Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απο την Λειτουργική Ζωή της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απο την Λειτουργική Ζωή της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Απριλίου 24, 2019

Το Μέγα Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης

https://galanoleykoblog.files.wordpress.com/2015/04/44cd0-megalh-tetarth-euxeleo.png?w=236&h=175Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας, τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαίου.
Κατά τη διάρκεια της τέλεσής του, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Ευλογείται έτσι το λάδι με το οποίο ο ιερέας «σταυρώνει» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πηγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες.
Το Μυστήριο του Ευχελαίου, μπορεί να τελεστεί και εκτός ναού, όποτε το ζητήσει ένας πιστός από τον ιερέα της ενορίας του. Και τότε, όταν τελείται δηλαδή σε κάποιο σπίτι, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εξιστορεί τι έγινε τη Μεγάλη Τετάρτη:
Ο Ιησούς βρισκόταν στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί εμφανίστηκε μια γυναίκα κρατώντας ένα μπουκαλάκι με ακριβό μύρο. Ζήτησε συγχώρεση από τον Υιό του Θεού, επειδή ήταν πόρνη, και έριξε αυτό το μύρο στα μαλλιά Του.
Οι μαθητές του Ιησού, θεώρησαν την πράξη αυτή μεγάλη σπατάλη, αφού θα μπορούσαν να πουλήσουν το μύρο και με τα χρήματα που θα έπαιρναν να βοηθούσαν τους φτωχούς.
Ο Ιησούς παίρνοντας το μέρος της γυναίκας, επέπληξε τους μαθητές του, λέγοντας τους ότι η γυναίκα αυτή του έκανε καλό, αφού με αυτό το μύρο τον ετοίμασε για την ταφή. Τους θύμισε ότι τους φτωχούς θα μπορούν να τους βοηθούν καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους, ενώ Εκείνον θα τον έχουν για λίγο ακόμα. Την συγχώρησε για τις αμαρτίες της και, προφητικά μιλώντας, είπε ότι η πράξη της αυτή θα αναφέρεται στο Ευαγγέλιο που θα κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας, αυτή η αναφορά, ένα μνημόσυνο γι’ αυτήν. Τότε ο Ιούδας έφυγε και πήγε να συναντήσει τους Αρχιερείς. Τους ρώτησε τι θα του δώσουν για να τους παραδώσει τον Χριστό, και αυτοί του υποσχέθηκαν τριάντα αργύρια…
Το λάδι του Ευχελαίου θεωρείται θεραπευτικό. Κατά την διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας ανάβει ένα κερί για κάθε Ευαγγέλιο που διαβάζει. Αυτό κάνουν και μερικοί πιστοί κατά την διάρκεια του Μεγάλου Ευχελαίου, στην εκκλησία, την Μεγάλη Τετάρτη.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο, έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό, το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2019

Θεοφάνεια: Γιατί τα εορτάζουμε στις 6 Ιανουαρίου

Θεοφάνεια

Τα Θεοφάνεια ή και Θεοφάνια, είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων).

Το όνομα Θεοφάνεια προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, η οποία συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα ή Εορτή των Φώτων.
Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκισα».
Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος Γ’:13-17 ο Μάρκος Α’:9-11, και ο Λουκάς.Γ΄:21,22
. Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας.
Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει ότι κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.
Κατά τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι ενώ ο Gieseler ( Kirchengeschichte I ,376) δέχθηκε ότι πρώτοι οι Βασιλειδιανοί καθιέρωσαν την εορτή των Θεοφανίων ο Neander (Kirchengeschichte I 386) θέτει το ερώτημα: πως από «αιρετικούς» το δέχθηκε η Εκκλησία;
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρης μάλλον στην Αντιόχεια τη Μεγάλη, και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί Βασιλειδιανοί… Κατά δε τις Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38) η εορτή των Επιφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού θεότητος».
Με τη λήξη του 3ου αιώνα προστέθηκε και άλλη μια έννοια στον εορτασμό αυτό που άρχισε να πανηγυρίζεται και ως ημέρα της «εν σαρκί» φανερώσεως του Κυρίου, τόσο στην Αλεξάνδρεια κατά τον Κασσιανό, όσο και στην Κύπρο κατά Επιφάνιο. Από την εποχή αυτή, λοιπόν, είναι το πιθανότερο ότι ξεκινά και ο εορτασμός των Χριστουγέννων.
Κατά τον 4ο αιώνα η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την ανατολική Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ΄ όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός λόγος 39, Αστερίου Αμάσ. Λόγος εις «εορτών των Καλανδών»).
Στη Δύση τα Θεοφάνεια τα συναντάμε στα μέσα του 4ου αιώνα, αλλά ήδη την εποχή εκείνη υπάρχει στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και άλλη μια εορτή αφιερωμένη στη κατά σάρκα Γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Όταν πλέον καθιερώθηκε αυτή η ημερομηνία για τα Χριστούγεννα σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο έγινε και ο διαχωρισμός της εορτής των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, στα μέσα του 6ου αιώνα.
φωτογραφία αρχείου: Χρήστος Μπόνης

Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2018

Έγγαμοι και άγαμοι κληρικοί στην Ενορία




Η Εκκλησία από τους αποστολικούς χρόνους τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης εκλογής του γάμου. Οι άγαμοι Απόστολοι και οι μετέπειτα άγαμοι Κληρικοί δεν συνδέονται με το Μοναχισμό, εφόσον αυτός εμφανίσθηκε στα τέλη του γ΄ και αρχές του δ΄ αιώνα.
Ακριβώς σ’ αυτή τη θέση υπάρχει μια νόθευση και σύγχυση, όταν οι άγαμοι Κληρικοί θεωρούνται συλλήβδην ως μοναχοί και ονομάζονται Ιερομόναχοι.
Με το θέμα αυτό της θέσεως μέσα στον κόσμο των αγάμων και εγγάμων Κληρικών ασχολήθηκαν πολλές σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, των οποίων τις γνώμες θα αναφέρουμε και οι οποίες επεσήμαναν τα λάθη και τη σύγχυση.
Στην ιστορία της Εκκλησίας, υπήρξαν και υπάρχουν τρεις τάξεις Κληρικών: α) οι άγαμοι κοσμικοί (δηλ. αυτοί που διαμένουν στην κόσμο), β) οι έγγαμοι κληρικοί και γ) οι Μοναχοί Κληρικοί.
Τη διάκριση αυτή δέχεται και ο αοίδιμος διακεκριμένος κληρικός Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στη μελέτη του «Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος».
Οι Μοναχοί Κληρικοί είναι αυτοί που διαμένουν στα Μοναστήρια και έχουν τον τίτλο του Ιερομόναχου. Ο τίτλος του ιερομόναχου είναι αποκλειστικώς των Μοναχών Κληρικών.
Η διάκριση αυτή μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι η Εκκλησία εξαρχής είχε έγγαμους και άγαμους Επισκόπους, οι οποίοι δεν προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο. Οι άγιοι Τιμόθεος, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και τόσοι άλλοι ήσαν άγαμοι και δεν ανήκαν στην μοναχική τάξη, όπως και από το άλλο μέρος υπήρχαν και έγγαμοι Επίσκοποι.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που έζησε κατά την εμφάνιση του μοναχισμού, ομιλεί για άγαμους Κληρικούς μέσα στον κόσμο, που ζούσαν «εν αγγελική πολιτεία», δηλ. εν παρθενία. Στους πρώτους μάλιστα αιώνες του μοναχισμού δεν επιτρεπόταν οι μοναχοί να γίνουν Κληρικοί.
Οι μοναχοί εκκλησιάζονταν στους ναούς των κοντινών χριστιανικών κοινοτήτων ή πήγαιναν ιερείς στα Μοναστήρια. (Βλέπε Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία εκδ. α΄, εν Αθήναις 1948, σελ. 142). Παρόμοια γράφει και ο Νικόδημος Μίλας: «όπως δε μη παρακωλύονται οι μοναχοί από του ασκητικού αυτών βίου, δεν επετρέπετο το κατ’ αρχάς αυτοίς η ιερωσύνη, αλλά μάλλον ώφειλον να προσέρχωνται εις τας εν τω εγγυτέρω κειμένω ναώ υπό του εφημεριακού κλήρου τελούμενος ιεροτελεστίας». (Εκκλ. Δίκαιον, κατά μετάφραση Μελ. Αποστολόπουλου, εν Αθήναις 1906, σελ. 932).
Και ο ιερός Παφνούτιος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο συμβούλευσε: «Κατά δε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν τους μεν αγάμους του ιερατικού τάγματος κοινωνήσαντας, μηκέτι γαμείν τους δε μετά γάμου (κοινωνήσαντας του ιερατικού τάγματος), ων έχουσι γαμετών μη χωρίζεσθαι». (Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία, Γ κγ΄, Migne 67, 925).
Οι άγαμοι κληρικοί, για τους οποίους ομιλεί ο Παφνούτιος, δεν ήταν δυνατό να ήσαν μοναχοί, γιατί στους μοναχούς ο γάμος είναι κατά το αδιανό¬ητο τόσο προ της χειροτονίας, όσο και μετά από αυτήν.
Τον ιβ΄ αιώνα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος υπέβαλε προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας και σοφό κανονολόγο Θεόδωρο το Βαλσάμωνα την εξής ερώτηση: «Υποδιάκονος και Διάκονος δύνανται νομίμως συναφθήναι γυναικί ή ου;». Από την ερώτηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κληρικών απλώς αγάμων και όχι περί μοναχών.
Ο κανονολόγος Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (Μητροπολίτης Μεσ¬σηνίας) γράφει: «Η ημετέρα Εκκλησία, συνωδά τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής, αψήκεν έκαστον ελεύθερον, ποθούντα το ιερατικόν αξίωμα, να εξέταση εαυτόν και να αποφασίση τουλάχιστον προ του 30ου ή και 25ου έτους της ηλικίας, ωρίμου ούσης, εάν θέλη να ιερωθή έγγαμος ή άγαμος. Άγαμος εννοείται ουχί ο μοναχός, όστις κείρεται και προ της ηλικίας ταύτης και υποχρεούται να διαμένη εν τω Μοναστηρίω δια βίου». (Εκκλησ. Δίκαιον, εν Αθήναις 1898, σελ. 160). Σαφής λοιπόν διάκριση του άγαμου κληρικού από το Μοναχό.
Ο Αρχιμανδρίτης. Απόστολος Χριοτοδούλου, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, στο βιβλίο του «Δοκίμιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», εν Κων/λει 1896, σελ. 262-63, γράφει: «Αφ’ ετέρου δε ούτε ο γάμος και ο οικογενειακός βίος εθεωρήθησαν ποτέ ως αναγκαία συνθήκη και υποχρέωσις δια το εν τη Εκκλησία λειτούργημα… Εντεύθεν δείκνυται, ότι οι άγαμοι, σημείωσαν ουχί οι μοναχοί, ηδύναντο ου μόνον να γένωνται κληρικοί, αλλά και να μένωσιν εν τω κλήρω, ανυψούμε¬νοι εις τους ανωτάτους βαθμούς… Ώστε και ο έγγαμος και ο άγαμος βίος αφέθησαν υπό των κανόνων εις την ελεύθερον εκλογήν και επιθυμίαν εκάστου Κληρικού. Έκαστος εστίν ελεύθερος, ίνα εκλέξη την κατάστασιν εκείνην, ήτις ανταποκρίνε¬ται μάλλον εις τας εσωτερικός αυτού διαθέσεις».
Ο Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Αναστάσιος. Χριστοφιλόπουλος γρά¬φει: «Οι χειροτονούμενοι άγαμοι δεν είναι ανάγκη να έχουν προηγουμένως καρή μοναχοί, καίτοι το τελευταίον τούτο είναι το συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον». (Ελληνικόν Εκκλησ. Δίκαιον, τεύχ. Β΄, εν Αθήναις 1954, σελ. 52). Αυτό το «συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον» προήλθε από έλλειψη Κληρικών στις Ενορίες και ακόμη για άλλους λόγους σκοπιμότητος. Έτσι πολλοί λαμβάνουν τυπικώς τη μοναχική κούρα, χειροτονούνται Ιερομόναχοι και προσεταιρίζονται ακαίρως και αντικανονικώς τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη και με μια τυπική εγγραφή σε κάποιο μοναστήρι βρίσκονται μέσα στον κόσμο και στις κοσμικές Ενορίες.
Πώς όμως είναι δυνατό και νόμιμο, ο θεωρούμενος Ιερομόναχος και ο οποίος έδωσε υπόσχεση ενώπιον του Θεού τέλειας αφιερώσεως και ολοκληρωτικής προσφοράς για τη Μονή του, να διαμένει μέσα στον κόσμο; Ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται κατά την Ακολουθία του Σχήματος, εάν «εκούσια αυτού γνώμη» προσέρχεται ή μήπως «εκ τίνος ανάγκης ή βίας». Ακόμη ερωτάται: «παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου αναπνοής;». Απαντά ο υποψήφιος: «Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». Και οι κανόνες ορίζουν τριετή δοκιμασία των υποψηφίων μοναχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τουλάχιστο εξάμηνη και είναι αυστηροί για κείνους που εγκαταλείπουν το Μοναστήρι τους. (Βλέπε Δ΄ και Ε΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου). Όταν λοιπόν βλέπουμε τους Ιερομόναχους μέσα στον κόσμο, μήπως κατά την Ακολουθία του Σχήματος έπαιξαν κωμωδία;
Ο όρος Αρχιμανδρίτης είναι ταυτόσημος του Ηγουμένου. (Νεαροί Ιουστινιανού, Corpus juris Civilis, ΡΚΓ΄, λδ΄, Berolini 1928, επιμ. R.Schol – G.Kroll). Παλαιότερα και η ηγουμένη εκαλείτο αρχιμανδρίτις (παρά J. Pargoire εν Dictionnaire d’ Archeologie Chetienne et de Liturgie, τ.I.c. 2746-2751). Ο Ηγούμενος αναλαμβάνων τα καθήκοντα αυτού ονομάζεται Αρχιμανδρίτης. (Ιωακείμ Γ υπ’ αρ. 8042 της 14-12-1905 προς την Ι. Κοινότητα Αγ. Όρους). Μάλιστα η απονομή του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη θεωρούνταν προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου. (Βλέπε Παν. Παναγιωτάκου, Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τόμ. 4, εν Αθήναις 1957, σελ. 345, παρ. 3, 346-47, 367).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Ρωμανός στο βιβλίο του «Μελέτη δια τον Αρχιμανδρίτην εν γένει», (εν Αθήναις 1930, σελ. 11) αναφέρει, ότι το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη παρέχει μεν τιμή στην ιερατική μοναχική τάξη, δεν συγκαταριθμείται όμως στα οφφίκια του εφημεριακού ενοριακού κλήρου. Ο ίδιος αναφέρει και έτσι είναι, ότι στις Σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες οι Αρχιμανδρίτες υπάρχουν μόνο στα Μοναστήρια ή ως Καθηγητές Εκκλησιαστικών Σχολών. Στη Ρουμανία το αξίω¬μα του Αρχιμανδρίτη απονέμεται με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Γενικά οι Ιερομόναχοι και οι Αρχιμανδρίτες αποκλείονται των Ενοριών.
Συνεπώς η απονομή ευκαίρως – ακαίρως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη σε μοναχούς που ψευδώς ορκίσθηκαν να μείνουν ισοβίως στο Μοναστήρι, αποτελεί νόθευση και κατάχρηση της εκκλησιαστικής πράξεως και των ιερών κανόνων. Το τραγικό δε και αυτόχρημα εγκληματικό είναι, ότι νεανίσκοι 20 και 22 ετών (πολλοί απορρίπτουν αργότερα το ράσο) ανεμίζονται μετά των επιρριπταρίων μέσα στις κοινωνίες των Ενοριών με θλιβερά επακόλουθα. Και αυτοί παρουσιάζονται ως Ιερομόναχοι! Η κατάσταση αυτή είναι όντως καταχρηστική. Οι άγαμοι Κληρικοί κατά κανόνα γίνονται οι ευνοούμενοι των Επισκόπων, αναλαμβάνουν τις Πρωτοσυγκελλίες και Γραμματείες και πολλάκις γίνονται οι δυνάστες και οι διώκτες τιμίων οικογενειαρχών Εφημερίων, όταν μάλιστα τολμήσουν να αναπτύξουν ενοριακή δρά¬ση με σύγχρονες προδιαγραφές. Σε πολλούς υπερπλεονάζει η ημιμάθεια.
Ο αοίδιμος Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος θεωρεί αυτή την κατάσταση ως φο¬βερή σύγχυση και εκφράζει τη βαθεία θλίψη του. Τέτοια σύγχυση υπήρχε και παλαιότερα, γι’ αυτό η τότε Ιερά Σύνοδος απέστειλε Εγκύκλιο, στην οποία διαλαμ¬βάνει: «Παρεισέφρυσεν η κακή συνήθεια του χειροτονείν και αγάμους Ιερείς εν τω κοσμώ, όπως χρησιμεύωσιν ως τακτικοί κοινοτήτων εφημέριοι.
Την τοιαύτην αντικανονικήν συνήθειαν μη ανεχομένη του λοιπού η Σύνοδος, προσκαλεί την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα μηδέποτε εις το εξής χειροτονήσητε ή προτείνετε τοιούτους ως απαραδέκτους». (Εν Αθήναις, 7 Φεβρουαρίου 1872, Σ. Γιαννόπουλου, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, εν Αθήναις 1901, σελ. 332-33).
Δυστυχώς η Ιερά Σύνοδος ανακάλεσε δια της υπ’ αρ. 914/26-9-57 την παραπάνω Εγκύκλιο, για να συνεχίζεται η σύγχυση και η αντικανονικότητα. Υπάρχει πάντως η υπ’ αρ. 2921/3-12-36 Εγκύκλιος, η οποία ορίζει το προβάδισμα των Αρχιερατικών Επιτρόπων, εγγάμων κατά κανόνα, των Αρχιμανδριτών κατά τις επίσημες τελετές.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ της πράξεως της Εκκλησίας πάγια θέση, ότι ο μοναχός ανήκει στο μοναχικό κόσμο και μένει ισοβίως στο Μοναστήρι του. Οι άγαμοι Κληρικοί που θα υπάρχουν μέσα στις Ενορίες, δεν μπορεί να θεωρούνται Ιερομό¬ναχοι και να λαμβάνουν το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος παρατηρεί: «Καλή και αγία η αγαμία, αλλά διατί εις αδρανής, οκνηρός, ημιμαθής κ.λ.π. άγαμος θα τιμάται υπέρ ένα ζηλωτήν, δραστήριον, σοφόν και πλήρη πνευματικότητος έγγαμον; Εάν είχομεν σήμερον εν μέσω ημών τον έγγαμον Πρεσβύτερον Άγιον Γρηγόριον (τον είτα Επίσκοπον Νύσσης), δεν θα ήτο λίαν άτοπον να προτάσσωμεν αυτού νεανίσκους τινας Ιερείς, μη έχοντας άλλο προσόν πλην της αγαμίας: Τα αυτά θα ηδυνάμην να είπω ου μόνον δια παλαιούς, αλλά και δια νεωτέρους εγγάμους Πρεσβυτέρους, οίους ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος κ.ά.».Προτείνει ο επιφανής αυτός άγαμος Κληρικός, οι άγαμοι Κληρικοί, μη όντες
μοναχοί και παραμένοντες στις Ενορίες, να ακολουθούν την τάξη των οφφικίων
των εγγάμων Πρεσβυτέρων και την αρχαιότητα των πρεσβειών της ιερωσύνης. Προσθέτει δε: «Οι άγαμοι πρέπει να στρατολογούνται εκ των εχόντων και ηλικίαν
ώριμον και μόρφωσιν αρίστην και ευλάβειαν άκραν και ήθος απαστράπτον και χαρακτήρα αδαμάντινον και ψυχικήν συγκρότησιν αρτίαν, κτηθείσαν εν κόποις και
μόχθοις, εν προσευχαίς και μελέταις, εν νηστείαις και αγρυπνίαις, εν εκούσια πενία και κακοπαθία και ποικίλαις οτερήσεσιν» .Η πρόταση του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου έρχεται σε συμφωνία με την τάξη του Μ. Τυπικού της Εκκλησίας που στην κατάσταση των οφφικίων των κοσμικών ιερέων ουδόλως αναφέρεται το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη, γιατί δεν είναι οφφίκιο των κοσμικών ιερέων, αλλά των μοναχών.
Ο Θεολόγος Καθηγητής κ. Δημ. Κωλέσης παρατηρεί: «Το φαινόμενο της παρουσίας Αρχιμανδριτών μέσα στις Ενορίες και το προβάδισμα αυτών αποτελεί παρέκκλιση της γενικώς κρατούσης κοινωνικής αντιλήψεως μιας δημοκρατικής κοινωνίας και αντιβαίνει στην έννοια του Δικαίου όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά, γιατί πουθενά αλλού η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αντιστέλλονται ή καταργούνται».
Ας μη λησμονούμε δε, όπως γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος (Εκκλησ. Δίκαιον, σελ. 210), ότι τα εκκλησιαστικά οφφίκια είναι απομίμηση και τύπος «της πομπώδους αυλής των αυτοκρατόρων». Η Ενορία προηγείται της Μο¬νής, εφόσον ο μοναχικός βίος αναφάνηκε πολύ αργότερα στην Εκκλησία. Ιστορικά προηγείται η Ενορία της Μονής και επομένως και οι ενοριακοί Κληρικοί των Ιερο¬μόναχων. Δεν είναι δε δυνατό οι νόμοι και οι κανόνες των Μονών να ισχύουν στις Ενορίες, των οποίων στάδιο δράσεως είναι η χριστιανική κοινωνία.
Ο Νικόδημος Μίλας στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο (σελ. 572) λέει: «Το σπουδαιότερον έρεισμα του μονίμου επαρχιακού οργανισμού (Μητροπόλεως) και της κανονικής αναπτύξεως του εκκλησιαστικού βίου καθόλου αποτελεί ο εφημεριακός κλήρος. Ούτος εστιν ο σπουδαιότερος βοηθός και επίτροπος του επισκόπου εν τη διδασκαλία, εν τη εξασκήσει του αξιώματος αυτού ως αρχιερέως, εν τινι δε μετρώ και εν τη επιτελέσει των της αρχιποιμαντικής αυτού διακονίας». Και ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει»: «Η πραγματική δύναμις της Εκκλησίας είναι ο εφημεριακός κλήρος» (Ιερός Σύνδεσμος, αρ. 11, 20 Οκτωβρίου 1927).
Ευχόμεθα να προσεχθούν όσα ετόνισαν και διατύπωσαν επιφανείς Κληρικοί από τη σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία και μάλιστα από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Όπως λειτουργεί σήμερα η εκκλησιαστική διοίκηση μόνο οι Ιεράρχες έχουν τη μοναδική ευθύνη της διορθώσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εμείς επισημαίνουμε, ότι η τάξη πάντοτε φανερώνει το βαθύτατο χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ζωής. Και το πνεύμα της ανανεώσεως στους λειτουργικούς και τελετουργικούς τύπους θα αγκαλιάσει και τις προϋποθέσεις της ποιμαντικής διακονίας. Και αυτή η διακονία είναι το μήνυμα της παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Πρωτοπρεσβύτερος ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΡΔΑΣ
τ. Λυκειάρχης

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2018

"Προερτάσωμεν πιστοί"- π. Thomas Hopko



Ὁ προεόρτιος ἑορτασμὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ξεκινᾶ γιὰ τὰ καλὰ πέντε μέρες πρὶν τὰ Χριστούγεννα. Οἱ ἀκολουθίες κάθε μιᾶς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ προετοιμαστοῦν γιὰ τὴν ἑορτὴ καὶ νὰ προετοιμάσουν τὴν πανήγυρή της.
«Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς τὴν Παρθένο ποὺ σπεύδει νὰ γεννήσει στὸ Σπήλαιο τὸν Κύριο τῶν ὅλων καὶ Θεό μας· Ἐκείνου, βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων, νόμιζε πὼς θεωροῦσε ἄνθρωπο νὰ σπαργανώνεται ὡς βρέφος· ἐννοοῦσε ὅμως ἀπὸ τὰ φαινόμενα πὼς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ποὺ παρέχει στὶς ψυχές μας τὸ μέγα ἔλεος».
«Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια του Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε τὸ μέγα μυστήριο ποὺ στὸ σπήλαιο συντελεῖται. Διότι ἄνοιξε ἡ Ἐδὲμ ἀφοῦ ὁ Θεὸς προβάλλει ἀπὸ Παρθένο Ἁγνή, παραμένοντας ὁ ἴδιος τέλειος καὶ στὴ θεότητα καὶ στὴν ἀνθρωπότητά Του. Ἂς κραυγάσουμε λοιπόν· Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ποὺ ἀρχὴ δὲν ἔχει, Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς ποὺ σαρκώθηκε· Ἅγιος Ἀθάνατος, τὸ Πνεῦμα ποὺ τὴν παρηγοριὰ προσφέρει. Τριάδα Ἁγία, δόξα σὲ Σένα».
«Προεορτάσωμεν πιστοί! Ἀναχθῶμεν τὴ διάνοια! Ἐπάραντες τὸν νοῦν!». Αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιφωνήματα ἐνθουσιαστικῆς εὐλάβειας καὶ συναισθηματικῆς ἀφοσιώσεως γιὰ τοὺς λίγους παράξενους ἀνθρώπους ποὺ ἀρέσκονται σὲ τέτοιου εἴδους πράγματα. Εἶναι προτροπὲς καὶ ἐντολὲς ποὺ εἶναι οὐσιαστικὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ τὶς προσέχουν καὶ νὰ ὑπακούουν σὰν νὰ ἐξαρτιόταν ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτές. Γιατί στ’ ἀλήθεια ἐξαρτᾶται.
Δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ δοξάζουμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς μας. Εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς μας. Κάθε ἀνθρώπινη ἁμαρτία, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος», τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, εἶναι ἡ ἀποτυχία νὰ ἑορτάσουμε πρεπόντως αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι καὶ κάνει, γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἔχουν πλασθεῖ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἑορτασμός, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση δὲν εἶναι καθόλου ἑορτασμὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ἁμαρτία, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποκλείει τὸν Θεὸ καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ εὐχαριστηθεῖ μὲ κάτι ἄλλο παρὰ μὲ Αὐτὸν καὶ μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση Του στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ χωρὶς ἀναφορὰ στὸ δωρεοδότη Θεό. Καὶ τὸ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμά του, ἀπαραίτητα καὶ ὀργανικά, εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο, ἡ θλίψη, ἡ μελαγχολία καὶ τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.
Ἡ περίοδος τῶν Χριστουγέννων εἶναι μία περίοδος ἑορτασμοῦ, καιρὸς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ὅμως πολλοὶ ἄνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων καὶ πολλῶν ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς, εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὸ χαρούμενο πνεῦμα τοῦ ἑορτασμοῦ. Βρίσκουν αὐτὴ τὴν περίοδο ἐκνευριστικὴ καὶ ὀνειρική, ἀπογοητευτικὴ καὶ καταπιεστική, καὶ παραδέχονται ἀκόμα, μερικὲς φορές, ὅτι εἶναι εὐχαριστημένοι ὅταν τελειώνει! Ὁ προφανὴς λόγος γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἑορτάζουν λανθασμένα. Μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν ὑμνοῦν καθόλου τὸν Θεὸ καὶ τὶς δωρεές Του, ἰδιαίτερα μάλιστα, τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑμνοῦν τὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ λαγνεῖες.
Μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀστεῖοι, ὅμως ἡ αὐθεντικὴ χαρὰ τοὺς ξεφεύγει. Φτάνουν στὸ τέλος τῆς «θερινῆς περιόδου» ἐντελῶς ξεροψημένοι, ἐνῶ λαχταροῦν ἀκόμα περισσότερο, γιατί αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχουν, ὁ,τιδήποτε κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι σίγουρα ἀρκετό, καί, ἐν πάση περιπτώσει, τώρα τελείωσε καὶ πέρασε.
Ἄλλοι ἔρχονται στὴν ἑορταστικὴ περίοδο μὲ τὴ σταθερὴ πρόθεση νὰ ἑορτάσουν τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸν Σωτήρα. Εἶναι ὑπερσοβαροί. Σφίγγουν τὶς γροθιὲς καὶ τὰ δόντια τους, ἀποφασισμένοι νὰ τὸ «παίξουν» «θρησκευόμενοι» καὶ «πνευματικοί». Ἀλλὰ ὅταν τελειώσει ἡ περίοδος ἀπομένουν ἄδειοι καὶ νεκροὶ γιατί ξόδεψαν τὶς δυνάμεις τοὺς κοιτώντας τοὺς ἄλλους, καταδικάζοντας τὴν ἀνόητη συμπεριφορά τους, γενόμενοι ἔτσι δυστυχισμένοι ἐξαιτίας αὐτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀντὶ νὰ γεμίσουν ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες χαρὲς τῆς περιόδου μὲ τὴ θεία Χάρη τοῦ Κυρίου, καταστρέφουν τὸν ἅγιο χρόνο γιὰ τοὺς ἴδιους, τὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς φίλους τους, καταρώμενοι τὴν «ἐκκοσμίκευση» καὶ τὴν «ἐμπορευματοποίηση» ποὺ μολύνουν τὴν ἑορτή, ἀντὶ νὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν πανήγυρη γι’ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ἐνῶ ἐπιπλήττουν τοὺς φίλους τους γιατί δὲν «κράτησαν τὸν Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα», τὸν ἔχουν στὴν πραγματικότητα ἀποκλείσει ἀπὸ τὸ δικό τους ἑορτασμὸ μὲ τὴ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσή τους καὶ τὴν καταδίκη τῶν ἀδελφῶν τους γιὰ τοὺς ὁποίους ἦλθε καὶ πέθανε ὁ Χριστός, εἴτε τὸ γνωρίζουν εἴτε ὄχι.
Ἐορτάσωμεν πιστοί! Ὅμως ἂς ἑορτάσουμε ὀρθά. Ἂς πᾶμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ ὄχι στὰ σπίτια τῶν ἄλλων. Ἂς ἀνυψώσουμε τὸ νοῦ μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ περιπλανᾶται στὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας. Ἂς συγκεντρωθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀγαλλιάσουμε μέσα στὸ ἔλεος καὶ στὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀκόμα καὶ τὸν «ἐκκοσμικευμένο» καὶ «ἐμπορευματοποιημένο» κόσμο ὅπου βασιλεύει ὁ διάβολος. Ἂς μὴν καταστρέψουμε τὴν ἑορτὴ γιά μᾶς καὶ τοὺς ἀγαπημένους μας, ἐξαιτίας τοῦ τί οἱ ἄλλοι κάνουν ἢ δὲν κάνουν. Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ κρατήσουμε τὸν «Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα» πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, κρατώντας τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ τοὺς ἑαυτούς μας στὸν Χριστό. Τότε τὰ Χριστούγεννα θὰ εἶναι ἡ θεόσδοτη γιορτὴ ποὺ πράγματι εἶναι, ἡ γιορτὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του. Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἑορτασμός μας θὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Κύριο, πλήρης γιά μᾶς καὶ ἐμπνευσμένος γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί θὰ ἀποτελεῖ τότε μία ζωντανὴ μαρτυρία ἐκείνου ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι μία γιορτὴ ὅταν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τὴν προόρισε νὰ εἶναι.
Ὁ κόσμος σήμερα χρειάζεται ἐπειγόντως θεῖο ἑορτασμό. Καὶ αὐτὸ κάνουν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες. Γιατί, ἐνῶ μερικοὶ διασκεδάζουν καὶ κάποιοι ἄλλοι τοὺς καταδικάζουν γιατί κάνουν ἔτσι, οὔτε οἱ μὲν οὔτε οἱ δὲ εἶναι πραγματικὰ εὐχαριστημένοι καὶ εἰρηνευμένοι. Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά Του καὶ ἔρχεται νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὴν ἀνοησία καὶ τὴν ἁμαρτία τους. Καὶ κανένας ἑορτασμὸς δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἱκανοποιητικὸς χωρὶς τὴ σπλαχνικὴ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
«Ἐλᾶτε ὅλοι, μὲ πίστη ἂς προεορτάσουμε τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ νοερὰ τὸν ὕμνο προβάλλοντάς τον ὡς ἀστέρι, ἂς κραυγάσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ποιμένες δοξολογίες. Ἦλθε ἡ σωτηρία τῶν θνητῶν, ἀπὸ κοιλιὰ παρθενική, νὰ ξανακαλέσει τοὺς πιστούς».
«Κάθε ρύπο ἐμπάθειας ἀπορρίπτοντες ἐπάξια, χάρη στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἀναλάβουμε γνώμη γεμάτη σύνεση, διότι ἔρχεται χωρὶς ρύπο κανένα, νὰ φορέσει τὴ σάρκα καὶ νὰ δωρίσει σὲ ὅλους θεία ἀναγέννηση διὰ τοῦ πνεύματος».
«Κοιτάζοντας τὸν Χριστὸ ποὺ ταπεινώνεται ἂς ὑψωθοῦμε, ἀπὸ πάθη ποὺ κάτω μᾶς κυλοῦν. Μὲ ζῆλο καλὸ ἂς μάθουμε ἀπὸ τὴν πίστη νὰ μὴ φρονοῦμε ὑψηλὰ κι ἂς ταπεινωθοῦμε πνευματικὰ ἔτσι, ὥστε μὲ τὰ ὑψηλὰ ἔργα μας νὰ ἐξυψώσουμε Αὐτὸν ποὺ γεννιέται».
Ἀπό τό βιβλίο:«Χειμωνιάτικη Πασχαλιά» ,
ἔκδ. Ἀκρίτας
 imaik.gr


πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Ψυχοσάββατα: Τι είναι; Ωφελούν τους κεκοιμημένους;


Πολλοί είναι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ρωτούν για το επερχόμενο Ψυχοσάββατο και αναρωτιούνται για το τι πρέπει να πράξουν.

Παραθέτουμε ένα ενημερωτικό κείμενο του μακαριστού, ομότιμου καθηγητή της Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Σ. Σάκκου, από την ιστοσελίδα της Απολύτρωσις.
Θεωρούμε τις προσευχές για τους κεκοιμημένους, τους νεκρούς μας ( είτε στη Θεία Λειτουργία, είτε στα μνημόσυνα, είτε στα τρισάγια, είτε στα ψυχοσάββατα ) ΥΨΙΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΑΓΑΠΗΣ προς τους αδελφούς που δεν είναι πια μαζί μας. Και θεωρούμε μεγάλο ατόπημα των χιλιάδων αιρέσεων και παραθρησκειών που αρνούνται τις προσευχές για τους κεκοιμημένους, με σχολαστικισμό ! Τι κρίμα είναι να αφήνουν τους νεκρούς τους αβοήθητους, χωρίς προσευχές ! Τι κρίμα, τι φοβερό είναι να πεθαίνουν και να μένουν χωρίς τις προσευχές των ζώντων !
Μεσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τούς κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.
Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τούς οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησίας γι’ αυτούς.
Στο δίπτυχο, που φέρνουμε μαζί με το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.
Σε ετήσια βάση η Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα• το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Με το δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησίας, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια ( επί γης ) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησία περιλαμβάνεται η στρατευομένη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.

Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα : Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.
Ο Θεός δεν περιορίζεται από τόπο και χρόνο. Γι Αυτόν είναι γνωστά και συνεχώς παρόντα όχι μόνο όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε στο παρόν, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Το διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό η στον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο: « Επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ο Θεός έχει γραμμένες στο βιβλίο της αγάπης του και τις πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άρα και τις προσευχές που αναπέμπουμε τώρα για πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν. Ως αιώνιος και πανταχού παρών ο πανάγαθος Κύριος μας Ιησούς Χριστός αγκαλιάζει με τη θεία του πρόνοια το άπειρο σύμπαν και τούς ατέρμονες αιώνες. Όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν τούς νοιάζεται η αγάπη του• «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β´ Κο 5,14).
Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τούς ζωντανούς αλλά και τούς κεκοιμημένους μας.
Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής και ορισμένες παρερμηνείες στην Παράδοση της Εκκλησίας
Θα πρέπει, τέλος, να εξηγήσουμε ότι πολλά λάθη από την άγνοια του παρελθόντος έχουν φτάσει ως τις μέρες μας, και θα πρέπει άμεσα να διορθωθούν.
■ Τα μνημόσυνα θα πρέπει να γίνονται την ημέρα που πρέπει, αν αυτό είναι εφικτό, αλλιώς κατ’ οικονομία και μόνο ο ιερέας θα επιτρέψει την τέλεση του νωρίτερα ή αργότερα.
■ Το σπάσιμο γυάλινων αντικειμένων ή άλλων τοιούτων,το σκέπασμα των καθρεφτών και των τηλεοράσεων για άγνωστο λόγο και η απαίτηση των συγγενών από τον ιερέα να κάνει αγιασμό στο σπίτι του αποθανόντος για να φύγει το κακό, είναι άκρως ειδωλολατρικές συνήθειες και είναι καιρός με την καθοδήγηση των ιερέων μας, να εξαλειφθούν από την παράδοση της Εκκλησίας μας.
■ Στα μνημόσυνα παραθέτουμε και ευλογούνται μόνο καλώς βρασμένα κόλλυβα (σιτάρι) ως ενδεικτικά της Αναστάσεως και όχι άλλα υποκατάστατα (κουλουράκια – ψωμάκια – γλυκά κ.τ.λ.). Τα κόλλυβα συμβολίζουν τις αμαρτίες του αποθανόντος κι εμείς όταν τα τρώμε λέμε “ο Θεός να τον συγχωρέσει”.
■ Το πρώτο Σάββατο της Τεσσαρακοστής δεν είναι «Ψυχοσάββατο», αλλὰ εορτάζουμε το «δια κολλύβων» θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
■ Στα Ψυχοσάββατα μπορούμε να παραθέτουμε κόλλυβα είτε στην Εκκλησία, στον Εσπερινὸ της Παρασκευής και στην Θεία Λειτουργία του Σαββάτου, είτε στα κοιμητήρια, κατόπιν συννενοήσεως με τους ιερείς, το Σαββάτο μετά την Θεία Λειτουργία, είτε και στα δύο. Πρόκειται περί της ιδίας αξίας, αφού η ίδια ακολουθία διαβάζεται.
■ Τα ευλογηθέντα κόλλυβα δεν τα πετάμε ποτέ στα σκουπίδια, παρά μόνο τα μοιράζουμε σε γνωστούς και φίλους εις μνημόσυνο και συγχώρεση του αποθανόντα.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2018

Τί είναι το Τριώδιο, γιατί ονομάζεται έτσι, πότε ξεκινά και πότε ολοκληρώνεται;

τριώδιο''

Τριώδιο ονομάζεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, η κινητή περίοδος που ξεκινά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.
Το Τριώδιο έχει λάβει την ονομασία αυτή από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το Τριώδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Οι ύμνοι αυτοί έχουν τρεις ωδές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ύμνους τις εκκλησίας, οι οποίοι έχουν εννέα ωδές. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό, και κατ’ επέκταση και η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, ονομάστηκαν Τριώδιο.
Οι ύμνοι του Τριωδίου γράφτηκαν από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. Χειρόγραφα των ύμνων του Τριωδίου σώζονται από τον 10ο αιώνα μ.Χ. ενώ για πρώτη φορά τυπώθηκε, το εν λόγω βιβλίο, στα Ελληνικά το 1522 μ.Χ. στην Βενετία.
Το Τριώδιο, ως χρονική περίοδο, αναφέρεται στις τρεις πρώτες εβδομάδες που οι χριστιανοί ετοιμάζονται για την μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Κάθε Κυριακή αυτών των τριών εβδομάδων έχει τη δική της σημειολογία.
Η πρώτη, η Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου προτρέπει τους Χριστιανούς να είναι ταπεινοί, όπως ο Τελώνης και όχι υπερήφανοι όπως ο Φαρισαίος.
Η δεύτερη, η Κυριακή του Ασώτου, διδάσκει την αξία της μετάνοιας και το μεγαλείο της συγχωρέσεως.
Το Σάββατο πριν από την τρίτη Κυριακή ονομάζεται Ψυχοσάββατο ή Σάββατο των Ψυχών. Καθιερώθηκε από την εκκλησία ως ημέρα που προσευχόμαστε και προσφέρουμε κόλλυβα για όλους αυτούς που για διάφορους λόγους δεν μνημονεύονται σε μνημόσυνα. Όπως είναι άνθρωποι που δεν τους απέμειναν συγγενείς, ώστε να τους κάνουν μνημόσυνο. Παρόλο που κάθε Σάββατο του έτους είναι αφιερωμένο από την εκκλησία μας στους θανώντες, το συγκεκριμένο Σάββατο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ακολουθεί η Κυριακή της Απόκρεω, η οποία αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και έτσι παρακαλούμε το Θεό από την προηγουμένη να τους αναπαύσει.
Η τρίτη Κυριακή, η Κυριακή της Απόκρεω, αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία, στην κρίση που θα λάβει χώρα, καθώς επίσης και στη χριστιανική αγάπη. Ονομάζεται δε έτσι, επειδή είναι η τελευταία ημέρα που οι Χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας.
Η εβδομάδα που ξεκινά ονομάζεται και εβδομάδα της Τυρινής ή Τυροφάγου. Εβδομάδα που επιτρέπεται η βρώση τυροκομικών, αυγών και ψαριών.
Η τέταρτη, η Κυριακή της Τυροφάγου, αναφέρεται στην εξορία των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο.  Έτσι, το Ευαγγέλιο της ημέρας παροτρύνει τους πιστούς να νηστεύουν χωρίς να το επιδεικνύουν, να συγχωρούν όσους τους έχουν βλάψει και να διάγουν βίο ενάρετο και ελεήμονα.
Ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα, με την οποία ξεκινά η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Περίοδος νηστείας, προσευχής, περισυλλογής, κατά την οποία οι πιστοί προετοιμάζονται για την μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου. Ονομάζεται Τεσσαρακοστή γιατί μιμείται την σαρανταήμερη νηστεία που έκανε ο Χριστός, ενώ λέγεται και Μεγάλη για να υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τη νηστεία των Χριστουγέννων.




Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2018

Γιατί απόλυτη ησυχία στον εξάψαλμο;

Είναι γεγονός οι πατέρες ορίζουν κατά την ώρα που διαβάζεται στην Εκκλησία ο εξάψαλμος, να μη κάνουμε καμιά κίνηση, να μη μιλούμε, να μη κουνηθούμε από τη θέση μας, ούτε να βήξουμε που λέει ο λόγος, και να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί είναι η ώρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς θυμίζει την Δευτέρα Παρουσία και την Κρίση Του Θεού και πρέπει να ακούμε τον εξάψαλμο με άκρα σιωπής και ευλαβείας και να ενωθεί η ψυχή μας με το νόημα των ψαλμών εκείνων που είναι τόσο ωραίοι και τόσο σημαντικοί και τόσο κατανυκτικοί.
Και όταν τελειώσει ο εξάψαλμος και θα πούμε το αλληλούια τρεις φορές, εκεί θα κάνουμε το σταυρό μας τρεις φορές με τρεις μικρές μετάνοιες. Για να μην ταράζεται καθόλου η προσοχή μας από την μελέτη, την ακοή και την ανάγνωση του εξαψάλμου που είναι μια πολύ σημαντική στιγμή μέσα στην όλη ακολουθία του Όρθρου.
Για αυτό οι πατέρες ορίζουν αυτή την τακτική, αυτή την τυπική διάταξη. Και καλό είναι βέβαια να φροντίζουμε να είμαστε στην εκκλησία να ακούμε τον Όρθρο και να ακούμε τον εξάψαλμο που αναγιγνώσκεται με τόση ευλάβεια και έχει τόση δύναμη πνευματική και να είμαστε από νωρίς στην Εκκλησία να μετέχουμε στην Ακολουθία του Όρθρου.

Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2018

Γιὰ τὸν Μέγα Ἁγιασμὸ


Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται κάθε χρόνο τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου. Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ρωτοῦν ἄν ὁ Ἁγιασμός αὐτός πίνεται, χρησιμοποιεῖται γιά ραντισμό, φυλάσσεται στά σπίτια καί ἄν ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, μεταγλωττισμένο στή νεοελληνική, ἀποτελεῖ «εἰδική γνωμοδότηση περί τοῦ θέματος τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, δηλ. πῶς λαμβάνεται αὐτός παρά τῶν χριστιανῶν, ἐάν φυλάσσεται καί ἐάν ἀπ' αὐτόν μεταλαμβάνουν» οἱ πιστοί, συνταχθέν ὑπό τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου. Ἀρχικῶς αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ ἔτους 1999 (σσ. οη΄-π΄), πρός ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί πληροφόρηση τῶν πιστῶν.
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός. Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές...
τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό.

2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ' ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει». Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο.

3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ' αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ' αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ...) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν... καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»). 

Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων. Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
  
4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).

Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.

Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους:
Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. 

Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.

Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν. 

Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ' αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.

Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

ΑΠΑΝΤΑ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ Για ποιο λόγο ανάβουμε κερί στην εκκλησία;


Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΕΡΙ


Για ποιο λόγο ανάβουμε κερί στην εκκλησία; Υπάρχει ιδιαίτερος συμβολισμός στο άναμμά του; Ερωτήματα, στα οποία δίνει απάντηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Χρυσόστομος, ο οποίος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η συνήθεια του ανάμματος περιέχει βαθύτατο συμβολισμό και ότι αποτελεί μια σημαντική κίνηση του ανθρώπου στην αναζήτηση του θείου να επικοινωνήσει με τον Θεό.

Μια από τις ευλογημένες συνήθειες των πιστών όταν εισέρχονται στον ναό είναι να παίρνουν ένα ή περισσότερα κεριά, να τα ανάβουν στην ορισμένη θέση (μανουάλι) και κατόπιν να προσκυνούν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου του ναού. Αυτή η συνήθεια, που ίσως τις περισσότερες φορές γίνεται μηχανικά, περιέχει βαθύτατο συμβολισμό. Καθετί που υπάρχει ή συμβαίνει στον Ιερό Ναό και στη Λατρεία της Εκκλησίας μας εγκρύπτει συμβολισμούς για να μας υπενθυμίζει τόσο γεγονότα της επίγειας ζωής του Κυρίου μας όσο και την υποχρέωση του πιστού να μη ραθυμεί, να μην εγκαταλείπεται στη βιοτική ραστώνη, αλλά να αφυπνίζεται πνευματικά αναλαμβάνοντας τα πνευματικά όπλα που η Εκκλησία μας του χορηγεί στον πνευματικό αγώνα», τονίζει ο ποιμενάρχης Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
Στο ερώτημα τι συμβολίζει το κερί, επικαλείται απαντήσεις που δίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά, σημειώνει:
«Την απάντηση δίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, στους οποίους προσφεύγουμε πάντοτε και οι οποίοι δίνουν απαντήσεις σε όλα και ας έζησαν αιώνες πριν.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει έξι συμβολισμούς για το κερί και βεβαίως αναφέρεται στο αποκαλούμενο καθαρό κερί, δηλαδή, το μελισσοκέρι. Λέγει ότι το κερί συμβολίζει:
 α) Την καθαρότητα της ψυχής μας, 
β) Το εύπλαστο της ψυχής μας, την οποία πρέπει να πλάσουμε σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου,
 γ) Την ευωδία της Θείας Χάριτος, την οποία πρέπει να εκπέμπει κάθε ψυχή, όπως το κερί διαθέτει γλυκεία μυρωδιά,
 δ) Όπως το γνήσιο κερί, καιόμενο ανακατεύεται με τη φωτιά και τις δίνει τροφή, έτσι και η ψυχή καιομένη από τον Θείο Έρωτα οδηγείται βαθμηδόν στη θέωση, 
ε) Το φως του Χριστού 
και
 στ) Την αγάπη και την ειρήνη με τις οποίες κυριευμένος ο πιστός γίνεται φωτεινός οδοδείκτης στους άλλους.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παραθέτει άλλους έξι συμβολισμούς και λόγους για τους οποίους ανάβουμε το κερί:
1) Για να δοξάζουμε το Θεό, ο οποίος είναι το Φως "Εγώ ειμί το Φως του κόσμου", (Ιωάνν. 8, 12),
 2) Για να διαλύουμε το σκοτάδι της νύχτας και να διώχνουμε μακριά το φόβο που προκαλεί το σκοτάδι, 
3) Για να δείχνουμε την εσωτερική χαρά της ψυχής μας,
 4) Για να αποδίδουμε τιμή στους αγίους της πίστεώς μας, μιμούμενοι τους Χριστιανούς των πρώτων αιώνων, που άναβαν κεριά στους τάφους των μαρτύρων, 
5) Για να συμβολίζουμε τα καλά μας έργα κατά το Κυριακόν Λόγιον "ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων" και 
6) Για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες όσων ανάβουμε τα κεριά και εκείνων υπέρ των οποίων τα ανάβουμε».
Ακολούθως, εστιάζει στο φως της φλόγας και υπογραμμίζει ότι «Το κερί βγάζει φλόγα και η φλόγα εκπέμπει φως. Το φως αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της λατρείας μας. Καλούμαστε να γίνουμε φως γιατί Εκείνος είναι το Φως. Στη προηγιασμένη Θεία Λειτουργία ο λειτουργός ιερέας κρατώντας αναμμένη λαμπάδα στρέφεται στους πιστούς και εκφωνεί "Φως Χριστού φαίνει πάσι". Στην ακολουθία της κουράς μοναχού ο προεστώς δίνει στον κεκαρμένο αναμμένη λαμπάδα και πάλι, λέγοντάς του "ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς", (Ματθ. ε, 16), αλλά και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε "είδομεν το Φως το αληθινόν"».
Εν κατακλείδι, ο μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης δηλώνει: «Ο Χριστός μας καλεί συνεχώς να γίνουμε Φως με τη ζωή μας, με τους λόγους μας και με τα έργα μας.Συνεπώς, δεν είναι τυπική ή μηχανική πράξη το άναμμα του κεριού, αλλά μια σημαντική κίνηση του ανθρώπου στην αναζήτηση του Θείου να επικοινωνήσει με τον Θεό».

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2017

Σήμερα ξεκινούν Σαρανταλείτουργο και νηστεία Χριστουγέννων


Σαρανταλείτουργο συνήθως τελείται κατά τις σαράντα ήμερες της νηστείας των Χριστουγέννων. Ακόμη κι όταν κάποιος αδελφός απέλθει απ’ αυτήν την ζωήν, κυρίως σε μοναστήρια, οι Πατέρες τελούν σαρανταλείτουργο. Κι αυτό γίνεται, γιατί σύμφωνα με την Παράδοση των Αγίων Πατέρων «Μνημονεύονται αυτοί που φεύγουν από εμάς κι οδεύουν προς τον Κύριο, απ’ αυτήν την τελευταία ημέρα (ενν. της κοιμήσεώς τους) μέχρι την τεσσαρακοστή, καθημερινά μέσα στη Θεία Λειτουργία»
Νηστεύουμε για να συνηθίσουμε στην εγκράτεια. Για να εξασκήσουμε τον εαυτό μας να συγκρατείται και να μην παρασύρεται στην αμαρτία, στις κακές πράξεις, στους πειρασμούς. Η νηστεία του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων γίνεται ως εξής:
Ἀπό 15 έως 21 Νοεμβρίου κατάλυσις ελαίου, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής.
Την 21 Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, κατάλυσις ιχθύος όποια ημέρα και αν τύχη.
Αν δε νηστέψουμε δε μπορούμε να συγκρατηθούμε και στα άλλα πάθη (ψέματα, κλεψιές, κακές κουβέντες). Τετάρτη νηστεύουμε σε ανάμνηση της Τετάρτης που πάρθηκε η καταδικαστική απόφαση κατά του Κυρίου και Παρασκευή σε ανάμνηση της ημέρας του θανάτου Του. Οι μοναχοί νηστεύουν, επίσης, και κάθε Δευτέρα σε ανάμνηση της γιορτής των Αγίων Αγγέλων.
Από 21 Νοεμβρίου έως 17 Δεκεμβρίου: Τα Σάββατα και τις Κυριακές κατάλυσις ιχθύος. Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη κατάλυσις ελαίου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων 24ην Δεκεμβρίου δεν καταλύουμε έλαιον και οίνον εκτός αν τύχει Σάββατο ή Κυριακή.

Κυριακή, Μαρτίου 05, 2017

Ιερό Ευχέλαιο: Πότε, Πώς και Γιατί;

5e4bc6bff1a
Οι περισσότερες δυστυχώς αναφορές που υπάρχουν στο διαδίκτυο αποπροσανατολίζουν παρά διαφωτίζουνκαι ενημερώνουν για το μυστήριο του ευχελαίου.
Το Ιερό Ευχέλαιο είναι ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας.
Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο το τοπίο να πούμε ότι το Ευχέλαιο ΔΕΝ το κάνουμε:
Α) για να μας πάνε καλά τα πράγματα
Β) γιατί έχουμε αναποδιές
Γ) για το καλό
Δ) γιατί είναι ένας ακόμα λόγος να μαζευτούμε και να καλέσουμε κόσμο, να φάμε και να πιούμε (μετά την τέλεση του -αφού έτσι «βγάλαμε» την «υποχρέωση» και άρα είμαστε εντάξει)
Ε) για κοινωνικούς λόγους
Στ) γιατί έκανε και ο γείτονας
Ζ) γενικά γιατί έχουμε κάτι σημαντικό (εξετάσεις στο σχολείο, ταξίδι, αγώνα κλπ)
Η) για να κοινωνήσουμε χωρίς να εξομολογηθούμε, αφού ούτως ή άλλως συγχωρητική ευχή διαβάζει ο Ιερέας.
Πότε και γιατί το κάνουμε;
Το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου γίνεται κυρίως σε περιπτώσεις ασθενειών γιαυτό και Ο Ιερέας εύχεται: «Πάτερ Άγιε, ιατρέ των ψυχών καί των σωμάτων… ίασαι τον δούλον Σου… έκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής καί ψυχικής ασθενείας…»
Η πρώτη μας κίνηση είναι να συζητήσουμε το πρόβλημα ή το ζήτημα που μας απασχολεί με τον Ιερέα ή ακόμα καλύτερα με τον πνευματικό μας. Μόνο εκείνος είναι αρμόδιος να μας προτείνει τι είναι καλύτερο να γίνει αναφορικά με το πρόβλημα που θα του αναφέρουμε (αγιασμός, ευχή, λειτουργία, ευχέλαιο, εξομολόγηση κλπ).
Όπως όταν έχουμε ένα πρόβλημα υγείας και μετά από εξέταση στον γιατρό αυτός μονό μας συστήνει την κατάλληλη θεραπεία και φάρμακο, έτσι ακριβώς και στην περίπτωση του Ευχελαίου. Μόνο ο Ιερέας μπορεί να μας πει.
Απαιτείται κάποια προετοιμασία;
Βεβαίως. Πρέπει να προηγηθεί εξομολόγηση και νηστεία. Πρέπει να καθαριστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα πρωτύτερα και να προσκαλέσουμε τουλάχιστον 2 Ιερείς για την τέλεση του. (επτά Ιερείς τελούν κανονικά το μυστήριο του Ευχελαίου. Επτά είναι καί τα Αποστολικά καί Ευαγγελικά αναγνώσματα, επτά είναι καί οί ευχές -ό αριθμός επτά σημαίνει πληρότητα). Κατ’ οικονομία σε έκτακτες περιπτώσεις μπορεί να γίνει και από έναν Ιερέα μόνο.
Αυτοί που θα προσκαλεστούν να παραστούν (συγγενείς, φίλοι) στο Ιερό Ευχέλαιο πρέπει να έχουν επίγνωση του μυστηρίου, διάθεση να συμπροσευχηθούν και να παρακαλέσουν απλά και ταπεινά. Πρέπει δε να έχουμε υπόψη μας την ευαγγελική ρήση «Ούχ ως εγώ θέλω, άλλ’ ως Σύ» καθώς και την Κυριακή προσευχή «γενηθήτω το θέλημα Σου…» και τέλος να ζητάμε πρωτίστως την ίαση της ψυχής και μετά του σώματος.
Που είναι γραμμένο και ποιος μας λέει για το Ευχέλαιο;
Στην επιστολή του Ιακώβου. O Απόστολος Ιάκωβος, o Aδελφόθεος, στην επιστολή του λέει: «Εάν κάποιος είναι άρρωστος, να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν καί να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου…» (Ίακ. ε’, 13-15).
«Ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν τω ονόματι του Κυρίου·…»
Τελικά τι δείχνει και τι σημαίνει το Ιερό Ευχέλαιο;
Μα, την άπειρη αγάπη της Εκκλησίας μας προς τον ασθενούντα συνάνθρωπο μας. Την διάθεση, το ενδιαφέρον την ουσιαστική βοήθεια και την συμμετοχή στον ανθρώπινο πόνο. Συμπάσχει, συμπροσεύχεται, εύχεται, ελπίζει στην ίαση του ασθενούς με την παράκληση προς στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Να συμπληρώσουμε επίσης ότι το Ιερό Ευχέλαιο, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για προσευχή και άφεση των συγγνωστών αμαρτημάτων μας:
«Το ιερό Ευχέλαιο γίνεται και επί υγιαινόντων για τη συγχώρηση των αμαρτημάτων που από άγνοια ή λήθη ή όσα εξ ανεπαρκείας δεν διακρίνει ως αμαρτήματα ο διαπράττων και τα όσα εκ καταπτώσεως αδυνατεί να εξαγορεύσει. Επίσης τελείται και επί ψυχικών ασθενειών και ως φυγαδευτικό δαιμόνων».(Δημητρίου Κόκκορη:Ορθοδοξία και Κακοδοξία τ. Β, σελ.336-337).
orthodox-answers

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...