωρός στο έδαφος. Τα κομμάτια μπήκαν σ΄ ένα τζάκι και γρήγορα άρπαξαν φωτιά, ενώ το δέντρο αναστέναζε τόσο βαθιά, που κάθε αναστεναγμός ήταν σαν μία πιστολιά.

Ποπ, ποπ!

Τότε τα παιδιά, που έπαιζαν, ήρθαν και κάθισαν μπροστά στη φωτιά. Την κοιτούσαν και φώναζαν και αυτά:

Ποπ, ποπ!

Όμως, σε κάθε Ποπ! που ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός, το δέντρο σκεφτόταν μία καλοκαιρινή μέρα στο δάσος και το βράδυ του Χριστουγέννων. Μέχρι που στο τέλος κάηκε. Τα αγόρια συνέχισαν να παίζουν στον κήπο και το μικρότερο φόρεσε στο στήθος του το χρυσό αστέρι, με το οποίο είχε στολιστεί το δέντρο το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ύπαρξής του. Τώρα,όλα ήταν παρελθόν. Η ζωή του δέντρου ήταν παρελθόν και η ιστορία επίσης- γιατί όλες οι ιστορίες πρέπει κάποια στιγμή να φτάνουν στο τέλος τους».

ΠΗΓΗ

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022

Κυριακή της Τυρινής στην λαϊκή και ορθόδοξη παράδοση -τι εορτάζουμε

 





Σήμερα 6 Μαρτίου είναι η Κυριακή της Τυρινής, η οποία εορτάζεται ακριβώς 49 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα.

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής, είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26).

Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

Στις εκκλησίες διαβάζεται, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία, η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ’, 14-21) που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας.

Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο κατανυκτικός εσπερινός της συγγνώμης, κατά τον οποίον ιερείς και πιστοί αλληλοασπάζονται, ζητώντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλον, ενόψει της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία.

Από τα κύρια παραδοσιακά φαγητά του τραπεζιού είναι τα μακαρόνια, που συσχετίζονται από τους λαογράφους με τη λατρεία των ψυχών κατά την περίοδο αυτήν.

Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές (1881-1956), αρχικά η λέξη «μακαρώνια» σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, αναπαύσιμους μακαρισμούς στις κηδείες ή στα περίδειπνα, στα οποία προσφέρονταν κυρίως ζυμαρικά.

Το δείπνο της ημέρας λαμβάνει τη μορφή συνεστίασης μεταξύ συγγενών και φίλων.

Στην Κύπρο, οι οικογένειες κάθε χωριού συγκεντρώνονται σε ένα ή δύο σπίτια και δειπνούν όλοι μαζί και διασκεδάζουν, ενώ στην Κάρπαθο παλαιότερα όλες οι οικογένειες δειπνούσαν στο σπίτι του προεστού του χωριού τους.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.



Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2020

Δεκέμβρης ο Σαρανταήμερος ή Χριστιαννάρτς

 

Για τους Ρωμαίους ο Δεκέμβριος ήταν ο δέκατος μήνας – Decem – μιας και το έτος τους άρχιζε τον Μάρτιο. Μετά την επικράτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου έγινε δωδέκατος μήνας. Στις 22 Δεκεμβρίου έχουμε τη μικρότερη ημέρα του χρόνου. Ο μήνας Δεκέμβριος ήταν ο αντίστοιχος προς τον Ποσειδεώνα του Αττικού ημερολογίου. Το μήνα αυτό οι Ρωμαίοι τον είχαν αφιερωμένο στη λατρεία του Κρόνου Saturnus προς τιμή του οποίου γιόρταζαν τα Σατουρνάλια. Πίστευαν ότι στις 25 του μήνα ο Ήλιος αναγεννιόταν και αποκτούσε νέες δυνάμεις.dicember

Η Εκκλησία μας έχοντας ως βάση το γεγονός αυτό το οποίο είχε βαθιές ρίζες στη λαϊκή συνείδηση το αντικατέστησε με μία μεγάλη χριστιανική γιορτή. Αυτή ήταν σαφώς η γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ο οποίος είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης. Λόγω της γιορτής αυτής ονομάστηκε στον Πόντο, Χριστιαννάρτς.

Στην Ινέπολη ονομαζόταν Σαρανταήμερος, στην Κερασούντα και την Τρίπολη λεγόταν Χριστιεννάρης, στα Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία Χριστιεννάρτς, ενώ επίσης σε Σάντα και Χαλδία καλείτο και Χριστιαννάρτς.

Στη Ροδόπολη λεγόταν Χριστουγεννάρτς. Μάλιστα τα Χριστούγεννα στον Πόντο έκαιγαν στο τζάκι ένα κούτσουρο για τρείς ημέρες που το ονόμαζαν χριστοκούριν.

Για το μήνα Δεκέμβριο των Ελλήνων στον Πόντο και γενικότερα για θέματα Ποντιακού Πολιτισμού: http://kotsari

πηγή εδώ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΕ … ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΑΥΡΙΟ "ΛΕΝΕ" ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ – ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ !!


Τα κάλαντα
Τα κάλαντα είναι ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.

Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;».
Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου.
Χρόνια Πολλά».
Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε
μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.
Καταγωγή της λέξης κάλαντα
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα.
Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.
Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου.
Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές.
Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».






















ΠΗΓΗ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Από που πήρε το όνομά της η Τσικνοπέμπτη -Τι γιορτάζουμε




Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατίνης) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή… όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατινής) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός ή τσίκνα είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της αυτή η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Την Τσικνοπέμπτη, που βρίσκεται στο μέσο του Τριωδίου, ξεκινούν ουσιαστικά οι εκδηλώσεις της Αποκριάς, οι οποίες κορυφώνονται με τα Κούλουμα την Καθαρά Δευτέρα.Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Το έθιμο της Τσικνοπέμπτης ανά την Ελλάδα
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσια ή αλλιώς Κουτσομπολιά ή Πέτε Γόλια.Η πετεγολέτσα, το πετεγουλιό όπως το λένε οι Κερκυραίοι, δεν είναι άλλο από το γνωστότατο κουτσομπολιό. Η πετεγολέτσα πραγματοποιείται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στην Πιάτσα, κοντά στην τοποθεσία “Κουκουνάρα”, της πόλης της Κέρκυρας.
Στην Πάτρα έχουμε το έθιμο της Κουλουρούς. Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα πως ο Ναύαρχος Ουίλσον είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και πως έρχεται να την παντρευτεί. Για αυτό ντύνεται νύφη και με τη συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει να προϋπαντήσει τον καλό της στο λιμάνι. Γύρω της οι Πατρινοί διασκεδάζουν με τα καμώματά της.
Στις Σέρρες ανάβονται μεγάλες φωτιές στις αλάνες, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Στο τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ αναλαμβάνει τα «προξενιά», ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν την κότα που θα φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν φαγώσιμα δώρα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Στο Ηράκλειο της Κρήτης, μικροί και μεγάλοι περιδιαβαίνουν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Ευρυτανία: H Τσικνοπέμπτη στα χωριά των Αγράφων
Η «Τσικνοπέμπτη» στα χωριά των Αγράφων ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό».Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή».Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του καζανιού έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια). Σε καζάνι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε δοχεία πήλινα και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ένα άλλο έθιμο είναι και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες είναι το τραγανό και πολύ νόστιμο υπόλειμμα του χοιρινού λίπους μαζί με κρέας αφού έχει αφαιρεθεί από το καζάνι η «λίγδα», το καθαρό λίπος δηλαδή.Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων.Μετά το ψήσιμο στα καζάνια άρχιζε το τσιμπούσι με άφθονο κρασί αλλά και χορό.Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες ,τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιδιαίτερη ανάμεσα στις ημέρες του Τριωδίου γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

Το έθιμο της βασιλόπιτας και άλλα πρωτοχρονιάτικα


Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισαρεία. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινουπολη. Ετσι, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας χρυσαφικά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες, έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Αγιος Βασίλης έδωσε εντολή και από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της Βασιλειάδος , και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.

 http://www.saint.gr/1/saint.aspx

ΒΑΣΙΛΌΠΙΤΑ ΚΑΙ ΈΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΆΤΙΚΑ

Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):
"Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο "Θαλύσιος άρτος", κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο "θάργηλος άρτος".

Ο γνωστός λαογράφος, Δημήτριος Λουκάτος, έχοντας ερευνήσει εκτενώς το έθιμο τούτο, μας παρέχει αναλυτικές πληροφορίες στα συγγράμματά του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" είναι το παρακάτω:

βασιλόπιτα.jpg
Επιπλέον, ο Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), παρατηρεί:
"[...] Έτσι το κομμάτι του σπιτιού, που κόβεται αμέσως μετά το κομμάτι του αγίου Βασιλείου, πιθανώς είναι προσφορά προς το "στοιχειό του σπιτιού", τον αγαθό δαίμονα που, κατά την κοινή πίστη, κατοικείθ στο σπίτι και το προστατεύει εμφανιζόμενος στους ενοίκους με τη μορφή φιδιού, όπως ο "Αγαθός Δαίμων", δηλαδή "ο οίκουρος όφις" των αρχαίων.(*βλ.Ν.Γ.Πολίτη, "Παραδόσεις")."

Και πάμε στο Νικόλαο Πολίτη (Παραδόσεις, τόμος Β'):
"[...] Στη Ζάκυνθο έβαζαν άλλοτε ψωμί στην τρύπα όπου κατοικούσε το φίδι του σπιτιού κι όταν εμφανιζόταν, του πρόσφεραν ψωμί και σταφίδες. Τέτοιου είδους προσφορές στο στοιχειό του σπιτιού πρέπει να γίνονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά, και μετεξέλιξη του εθίμου είναι το μοίρασμα της βασιλόπιτας, όπου το πρώτο κομμάτι, "του σπιτιού", προοριζόταν μάλλον για το στοιχειό "του σπιτιού".[...] Στη Χίο, την εποχή του Αλλάτιου, ο οικοδεσποτης τριγύριζε όλο το σπίτι τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα καλάθι με γλυκά, φρούτα και ψωμιά, και τα σκορπούσε παντού μουρμουρίζοντας ευχές για την ευημερία του σπιτιού και των ενοίκων. Ο Ν.Γ.Π. αναφέρει ακόμη τα εξής σύγχρονά του έθιμα:
"Σήμερον εις το χωρίον Πυργί της Χίου συνηθίζονται επίσης την πρώτη του έτους τοιαύτα καταχύσματα (οσπρίων, ρωδίων και των τοιούτων), αλλά ραίνει δια τούτων τον οίκον και τους εν αυτώ μετά την Θείαν Λειτουργίαν εις των του οίκου διελθών την νύκτα εν άλλη συγγενική οικία. Και αλλαχού δε της Ελλάδος συνηθίζονται τα καταχύσματα κατά την πρώτην του έτουςΕις τινα δε χωρία της Κύπρου την παραμονήν θέτουσιν εκ του εσπερινού των δείπνου το πρώτον πινάκιον και οίνον και βαλάντιον χρημάτων εις την αποθήκην του άρτου, την καλουμένην "κοφινίαν" ' αλλά την αρχαϊκοτάτην ταύτην θυσίαν, λησμονήσαντες τον εν αρχή σκοπόν αυτής, περιβάλλουσι δια χριστιανικού περιβλήματος, λέγοντες ότι την προσφέρουσιν εις τον εορταζόμενον κατά την ημέραν εκείνην άγιον Βασίλειον, δια να φάγη και ευλογήση το βαλάντιον του οικοδεσπότου. Αλλά τον προορισμόν της θυσίας δεν ελησμόνησαν οι Λέριοι ων αι γυναίκες συνηθίζουσι την εσπέραν της παραμονής της πρώτης Σεπτεμβρίου, της αρχής του θρησκευτικού έτους να παραθέτωσι τράπεζαν εστρωμένην εν τω μέσω της αιθούσης, και επ'αυτής πινάκια γλυκισμάτων "δια να φάγη τη νύκτα το στοιχειό του σπιτιού" ως λέγουσιν.""

Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"): "Ως "προσφορά" προς κάποια άλλα πνεύματα, τις "ψυχές των νεκρών" (που τις ημέρες του δωδεκαημέρου, όπως πιστεύεται, επιστρέφουν στον τόπο όπου κατοικούσαν πριν κατέβουν στον Άδη), πρέπει να θεωρηθούν και τα "πολυσπόρια", τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας δε λείπουν από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μολονότι η σημασία τους δεν είναι, σ'αυτήν την περίπτωση, συνειδητή στο λαό' γι'αυτόν το λόγο θεωρήθηκαν -λανθασμένα- ως προσφορά προς τον άγιο Βασίλειο, ως κόλλυβα τ' αϊ-Βασίλη και συνδέθηκαν με δεισιδαιμονικούς φόβους και μαγικές ενέργειες. Π.χ. στην Κύθνο την παραμονή του αγίου Βασιλείου τρώγουν σιτάρι βρασμένο με μέλι και στην Απείρανθο της Νάξου "χίλια φαγιά νά'χουνε, βάζουνε και μεαριά στο τραπέζι και τρώνε: καλαμπόκι, σιτάρι και φασούλια μαζί μαγειρεμένα. Πρέπει να φάνε, γιατ' αλλιώς αν δε φάνε, πιάνει ψείρα το γέννημά τους".
Στην Κύπρο βράζουν εκλεκτό σιτάρι και το αναμειγνύουν με αμύγδαλα, σταφίδες, σπειριά ροδιών, κανέλα και ζάχαρη' κάνουν τα "κόλλυφα τ'αϊ-Βασιλείου (τα βασιλούδια)" κι αφού γεμίσουν ένα δίσκο με αυτά και βάλουν επάνω τη βασιλόπιτα με μια μικρή αναμμένη λαμπάδα επάνω της, τον τοποθετούν κάτω απ'το εικονοστάσι του σπιτιού. Στη Σκόπελο της Θράκης όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι παίρνουν στα χέρια τους κόλλυβα απ'το πιάτο, τα πετούν ψηλά προς την πόρτα του σπιτιού και λένε: "Όσα κ'κια ρίχνω, τόσ' αμάξια στάρ' να μου δωσ' ο καινούριος χρόνος. Ο καινούριος χρόνος βοήθεια! Όσα κ'κια στη φούχτα, τόσες αγελάδες, τόσα πρόβατα κ.τ.λ."."

Και επανερχόμενοι στη βασιλόπιτα και στην προέλευσή της, να μην παραλείψω να αναφέρω ότι το έθιμο τούτο συνδέεται και με τα τελούμενα κατά την εορτή των Κρονίων (Σατουρναλίων) στη Ρώμη "οπόθεν προήλθε παρά τοις Φράγκοις και η συνήθεια να παρασκευάζουν πίτταν με νόμισμα μέσα και να ανακηρύσσουν βασιλέα της βραδυάς τον ευρίσκοντα αυτό εις το κομμάτι του. Ετίθετο δε και ένα φασόλι εντός της πίττας και όποιος το εύρισκε ανεφωνείτο φασουλοβασιλιάς. Κατά τα Σατουρνάλια προσεφέροντο νως δώρα καρποί και πλακούντες εντός χρυσών φύλλων ή στολίσματα με νομίσματα χρυσά. Υπάρχει όμως και μια θρησκευτική παράδοσις σχετική με την προέλευση του εθίμου της βασιλόπιττας...
βασιλόπιττα.jpg
("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου")
βασιλόπιταΑ.jpg
Όπως επίσης αναφέρει το παραπάνω λεξικό, η βασιλόπιτα παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, γάλα, αναλόγως τους είδους, και είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκειά. Σε όλες τις βασιλόπιτες τίθεται μέσα νόμισμα χρυσό κωνσταντινάτο, αργυρό ή και χάλικινο, αναλόγως του πλούτου της οικογενείας και, επιλέον, σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος βάζουν μέσα ένα κομματάκι άχυρο, ένα κομματάκι κλήματος αμπέλου και κλώνου ελιάς κι αλλού στεφάνι ξύλινο μικρό (μικρογραφία μάνδρας) και όποιος βρει κάποιο από τούτα θα είναι τυχερός στα σπαρτά, στον ελαιόκαρπο, στο κρασί και ούτω καθ'εξής. Με σειρά αποφλοιωμένων αμυγδάλων επί της επιφανείας της βασιλόπιτας συνηθίζεται να αναγράφεται η αρίθμηση του νέου έτους.

Για το νόμισμα αυτό, αναφέρει ο Δημήτριος Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών"):
νόμισμα.jpg
βασιλόπιταΒ.jpg
Κι αν και υπάρχουν πλήθος ακόμη έθιμα ανα την Ελλάδα σχετικά με τη βασιλόπιτα, θα κλείσω με την καταγραφή του Κώστα Καραπατάκη, στο "Α' Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15.6.1981":
ποντιακά1.jpg
ποντιακά2.jpgποντιακά3.jpg
Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και φώτιση!


Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2017

Ἁγιοβασιλειάτικα



Δὲν ἠξεύρω ποῖος περιπλανώµενος ραψῳδὸς συνέθηκε τὰ νῦν συνήθως ὑπὸ τῶν παίδων ἀδόµενα ᾄσµατα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι δῆθεν κατὰ γράµµα τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, βρίθουσιν ὅµως κακοζήλων στίχων, οἷοι οἱ ἑξῆς:

Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν προφήτου Ἡσαΐου
µετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεµίου...

ὁ δεύτερος οὗτος στίχος εἶναι προδήλως διὰ τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθµοῦ:

Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραµᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει,
παραµυθῆν (!) οὐκ ἤθελεν, ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει (!!).

Ἢ ἐν τῷ ἄσµατι τῆς α´ τοῦ ἔτους:

Σήµερον εἶν᾿ Περιτοµὴ κ’ ὑµνεῖ ἡ Ἐκκλησία,
καὶ προσκαλεῖσθε ἄρχοντες, γυναῖκες καὶ παιδία ...

Τόσον ἀληθεύει ὅτι ὑµνεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἕνα ἢ δυὸ ὕµνους µόνον ἔχει εἰς µνήµην τῆς Περιτοµῆς, τοὺς λοιποὺς ἀφιεροῖ εἰς τὸν Μ. Βασίλειον.

Ἐννοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι, θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσµάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήµατα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυµάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόµενα δηµώδη ᾄσµατα:

Ἀρχιµηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή µου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι- καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ µὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅις- Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν µᾶς καταδέχεται (;!!)

ἢ τὸ ἀδόµενον τῇ παραµονῇ τῶν Φώτων:

Ἀφέντη µου, πεντάφεντε, πέντε φορὲς ἀφέντη,
ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράµµατα καὶ γυιὸ στὸ ψαλιτήρι (sic).

Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσµατα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡµέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθῶσι τὰ ἱερὰ κείµενα, διεξέρχονται τὸ θέµα µὲ ποιητικὰ χρώµατα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δηµώδους legende.

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέµενα εἶναι ἁπλᾶ ἀποσπάσµατα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόµατος εἰς στόµα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, µάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται·
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ µέλι καὶ στὸ γάλα·
τὸ µέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀντρειωµένοι.

Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:

Σήµερον τὰ φῶτα κι ὁ φωτισµός
καὶ τοῦ Ἰησοῦ µας ὁ βαφτισµός.
Σήµερα ἡ κυρά µας ἡ Παναγιά,
σπάργανα στὰ τίµια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἅι-Γιάννη παρακαλεῖ:
«Δύνεσ᾿, Ἅι-Γιάννη <καὶ> Πρόδροµε,
γιὰ νὰ µοῦ βαφτίσεις Θεοῦ παιδὶ;»
«Δύνουµαι καὶ σώνω καὶ προσκυνῶ,
γιὰ κοντοκαρτέρει ὥς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο·
ν᾿ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιασθῇ κι ἀφέντης µὲ τὴν κυρά».

Ἄλλα τῶν ᾀσµάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόµενον τεµάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράµιλλον τὸ ὕψος:

Σήκω, κυρὰ µ᾿, νὰ στολιστῆς, νὰ πᾶς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασµὸ καὶ στὸν καλὸ τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καµαροφρύδι.

Ἐπανερχόµενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τὸν Ἁγίου Βασιλείου (τὴν Περιτοµὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως), παραθέτοµεν τὸ κύριον τῆς ἡµέρας ἆσµα:

Ἅις- Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαµάρι.
«Βασίλη µ᾿ ποῦθεν ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ µάννα µ᾿ ἔρχουµαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ µάθω γράµµατα, νὰ πῶ τὴν ἄλφα-βῆτα».
Καὶ στὸ ραβδί του ἀκούµπησε νὰ πῇ τὴν ἄλφα-βῆτα,
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέταε
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδοῦσαν,
ὄχι περδίκια µοναχά, µόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ἆσµα τοῦτο µᾶς φαίνεται θαυµάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔµφυτος φιλοµάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν µέσῳ τοσούτων διωγµῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, µετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδείᾳ φήµην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ µάθησιν, οὕτω δὲ καὶ µετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ µέγας τῆς Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἱονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσµατα τῆς ἡµέρας, ἀποτελοῦντα ὁρµαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωµίων διὰ τὰ µέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἱονεὶ συνέχεια τοῦ πρώτου ἐξαρτωµένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχου, ὅτι τὰ «περδίκια κελαηδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαηδοῦσαν:

Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:
στὴν ἀργυρῆ σου τσέπη
κι ἂν εὕρῃς γρόσα δῶσ’ µας τα, φλωριὰ µὴ τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρῃς καὶ µισὸ φλωρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη µ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη µου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ἔλυµπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε· λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα µέλη τῆς οἰκογενείας:

Κυρά µου, τὸν ὑγιόκα σου, κυρά µ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάινες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε µὲ δυὸ κλωνάρια µόσκο,
µὲ τέσσαρα βασιλικό, µὲ πέντε µαντζουράνα, κτλ.

Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:

Κυρά µ᾿, τὴ δυγατέρα σου, κυρά µ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραµµατικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραµµατευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλλει.

Δὲν ἐνθυµοῦµαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσµατος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολµηρὰ διαβήµατα τοῦ δασκάλου· ἀλλ᾿ εἰς τὸ µέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα· ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχοµαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ

«Ἐφηµερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888



 Σημειώσεις

1. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ δική μου προσθήκη.

2. Τὰ θαυμαστικὰ καὶ ἐρωτηματικὰ εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη.

3. Ὑπονοεῖ τὴ Σκιάθο, ὅπου στὰ παιδικά του χρόνια, μὲ τοὺς παιδικούς του φίλους καὶ συγγενεῖς, τὸ Σωτήρη Οἰκονόμου, τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν περίφημο πλατωνιστὴ Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τὶς γιορτὲς κι ἔψαλλαν τὰ κάλλαντα. (Βλ. σχετικὰ τὰ διηγήματα τοῦ «Τῆς Κοκώνας τὸ Σπίτι» καὶ «Ὁ Σημαδιακός» («Μάγισσες», Φέξης, σ. 71 κ.ἄ.).

4. Τὴ λέξη αὐτὴ προτιμᾶ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ὁ Παπαδιαμάντης. Πρβλ. καὶ τὴν ἁπάντηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ Ζερβὸ γιὰ τὰ «Θαλασσινὰ Εἰδύλλια» («Ἄστυ», 28-29 Αὐγ. 1891).

5. Ἀντὶ βαπτισμὸς τοῦ κειμένου.

6. Ἀντὶ ἁγιασθοῦν καὶ ἁγιασθῆ τοῦ Ππδ.

7. Ἀντὶ στολισθῆς τοῦ Ππδ.

8. Ἀντὶ τοῦ πέταε τοῦ Ππδ.

9. Τὸ κείμενο τῆς «Ἐφημερίδας» ἔχει ῾στίχον᾿.

10. Ἀντὶ τοῦ χθένιζες τοῦ Ππδ. (πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος).

11. Ἀντὶ τοῦ δάσσκαλος τοῦ Ππδ. Τὸ διπλὸ σ ἴσως ἠθελημένο γιὰ ν᾿ ἀποδώσει τὴν προφορὰ τοῦ ῾ch᾿.

12. Τὴν θέλει (τὸ κείμενο).

13. Σχολειὸ (τὸ κείμενο τῆς Ἐφημ.).

14. Γυρεύωντας τὴν στέλλει (ἀδιανόητη γραφὴ στὸ ἴδιο κείμενο).

15. Τρόπος ὑπεκφυγῆς ἐκ μέρους τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ προσπαθοῦσε στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη ν᾿ ἀποφεύγει τὴν αἰσχρὴ καὶ πολὺ συνηθισμένη δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἐκμετάλλευση τῆς περιέργειας τοῦ ἀναγνώστη μὲ διάφορα πορνογραφικὰ καὶ τραγικὰ καρυκεύματα. «Ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ζῶν πῦρ...» φωνάζει κάπου, καὶ πετᾷ ἀπότομα τὴν πέννα του, σταματώντας τὴ διήγησή του στὴ μέση. Μάθημα καὶ παράδειγμα γιὰ μίμηση, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει καιρός. Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.

Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.

Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ


Είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.

Οι καλικάντζαροι, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι, πριόνια κ.λ.π. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε "χάιστε να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του". Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ' την αρχή.
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. 
Είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως «Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «καρκάντζαλοι», «καρκάντζαροι», «λυκοκάντζαροι», «καλκατζόνια», «καλκάνια», «καλιτσάντεροι», «σκαλικαντζέρια», «σκαντζάρια», «τζόγιες», «καλοκυράδες», «βερβελούδες», «κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Οι καλικάντζαροι δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί», «αερικά», «ξωτικά», «παρωρίτες», «τσιλικρωτά», «καλιοντζήδες», «πλανήταροι», «κατσιάδες», «κάηδες», «καλισπούδηδες», «καημπίλιδες», «σιβότες» και «σιφώτες», «χρυσαφεντάδες»
και που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται ως καλικάντζαροι.

Σύμφωνα με μια θεωρία οι καλικάντζαροι προήλθαν από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή καλικάντζαροι κατ' ευφημισμό ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια τους καλικάντζαρους.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την άποψη πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Σύμφωνα με άλλους οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους.
Υπάρχει κι άλλη άποψη. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.

Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Είναι κακομούτσουνοι και σιχαμένοι. Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, μαυριδεροί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, με τρίχες σε όλο τους το σώμα, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια τράγου ή γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι  αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.

Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατρουλήδες κ.λ.π.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν.
Αλίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων. Τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Έρχονται τις νύχτες του δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, απ΄ όπου μπορούν να μαγαρίσουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, σκορπούν το αλεύρι ή την τέφρα από το τζάκι που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Γι’ αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά οι καλικάντζαροι τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιος καλικάντζαρος στο σπίτι οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!

Προκειμένου βέβαια οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα!
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σ' αυτήν βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ' αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι καλικάντζαροι, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα. 
Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους καλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη μυρωδιά. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι σκέπαζαν το χοιρινό με σπαραγγιά. Το σπαράγγι όταν είναι τρυφερό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως μεγαλώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό σκέπαζαν το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια. Γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ή όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει.

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Α) Πράξεις χριστιανικής λατρείας: Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Ακόμη η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Β) Επωδές: όπως ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν.
Γ) Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, χαϊμαλιά πίσω απ’ την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί.

Την ημέρα των Φώτων ο παπάς περνάει και αγιάζει τα σπίτια. Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν κατά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν σε ρυθμό:

«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!»

Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι καλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...