Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 19, 2013

Συναξαριστής της 19ης Απριλίου

Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυμίτης, Ἱερομάρτυρας

 


Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Ὅταν αὐτὸς κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀῤῥιανὸς ξεκίνησε νὰ συλλάβει τὸν Παφνούτιο μέσα στὶς ἐρημιὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ζοῦσε. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔρχεται καὶ συναντᾷ μόνος του τὸν Ἀῤῥιανό, ποὺ διέταξε νὰ βασανισθεῖ ὁ Παφνούτιος ἐπὶ τόπου. Ξέσχισαν τὶς σάρκες του μέχρι τοῦ σημείου νὰ φαίνονται τὰ ἐντόσθιά του. Ὁ Παφνούτιος προσευχήθηκε καί, ἐντελῶς θαυματουργικά, οἱ πληγές του ἔκλεισαν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ οἱ δυὸ στρατιῶτες ποὺ τὸν βασάνισαν. Ὁ Ἀῤῥιανὸς ἀποκεφάλισε τοὺς δυὸ στρατιῶτες, καὶ τὸν Παφνούτιο τὸν ἔριξε στὴ φυλακή.

Ἐκεῖ, συνάντησε 40 προκρίτους, ποὺ κατάφερε νὰ τοὺς κάνει χριστιανούς. Τὸ ἔμαθε ὁ Ἀῤῥιανὸς καὶ ὀργισμένος τοὺς ἔκαψε ὅλους ζωντανούς, ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος μὲ θαῦμα ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια του. Καί, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφερε πολλοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη, παρουσιάζεται μόνος του στὸν Ἄῤῥιανο, ποὺ διέταξε νὰ τὸν κομματιάσουν. Καὶ ἐνῷ ὁ Ἀῤῥιανὸς πῆγε νὰ τὸν δεῖ κομματιασμένο νεκρό, τὰ κομμάτια τοῦ σώματος ἑνώθηκαν καὶ ὁ Παφνούτιος, ζωντανὸς μπροστά του, τοῦ λέει:

«Μὲ γνωρίζεις, Ἀῤῥιανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ περὶ ἐμὲ θαυμάσια, πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, διὰ νὰ ἐλεγχθῇ ἡ ἀσέβειά σου, διὰ νὰ ἐννοήσης ὅτι, πολεμῶν πρὸς αὐτόν, λακτίζεις πρὸς κέντρον, διὰ νὰ καταλάβεις ὅτι λατρεύεις κωφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλην ἀναίσθητον».

Τὸ θαῦμα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ πιστέψει ἕνα ὁλόκληρο τάγμα στρατιωτῶν. Στὴν ἀπελπισία του ὁ Ἀῤῥιανὸς, ἔστειλε τὸν Παφνούτιο στὴ Ῥώμη, ὅπου ἔλαβε σταυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῷ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῷ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξέ σε ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον· ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν παράσχου, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναὸν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων οἰκτιρμῶν ποταμούς.

Μεγαλυνάριον
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.

 
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ οἱ Ἅγιοι Σωκράτης καὶ Διονύσιος οἱ στρατιῶτες

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-161) καὶ ἡγεμόνα Θεοδότου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Ἀπὸ τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν εὐσέβεια, κατέστρεφε εἴδωλα, ξόανα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς.

Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸν ἅπλωσαν σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὅποια τὸν ἔσυραν σὲ μεγάλη ἀνώμαλη ἐδαφικὴ ἀπόσταση. Κατόπιν τὸν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, μαζὶ μὲ δυὸ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστό, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Διονύσιο. Στὴ συνέχεια τὸν φυλάκισαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν τρύπησαν μὲ βέλη. Καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀγωνιωδῶν βασανιστηρίων ἐπάνω στὸ σταυρὸ παρέδωσε τὴν μακαρία ψυχή του.

 
Ἡ Ἁγία Φιλίππα μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Πισιδίας

 


Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ ἦταν ἀπὸ παιδὶ ἀφιερωμένος στὸν Θεό. Λόγω τῆς ὑπερβολικῆς του ἀρετῆς, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πισιδίας. Ἐπειδὴ δὲ δὲν δέχτηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἐξορίστηκε καὶ ὑπέστη διάφορες κακοπάθειες. Ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ὅλη τὴν ζωή του, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, παίρνοντας τὸ στεφάνι τῆς ὁμολογίας.

 
Ὁ Ἅγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 


Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Στεφάνου τοῦ Β´, διάδοχός του ἐκλέχθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 928 ὁ μοναχὸς Τρύφων.

Ὁ Τρύφωνας μόναζε σὲ κάποια μονὴ τῆς Μικρὸς Ἀσίας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προτίμησε, γιατί εἶχε μεγάλα ἠθικὰ πλεονεκτήματα. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς ὁ Λεκαπηνός, τάχθηκε καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς του, μὲ κάποια σκοπιμότητα ὅμως. Σκεφτόταν δηλ. ὅτι θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, νὰ πείσει τὸν Τρύφωνα σὲ παραίτηση, γιὰ νὰ ἀναδείξει ἀντ᾿ αὐτοῦ Πατριάρχη τὸ γιό του Θεοφύλακτο.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ βοήθησε τὸν Τρύφωνα στὸ ἔργο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ πολλὲς ἐλεημοσύνες καὶ δωρεὲς σὲ μοναστήρια καὶ πτωχοκομεῖα. Ἀνυπόμονος ὅμως καθὼς ἦταν ὁ Ῥωμανός, τὸ 931 ποὺ ὁ γιός του ἦταν μόλις 15 ἐτῶν, εἶπε στὸν Πατριάρχη νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ ν᾿ ἀναλάβει τὸ θρόνο ὁ γιός του. Ὁ Τρύφωνας φυσικὰ δὲν συμφώνησε, διότι τὸ βασιλοπαῖδι ἦταν ἀνήλικο καὶ θὰ δημιουργοῦσε φοβερὸ σκάνδαλο καὶ κηλῖδα στὴν Ἐκκλησία.

Τότε ὁ Ῥωμανὸς ἔβαλε τὸν τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, ποὺ ὁ λαὸς γιὰ τὴν ἀναισχυντία του τὸν φώναζε «χοιρινό», καὶ μὲ δόλιο τρόπο ἀπέσπασε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνυποψίαστου Τρύφωνα σὲ λευκὸ χαρτί. Ἀπὸ πάνω συνέταξαν τὴν παραίτησή του, καὶ ἔτσι κατόρθωσαν νὰ τὸν διώξουν καὶ νὰ βάλουν στὴ θέση τοῦ τὸν 16ετή Θεοφύλακτο, ποὺ ἄφησε ἐπαίσχυντη μνήμη μὲ τὴν σκανδαλώδη διαγωγή του.

 
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους

 


Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας καὶ ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε στὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τοῦ Εὐρίπου, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Λάρισας, ὅπου δίδασκε τὸν λαό.

Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος τῆς Ζαγορᾶς, ποὺ ὀνομαζόταν Φλαμούριον, ἔκτισε μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μόνασε ἐκεῖ μὲ μερικοὺς μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποιες ὑποθέσεις καὶ πέθανε ἐκεῖ.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης

 


Πατρίδα του ἡ Θρᾴκη. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος, ἡ δὲ μητέρα τοῦ Κρυσταλλία. Κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐργαζόταν σὲ τούρκικο πλοῖο καὶ ὁ πλοίαρχος τὸν πίεζε νὰ δεχθεῖ τὸν μουσουλμανισμό. Κάποια μέρα ὁ πλοίαρχος αὐτὸς τὸν μαχαίρωσε γιὰ ἐκφοβισμὸ καὶ ὁ μάρτυρας γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τοὺς συνεχεῖς ἐκφοβισμοὺς ἐξισλαμίστηκε.

Μετανοημένος, ἀναχώρησε ἀργότερα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰσῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου, ἀφοῦ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Εὐθύμιο. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Ἀγαθάγγελος. Ἐκεῖ συγχρόνως πῆρε καὶ τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό, γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὴ Σμύρνη, ὅπου δημόσια ἀποκήρυξε τὸν μουσουλμανισμό.

Τελικὰ ὁμολογῶντας τὸν Χριστό, ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμὸ στὶς 19 Ἀπριλίου 1818, ἡμέρα Σάββατο, ὥρα πέμπτη καὶ σὲ ἡλικία 19 χρονῶν. Ὁ λαὸς τῆς Σμύρνης ἀγόρασε τὸ λείψανο τοῦ νεομάρτυρα καὶ τὸ μετέφερε μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Δήμου, ποὺ μαρτύρησε στὴ Σμύρνη τὸ 1763. Ἡ ἁγία καὶ θαυματουργικὴ κάρα τοῦ νεομάρτυρα Ἀγαθαγγέλου, καθὼς καὶ τὸ δεξί του χέρι, τὸ δεξί του πόδι καὶ μία πλευρά του, ἀποδόθηκαν τιμῆς ἕνεκεν στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου τὸ 1844, κατόπιν αἰτήσεώς της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγὰς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε· ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ᾔσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὖν Ὁσιομάρτυς, ἡμῖν ἱλέωσαι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον Καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν Τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.

 
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν Ἱερέας τῶν εἰδώλων στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-160). Ἦλθε στὴ χριστιανικὴ πίστη διὰ τῶν θαυμάτων Θεοδώρου τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε διὰ πυρός.

 
Ἡ Ἁγία Ἀσινὲθ τοῦ Γκορίτσκυ (Ῥωσίδα)

Διὰ Χριστὸν σαλή.

 
Ὁ Ἅγιος Alphege (Ἄγγλοσαξωνας)

Ὁ Ἅγιος ἹερομάρτυςAlphege (Ἀλπέγιος) ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Μπὰθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.

Τὸ ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐΐντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τόσο πολὺ φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δὲν βρισκόταν στὴν ἐπαρχία του.

Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι δύο ἔτη ἀρχιερατείας, ἀνέλαβε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας κατὰ τοὺς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καὶ Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν.

Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στοὺς κατακτητές, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του. Ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1012.


Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

 
Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γκλαζὼφ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.

Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ 1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.

Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.

Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.

Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.

Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».

Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.

Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.

Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.

 
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα 
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα, κατὰ κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1884 στὴν ἐπαρχία Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας. Τὸ 1906 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεβαστιανός. Τὸ 1923 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1927 πρεσβύτερος. Διακόνησε στὴν περιοχὴ Καραγκάντα τοῦ Καζακστὰν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1966.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...