Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 10, 2013

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ*



Γε­ωρ­γί­ου Ι. Μαν­τζα­ρί­δη**

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἐ­πι­μέ­ρους χρι­στι­α­νι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἔ­χει κα­θο­λι­κὸ καὶ δι­α­χρο­νι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ ἀ­φαι­ρέ­σεις καὶ δι­αι­ρέ­σεις, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἡ ἑ­νια­ία καὶ ἑ­νο­ποι­ός ἀ­λή­θεια. Εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ με­λίζε­ται καὶ δὲ δι­αι­ρεῖ­ται, ποὺ δι­α­με­λί­ζε­ται καὶ ἑ­νο­ποιεῖ. Ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι ἡ δω­ρε­ὰ τῆς Θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ στοὺς πι­στοὺς μί­αν ἀν­τί­στοι­χη ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ μί­αν ἀ­ντίστοι­χη εὐ­θύ­νη: Τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ τὴν εὐ­θύ­νη γιὰ εἰ­ρή­νη καὶ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους.
Τὸ 842 με­τὰ τὴ δί­νη τῆς εἰ­κο­νο­μα­χί­ας, ποὺ εἶ­χε ἐ­πα­να­φέ­ρει μὲ μί­α νέ­α μορ­φὴ τὶς πα­λι­ὲς χρι­στο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις, ἡ εἰ­ρή­νη καὶ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­καν στὴ ζω­ὴ τῶν με­λῶν της. Ἔ­τσι ἡ δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ φα­νε­ρώ­θη­κε πά­λι στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν. Τὸ δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ως πα­ρου­σι­ά­στη­κε ξα­νὰ ὡς γνώ­ρι­σμα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Βέ­βαι­α καὶ στὶς πιὸ λαμ­πρὲς πε­ρι­ό­δους τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας δὲν παύ­ουν νὰ ὑ­πάρ­χουν οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­νή­κουν σὲ αὐ­τὴν καὶ ποὺ ὁ­δη­γοῦν­ται συ­χνὰ σὲ αἱ­ρέ­σεις καὶ σχί­σμα­τα. Ὁ τε­λι­κὸς θρί­αμ­βος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ἀ­κα­τά­λυ­της ἑ­νό­τη­τάς της, θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στὰ ἔ­σχα­τα, ὅ­ταν ἡ δι­α­σκορ­πι­σμέ­νη στὸν κό­σμο Ἐκ­κλη­σί­α συ­να­χθεῖ στὴ βα­σιλεία τοῦ Θε­οῦ(1). Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲ ση­μαί­νει κα­θό­λου ὅ­τι δι­και­ο­λο­γού­μα­στε νὰ μὴ ζοῦ­με καὶ τώ­ρα τὴν ἑ­νό­τη­τα. Ἡ ἑ­νό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ φύ­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ὅ­ταν δὲν ἔ­χου­με τὴν ἑ­νό­τη­τα, δὲ ζοῦ­με ὡς μέ­λη τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ἀ­πο­τελεῖ ἀν­θρώ­πι­νο σω­μα­τεῖ­ο, ὅπου ἡ ἑ­νό­τη­τα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι χρή­σι­μη, ὄ­χι ὅ­μως καὶ τε­λεί­ως ἀ­πα­ραί­τη­τη. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι σῶ­μα Χρι­στοῦ. Καὶ τὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ χω­ρὶς ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, μί­α ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του. Στὸ Σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με πί­στη «εἰς μί­αν, ἁγίαν, κα­θο­λι­κὴν καὶ ἀ­πο­στο­λι­κὴν ἐκ­κλη­σί­αν». Οἱ πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἢ μᾶλ­λον οἱ πολ­λὲς χρι­στι­α­νι­κὲς ὁ­μο­λο­γί­ες, εἶ­ναι κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα ἀν­θρώ­πων καὶ ὄ­χι τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ χρι­στι­α­νι­κὸς ὅ­μως κό­σμος ἔ­παυ­σε ἀ­πὸ και­ρὸ ν᾿ ἀ­πο­τελεῖ μί­α ἑ­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α πι­στῶν, μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ πί­στη ποὺ πα­ρέ­δω­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ οἱ Δι­δά­σκα­λοι τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν τη­ρή­θη­κε παν­τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη. Ἡ λα­τρεί­α δι­α­σπά­στη­κε. Τὸ ἦ­θος ἀλ­λοι­ώ­θη­κε. Ἡ ἁρ­μο­νί­α κα­τα­στρά­φη­κε. Ἡ πα­ρά­δο­ση ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε. Ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να σκάν­δα­λο μέ­σα στὸν κό­σμο. Σκάν­δα­λο, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας Χρι­στια­νὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ μέ­νει ἀ­δι­ά­φο­ρος.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς πολ­λὲς Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λὰ ἡ μία­ καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ εἶ­ναι ἡ μί­α καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ὄ­χι για­τί ἔ­τσι τὸ θέ­λουν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἀλ­λὰ για­τί ἔ­τσι προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση: «Οἱ Προ­φῆ­ται ὡς εἶ­δον, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ὡς ἐ­δί­δα­ξαν, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς πα­ρέλα­βεν, οἱ Δι­δά­σκα­λοι ὡς ἐ­δογ­μά­τι­σαν, ἡ Οἰ­κου­μέ­νη ὡς συμ­πε­φρόνη­κεν… οὕ­τω φρο­νοῦ­μεν, οὕ­τω λα­λοῦ­μεν, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν… Αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὐ­τὴ ἡ πί­στις τῶν Πατέρων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τῶν Ὀρ­θοδόξων, αὐ­τὴ ἡ πί­στης τὴν Οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν»(2).
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α στή­ρι­ξε τὴν Οἰ­κου­μέ­νη, για­τί ἦ­ταν πάν­το­τε Οἰ­κου­με­νι­κή. Καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἂν δὲν πα­ρα­μέ­νει καὶ Οἰ­κου­με­νι­κή. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μι­σαλ­λο­δο­ξί­α, δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­σμός, δὲν εἶ­ναι κα­τε­στη­μέ­νο, δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κι­σμός. Ἡ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α κα­πη­λεύ­ε­ται τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ μέ­σο φα­τρια­σμοῦ. Μὲ τὴ μι­σαλ­λο­δο­ξί­α ἀ­ναι­ρεῖ­ται ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ἀ­φα­νί­ζε­ται τὸ πνεῦ­μα της, ποὺ εἶ­ναι πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ κα­ταλ­λα­γῆς. Γι­᾿ αὐ­τὸ ὁ μι­σαλ­λό­δο­ξος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος, ὅ­σο ὀρ­θό­δο­ξα καὶ ἂν εἶ­ναι τὰ λό­για ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ συν­τη­ρη­τι­σμὸς νε­κρώ­νει τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τὴ με­τα­βάλ­λει σὲ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ποὺ ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ συ­νή­θως ἀλ­λό­τριους σκο­πούς. Ἀ­κό­μα τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ὀρ­θό­δο­ξο κα­τε­στη­μέ­νο δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ζων­τα­νὴ πα­ρά­δο­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ζω­ῆς. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι στα­τι­κή, οὔ­τε συν­τη­ρη­τι­κή, ἀλ­λὰ δυ­να­μι­κὴ καὶ πα­ρα­δο­σια­κή. Καὶ ἡ πα­ρα­δο­σι­α­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι συν­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Δὲν εἶ­ναι κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ ζω­ή. Τέ­λος ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν εἶ­ναι ἐ­θνι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἢ ἐ­θνι­κι­σμὸς.
Βέ­βαι­α συ­χνὰ ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς ἰ­δε­ο­λο­γί­α. Καὶ αὐ­τὸ δὲν ἔ­γι­νε μό­νο ἀ­πὸ πο­λι­τι­κοὺς ἡ­γέ­τες ποὺ ἐ­πι­δί­ω­καν δι­κούς τους σκο­πούς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ κλη­ρι­κοὺς καὶ ἁ­πλοὺς πι­στούς. Ἡ ἀ­λή­θεια, ὅ­πως καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ πρσφ­έ­ρει ἡ ἀ­λή­θεια(3), εἶ­ναι βα­ριὰ πράγ­μα­τα. Εὔ­κο­λα τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πει κα­νεὶς ἢ τὰ ἀν­τι­κα­θιστᾶ μὲ ψεύ­τι­κα εἴ­δω­λά τους. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἐμ­πο­ρεύ­ε­ται κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, δύ­σκο­λο ὅ­μως νὰ τὴ ζεῖ. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ καυ­χι­έ­ται ὅ­τι εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξος -ὅ­ταν μά­λι­στα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α συμ­βαί­νει νὰ εἶ­ναι καὶ τῆς μό­δας- καὶ νὰ κα­τα­κρί­νει τοὺς ἄλ­λους ὡς ἀ­πο­στά­τες ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, εἶ­ναι ὅ­μως δύ­σκο­λο νὰ ζεῖ ὡς Ὀρ­θό­δο­ξος. Γι­᾿ αὐ­τὸ συ­χνὰ λη­σμο­νοῦ­με τὴν ἀ­λή­θεια τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ προ­βάλ­λου­με στὴ θέ­ση της τὶς προ­σω­πι­κὲς ἢ τὶς συλ­λο­γι­κές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες. Ἔ­τσι τὴν πα­ρα­ποι­οῦ­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς της. Καὶ ὅ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς ἐ­χθρούς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας τὴν κρί­νουν καὶ τὴν κα­τα­κρί­νουν ὡς πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη, ἀν­τὶ νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα στὸν ἑ­αυ­τό μας, γιὰ νὰ δοῦ­με τὴν κα­τά­στα­σή μας καὶ νὰ φρον­τί­σου­με νὰ τὴ δι­ορ­θώ­σου­με, ἐ­ξα­πο­λύ­ου­με μύ­δρους ἐ­ναν­τίον τους, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­νου­με τὸ χρέ­ος μας ἀ­πέ­ναν­τι στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἢ ἀ­κό­μα ὅ­τι γι­νό­μα­στε καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές της.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἀ­λή­θεια καὶ ζω­ή. Σέ­βε­ται τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ γλώσ­σα, τὶς πα­ρα­δό­σεις, τὰ ἔ­θι­μά τους. Ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του προ­σέ­λα­βε ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, προσ­λαμ­βά­νει κα­θε­τὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς δὲν προ­σέ­λα­βε τὴν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ φύ­ση κα­τά­στα­ση γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἔ­τσι καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἤ κα­λύ­τε­ρα ὅ­σοι θέ­λου­με νὰ ἀ­νή­κου­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ ἀ­κα­τά­λυ­το καὶ ἀ­δι­αί­ρε­το σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­φή­νου­με νὰ κυ­ρια­ρχοῦν στὴ ζω­ὴ καὶ τὴ σκέ­ψη μας κα­τα­στά­σεις ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στὸς δὲν πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται «εἰς ἀ­φορ­μὴν τῇ σαρ­κί», ἀλ­λὰ νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας(4). Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­συ­δο­σί­α, ἀλ­λὰ πρό­σκλη­ση ν᾿ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν πη­γὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τῆς δι­αι­ρέ­σε­ως, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ϊσμός μας -ὁ ἀ­το­μι­κός, ὁ οἰ­κο­γε­νεια­κός, ὁ ἐ­θνι­κός, ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἢ ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἐ­γω­ϊσμός μας- καὶ νὰ βροῦμε τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς φύ­σε­ώς μας ἐν Χρι­στῷ.
Πραγ­μα­τι­κά, πό­σα ἐμ­πό­δια πού συ­ναν­τοῦ­με κα­θη­με­ρι­νὰ θὰ ἔ­λει­παν, ἂν ὑ­πῆρ­χε ἡ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ μέ­σα μας! Πό­σες ἀν­τι­θέ­σεις θὰ πα­ρα­με­ρί­ζον­ταν, ἂν δὲν κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ ἀ­το­μι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μα­δι­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὶς σχέ­σεις μας! Πό­σα σχί­σμα­τα θὰ μα­ται­ώ­νον­ταν, ἂν δὲν ἐ­πι­κρα­τοῦσε­ ὁ ἐ­θνι­κὸς ἢ ὁ ὁ­μο­λο­για­κὸς ἐ­γω­ϊσμὸς στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ζω­ή μας! «Ἐ­ὰν δὲ τὸ ἅ­λας μω­ράν­θη», λέ­ει ὁ Κύ­ριος, «ἐν τι­νι ἁλι­σθήσε­ται;»(5). Ἂν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί, ἢ ἀ­κό­μα ἂν ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, πού καυ­χι­ό­μα­στε ὅ­τι δι­α­τη­ροῦ­με ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, δὲ φρον­τί­ζου­με νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή, ἀ­πὸ ποι­οὺς πε­ρι­μέ­νου­με; Ὁ στό­χος, πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­τευ­θύ­νει δια­ρκῶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ἡ κα­τα­πο­λέ­μη­ση τοῦ ἐ­γω­ϊσμοῦ μὲ τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φές του. Στὸν ἴ­διο στό­χο ἀ­πο­βλέ­πει καὶ ἡ με­τά­νοι­α, ποὺ ἀ­πο­τελεῖ γιὰ τὸ χρι­στια­νὸ ἔρ­γο ζω­ῆς.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι κα­μμί­α ἀν­τι­κει­με­νο­ποι­η­μέ­νη ἀξία, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποιεῖ κα­νεὶς σύμ­φω­να μὲ τὶς ὀ­ρέ­ξεις καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Δὲν εἶ­ναι κτῆ­μα κα­νε­νὸς ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι τὴν κα­τέ­χει. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τέ­χει κα­νεὶς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Μπο­ρεῖ μό­νο νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ αὐ­τήν. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἐν­τάσ­σει κα­νεὶς στὰ σχέ­δια του, γιὰ νὰ κα­τα­κρί­νει ἢ νὰ πο­λε­μά­ει τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ φα­να­τί­ζει ἢ νὰ φα­να­τί­ζε­ται. Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, καὶ ὄ­χι οἱ πα­ρα­ποι­ή­σεις της, δὲν ἐν­τάσ­σε­ται που­θε­νά, ἀλ­λὰ κα­λεῖ ὅ­λους σὲ κα­θο­λι­κὴ ἔν­τα­ξη σ᾿ αὐ­τήν. Ἄλ­λω­στε καὶ τὸ Βά­πτι­σμα στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στὸ μέ­τρο ποὺ ἐ­νερ­γο­ποιεῖ τὴν ἔν­τα­ξή του σ᾿ αὐ­τήν, στὸ μέ­τρο ποὺ δὲν ἀ­φή­νει τὸν ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ τὰ πα­ρε­πό­με­νά του νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν στὴ ζω­ή του καὶ νὰ φαλ­κι­δεύ­σουν τὴν πί­στη, τὴν ἐλ­πί­δα καὶ τὴν ἀ­γά­πη του.
Ὅ­ταν λοι­πὸν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς μέ­λη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τό­τε καὶ οἱ δι­αι­ρέ­σεις τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου δὲν μπο­ροῦν νὰ μᾶς εἶ­ναι ἀ­δι­ά­φο­ρες. Ὁ πό­νος γιὰ τὶς δι­αι­ρέ­σεις αὐ­τὲς εἶ­ναι καὶ δι­κός μας πό­νος. Καὶ ἡ φρον­τί­δα γιὰ τὴν ἄρ­ση τους πρέ­πει νὰ εἶ­ναι φρον­τί­δα ὅ­λων μας. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­μως τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, δὲ χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νου­με συμ­βι­βα­σμοὺς στὴν πί­στη μας. Μὲ τέ­τοι­ους συμ­βι­βα­σμοὺς προ­δί­νου­με καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας κι ἐ­κεί­νους, για­τί κι ἐ­κεῖ­νοι χρει­ά­ζον­ται ἀ­νό­θευ­τη τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­λή­θεια. Γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῶν ἄλ­λων ὁ­μο­λο­γι­ῶν, ἰ­δι­αί­τε­ρα τώ­ρα ποὺ οἱ πε­ρι­στά­σεις μᾶς φέρ­νουν πο­λὺ πιὸ κον­τά τους, χρει­ά­ζε­ται νὰ στρα­φοῦ­με στὶς ἴ­δι­ες τὶς ρί­ζες μας, χρει­ά­ζε­ται νὰ γνω­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας καὶ νὰ ζή­σου­με τὴν κα­θο­λι­κὴ καὶ Οἰ­κου­με­νι­κὴ ἀ­λή­θειά της.
Μὲ τὴ δι­ά­θε­ση αὐ­τὴ εἶ­χε πρὶν ἀ­πὸ και­ρὸ δι­α­δο­θεῖ τὸ σύν­θη­μα «ἐ­πι­στρο­φὴ στοὺς Πα­τέ­ρες». Αὐ­τὸ δὲ θε­ω­ρή­θη­κε ἀ­πό­λυ­τα ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κό, για­τί μπο­ροῦ­σε νὰ ἑρ­μη­νευ­τεῖ καὶ ὡς ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κό. Γι­᾿ αὐ­τὸ ἀν­τι­προ­βλή­θη­κε τὸ σύν­θη­μα «μπρο­στὰ μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες». Μὲ τὰ συν­θή­μα­τα ὅ­μως αὐ­τὰ δὲ δι­α­τυ­πώ­νε­ται σω­στὰ ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας εἶ­ναι: «Ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶσιν»(6). Ἕ­πο­μαι δὲ ση­μαί­νει οὔ­τε ἐ­πι­στρέ­φω οὔ­τε βα­δί­ζω μπρο­στά. Ἕ­πο­μαι ση­μαί­νει ἀ­κο­λου­θῶ. Καὶ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κο­λου­θεῖ δὲν προσ­δι­ο­ρί­ζει μό­νος του τὴν πο­ρεί­α του, ἀλ­λὰ ἐν­τάσ­σε­ται στὴν πο­ρεί­α αὐ­τοῦ ἢ αὐ­τῶν ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ. «Ἕ­πο­μαι τοῖς ἁ­γίοις πα­τρᾶ­σι» ση­μαί­νει: Ἀπο­δε­χό­με­νοι τὴ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α τῶν ἁ­γίων Πατέρων ὡς με­λῶν τοῦ ἑ­νια­ίου σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, στὸ ὁ­ποῖ­ο κι ἐ­μεῖς ἀ­νή­κου­με, καὶ ὁ­δη­γού­με­νοι ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους, ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος καὶ τὸ φρό­νη­μά τους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μό­νι­μο χρέ­ος τῶν Ὀρ­θοδό­ξων. Αὐ­τὸ τὸ χρέ­ος βα­ραί­νει ὅ­λους μας, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­μᾶς τοὺς Ἕλ­λη­νες, ποὺ συν­δέ­σα­με τὴν ἱ­στο­ρί­α μας μὲ τὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Αὐ­τὸ μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν οἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Οἰ­κου­με­νι­κοὶ Δι­δά­σκα­λοι. Αὐ­τὸ μᾶς δι­δά­σκει τὸ νέ­φος τῶν μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας.

1. Πρβλ. Δι­δα­χὴ Δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λων 9, 4.
2. Συ­νο­δι­κὸν Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
3. Πρβλ. Ἰ­ω. 8, 32.
4. Γαλ. 5, 13.
5. Ματθ. 5, 13.
6. Μὲ τὴ φρά­ση αὐ­τὴ εἰ­σά­γε­ται ὁ ὅ­ρος τῆς Συ­νόδου τῆς Χαλ­κη­δό­νος.  
Βλ. Mansi, τόμ.VII, 116.

**Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κὴ Ζω­ή, ἐ­κδ. Π. Πουρ­νά­ρα, 2010


*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...