Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2013

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ

πηγή

Ἱερομονάχου Γρηγορίου Ἁγιορείτου
Καθηγουμένου
     Πολύ συχνά ἀκούγεται καί ἐπαινεῖται στίς μέρες μας τό ἀγαθό τῆς  ἑνότητας, καί ὅμως ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο βαβυλωνίας, ἀτομισμοῦ καί διχόνοιας. Καί εἶναι δυστυχῶς πάρα πολλές οἱ περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μάταια ἀναζητεῖ τήν ἑνότητα, διότι ἔχει λανθασμένη ἀντίληψη γι’αὐτήν. Τήν ἀληθινή ἑνότητα προσφέρει στόν κόσμο μόνον ὁ Χριστός. Καί ἡ ἑνότητα αὐτή εἶναι εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς κοινωνίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρακάλεσε τόν Θεό Πατέρα γιά τούς πιστούς: ἵνα πάντες ἐν ὦσι,καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἠμῖν ἐν ὦσι[1]. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν νά ἀναζητήσουμε αὐτή τήν ἑνότητα μέσα στην  Ἐκκλησία, καί νά τήν ζήσουμε μέσα ἀπό τά ἅγια Μυστήρια καί τόν προσωπικό ἁγιασμό μας. 
     Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα ἡ Ἐκκλησία γίνεται μητέρα τοῦ βαπτιζομένου: «Μέ  τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία ἀναγεννᾶ καί ἀναδημιουργεῖ τούς βαπτιζομένους. Χαρίζει σέ ὅλους κατά ἴσο μέτρο μία θεϊκή μορφή καί ἕνα θεῖο ὄνομα, τό νά προέρχωνται καί νά ὀνομάζωνται ἀπό τόν Χριστό»[2]. 
     Οἱ διαφορές πού διαιροῦν τούς ἀνθρώπους πρίν ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα θάβονται στά σωτήρια ὕδατα. Οἱ βαπτισμένοι ἐξέρχονται ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα ἀδελφοί μεταξύ τους καί συμορφοι Χριστοῦ. Ὁ Θεός «χάρισε σέ ὅλους μας ἕναν τρόπο γεννήσεως, τόν πνευματικό. Μία πατρίδα ἔχουμε  ὅλοι,τήν οὐράνια»[3]. 
     Ἡ κοινή Μητέρα τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία,συναθροίζει τά τέκνα της καί τά ὁδηγεῖ πρός τόν κοινό Πατέρα. «Χαρίζει σ’αὐτά τήν ἁπλή, ἀσύνθετη καί ἀδιαίρετη σχέση πού δημιουργεῖ ἡ πίστη, καί ἡ ὁποία δέν ἐπιτρέπει νά φανῆ οὔτε κἄν ὅτι ὑπάρχουν οἱ πολλές καί ἀναρίθμητες ἀνομοιότητες, διότι ὅλοι γενικά  σ’αὐτήν κατευθύνονται καί συναντιοῦνται»[4]. Ἀπό ὅλους τούς πιστούς – μέ τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – συγκροτεῖται ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, συγκροτεῖται τό ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
     Ὁ δημιουργός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Παράκλητος. Καί γάρ ἐν ἐνί Πνευματι, ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτισθημεν. «Ἐκεῖνο τό ὁποῖο μᾶς ἔκανε ἕνα σῶμα καί μᾶς ἀναγέννησε εἶναι τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι δέν βαπτίσθηκε σέ ἄλλο Πνεῦμα ὁ ἕνας καί σέ ἄλλο ὁ ἄλλος. Καί ὄχι μόνον αὐτό πού μᾶς  βάπτισε εἶναι ἕνα, ἀλλά καί αὐτό γιά τό ὁποῖο μας βάπτισε,δηλαδή ὁ σκοπός τοῦ Βαπτίσματος,εἶναι ἕνας. Δέν μᾶς βάπτισε γιά νά γίνουμε διάφορα σώματα, ἀλλά γιά νά διασώζουμε ὅλοι μεταξύ μας τήν  τελειότητα τοῦ ἑνός σώματος»[5]. 
     Κοινά εἶναι τά πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία: κοινή ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα, κοινή ἡ ἀγάπη μας. Ἡ ἁγία Ἐκκλησία, γράφει ὁ ὅσιος Μάξιμος, εἶναι τύπος καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καί,  ὅπως Ἐκεῖνος ὡς Δημιουργός κρατᾶ ἑνωμένα τά δημιουργήματα μέ τήν ἄπειρη δύναμη καί σοφία του, καί  αὐτή συνδέει σέ μία ἑνότητα τούς   πιστούς σύμφωνα μέ τήν μία χάρι καί κλήση τῆς πίστεως.[6] Αὐτόν τόν σύνδεσμο τῶν πιστῶν τόν γέννησε τό ἅγιο Χρίσμα, τόν τρέφει καί αὐξάνει ἡ θεία Κοινωνία. 
     Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα γεννιόμαστε ἀπό τήν ἴδια Μητέρα,μέ τήν θεία Εὐχαριστία τρεφόμαστε μέ τήν ἴδια τροφή. Ὁ κάθε πιστός «εἶναι ἀδελφός σου, γεννήθηκε ἀπό τήν ἴδια μητέρα μέ σένα εἶναι δικό σου μέλος, εἶναι καλεσμένος στήν ἴδια Τράπεζα»[7], λέγει ὁ ἱερός   Χρυσόστομος. Ἡ σκέψη τῶν ἁγίων Πατέρων μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσουμε τήν ἐκκλησιολογική σημασία τῶν μυστηρίων τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέ τά Μυστήρια αὐτά οἰκοδομεῖται καί  συγκοτεῖται ἡ ἁγία Ἐκκλησία.
     Ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ἀποτελεῖ ἁπλό συμβολισμό, ἀλλά μία πραγματικότητα: «Διότι  ἐδῶ δέν πρόκειται γιά κοινωνία ὀνόματος μόνον, ἤ γιά ὁμοιότητα ἀναλογίας, ἀλλά γιά οὐσιαστική ταυτότητα. Πραγματικά, τά ἅγια Μαρτύρια εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν Ἐκκλησία αὐτά εἶναι τροφή ἀληθινή καί ποτό ἀληθινό. Καί μετέχοντας σ’αὐτά, δέν τά μεταβάλλει σέ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία  μεταβάλλεται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, καθώς τά ἀνώτερα ὑπερνικοῦν. Ἄλλωστε καί ὁ σίδηρος, ὅταν ἐκόπη μέ τήν φωτιά,αὐτός  γίνεται φωτιά, δέν μεταβάλλει τήν  φωτιά σέ σίδηρο»[8]. 
     Οἱ θεοφόροι Πατέρες μίλησαν μέ τίς πιό δυνατές ἐκφράσεις γιά νά μᾶς φανερώσουν τήν ζωντανή ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ μέ ἐκείνους πού κοινωνοῦν, καί τήν πραγματικότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφετηρία τῆς πατερικῆς θεολογίας καί ἐμπειρίας ἀποτελεῖ ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: Ὅτι εἰς Ἄρτος, ἐν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός Ἄρτου μετεχομεν[9]. Ὁ ἀποστολικός αὐτός λόγος μᾶς ἀποκαλύπτει τό θεμέλιο στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν μεταξύ τους καί μετά τοῦ Χριστοῦ: εἶναι ὁ ἰδίος ὁ Χριστός, ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς.
     Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό ἀποστολικό αὐτό κείμενο: «Τί εἶναι ὁ Ἄρτος; Σῶμα Χριστοῦ. Καί τί γίνονται οἱ πιστοί οἱ ὁποῖοι μεταλαμβάνουν; Σῶμα Χριστοῦ.Ὄχι πολλά σώματα, ἀλλά ἕνα Σῶμα. Ὅπως ὁ ἄρτος ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἕνωση πολλῶν κόκκων, οἱ ὁποῖοι πουθενά δέν φαίνονται παρόλο ὅτι ὑπάρχουν, διότι ἐξαιτίας τῆς συνενώσεως δέν διακρίνονται, ἔτσι συνενωνόμαστε καί μεταξύ μας καί μέ τόν Χριστό. Διότι δέν τρέφεσαι  ἐσύ ἀπό ἄλλο σῶμα,καί ἐκεῖνος ἀπό ἄλλο, ἀλλά ὅλοι ἀπό τό ἴδιο. Γι’αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσέθεσε: Οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός Ἄρτου μετεχομεν»[10]. 
     Ὁ οἶνος, ὅπως καί ὁ ἄρτος, εἶναι ἐπίσης σύμβολο τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν: Εἶναι ἕνα κράμα πού προῆλθε ἀπό τό πάτημα πολλῶν σταφυλιῶν, τά ὁποῖα μαζεύτηκαν ἀπό διαφορετικά κλήματα. Τά δῶρα πού προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, συμβολίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καί τό δῶρο πού ἀντιπροσφέρει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, τό ἅγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιεῖ τήν ἑνότητα αὐτή μέ τόν πιό δυνατό τρόπο.
      Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός  μᾶς ἐξηγεῖ τί σημαίνει θεία Κοινωνία: «Κοινωνία λέγεται καί εἶναι πραγματικά, ἐπειδή διά μέσου αὐτῆς κοινωνοῦμε ἐμεῖς μέ τόν Χριστό καί μετέχουμε στήν σάρκα καί στήν θεότητά του. Ἀκόμη, λέγεται καί εἶναι κοινωνία, διότι κι ἐμεῖς κοινωνοῦμε μεταξύ μας διά μέσου αὐτῆς καί ἐνωνόμαστε…Ὅλοι ὅσοι συμμεταλαμβάνουμε τά ἅγια Μυστήρια,αὐτοπροαίρετα ἑνωνόμαστε μεταξύ μας»[11]. 
     Μέ τήν θεία Κοινωνία καί τήν ἕνωση αὐτή τῶν πιστῶν οἰκοδομεῖται τό ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,ἡ Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, «οἰκοδομεῖ τό Σῶμα του, συναρμολογώντας τό μέ αὐτούς πού προστίθενται  συνεχῶς, καί συνενώνοντας τούς πάντες σύμφωνα μέ ὅσα ὁ καθένας εἶναι ἀπό τήν φύση του κατάλληλος, κατά τό μέτρο τῆς ἱκανότητάς του, ὥστε νά γίνει ἤ χέρι ἤ πόδι ἤ ὀφθαλμός ἤ ἀκοή ἤ ὅτι ἄλλο ἀπό ὅσα συναπαρτίζουν τό σῶμα, ἀνάλογα μέ τήν πίστη τοῦ καθενός. Καί ἄν  κάμνοντας ὅλα αὐτά οἰκοδομεῖ τόν ἑαυτό του, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, γίνεται μέ αὐτά φανερό, ὅτι μέ τήν παρουσία του σέ ὅλους, δέχεται στόν ἑαυτό του ὅλους ὅσοι ἑνώνονται μαζί του μέ τήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Σώματός του, καί κάνει τούς πάντες μάλη τοῦ σωματός του, ὥστε, ἐνῷ εἶναι πολλά μέλη, νά εἶναι ἕνα σῶμα»[12]. Μέ τήν συμμετοχή μας στό εὐχαριστιακό Μυστήριο γινόμαστε ἕνα σῶμα μέ τόν Κύριο καί μέ τούς ἀδελφούς μας. Καί αὐτή ἡ θεία δωρεά προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου.
      Ἡ ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Καί  ὁ καρπός εἶναι ἀνάλογος πρός τό δένδρο πού τόν γεννά. Καθώς, λοιπόν, δέν ὑπάρχει  μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό αὐτήν μέ τήν ὁποία μᾶς ἀγάπησε ὁ Κύριος, ἔτσι δέν ὑπάρχει βαθύτερη ἑνότητα ἀπό αὐτήν  πού χαρίζει ὁ Χριστός στούς μετόχους τοῦ Δείπνου του. 
     Ἡ ἕνωση μεταξύ τῶν πιστῶν δέν περιορίζεται μόνο σέ ὅσους εἶναι παρόντες στήν λατρευτική συνάξη. Κατά τήν τέλεση τοῦ εὐχαριστιακοῦ Μυστηρίου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται καί στούς ἀπόντας μνημονευομένους ἀδελφούς,τους  «δι’εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας». Ἡ μερίδα τήν ὁποία ἐξάγει ὁ Λειτουργός ὑπέρ ἑνός ζῶντος ἀδελφοῦ, «ἐπειδή τοποθετεῖται κοντά στόν ἅγιο Ἄρτο, ὅταν ἐκεῖνος ἱερουργηθῆ καί γίνη Σῶμα Χριστοῦ, ἀμέσως ἁγιάζεται καί αὐτή. «Ὅταν μάλιστα τοποθετηθῆ μέσα στό ἅγιο Ποτήριο, ἑνώνεται μέ τό ἅγιο Αἷμα! Γι’αὐτό καί μεταδίδει τήν θεία Χάρι στήν ψυχή  ἐκείνου γιά τόν ὁποῖο προσφέρθηκε. Γίνεται λοιπόν ἔτσι  νοερή κοινωνία (τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό). Καί ἐάν (ὁ μνημονευόμενος) εἶναι ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν εὐλάβεια ἤ ἀπό ἐκείνους πού ἁμάρτησαν, ἀλλά μετενόησαν, ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀοράτως στήν ψυχή τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[13]. 
     Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι νομοθέτησαν νά μνημονεύουμε καί τούς κεκοιμημένους στήν θεία Λειτουργία, «διότι γνώριζαν ὅτι ἀποκομίζουν μεγάλο κέρδος καί ἔχουν πολλή ὠφέλεια». Διότι ὁ Χριστός ὅλους τούς ζωογονεῖ. Ἀναγεννᾶ καί τρέφει τούς ζῶντας δροσίζει τούς κεκοιμημένους. Ζώντας καί κεκοιμημένους μᾶς καθαρίζει τό πανακήρατο Αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ[14].
      Ἐπάνω στό ἅγιο Δισκάριο, μέ τόν Ἀμνό καί τίς μερίδες, φανερώνεται ἡ εἰκόνα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Κοντά στόν Χριστό καί τήν Παναγία, μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους, ζοῦμε τό γεγονός τῆς εὐχαριστιακῆς οἰκουμένης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας: «Βλέπουμε τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ καί ὁλόκληρη τήν μία Ἐκκλησία του, ἡ ὁποία ἔχει στό μέσον της Αὐτόν, τό ἀληθινό Φῶς…Ἡ Μητέρα βρίσκεται στά δεξιά…Οἱ Ἅγιοι καί οἴ  Ἄγγελοι ἀπό ἀριστερά, ἐνῷ ἀπό κάτω βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ εὐσεβής σύναξη τῶν πιστῶν. Καί αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο: Ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἤ μᾶλλον ὁ Θεός ἀνάμεσα σέ Θεούς, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται στήν θέωση ἀπό τόν κατά φύση ὄντως Θεό πού σαρκώθηκε ὑπέρ αὐτῶν»[15].
     Στήν θεία Λειτουργία διαρκῶς ζητοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα καί ἀγάπη: Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον   τῇ  ἁγίᾳ σου Ἐκκλησία…Παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν…,Δός ἡμῖν ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν  καί ἀνυμνεῖν τό παντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά σου. Τήν ἑνότητα τῆς πίστεως αἰτησάμενοι ἑαυτούς καί ἀλληλους Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα…,Τήν σήν εἰρήνην καί τήν ἀγαπην χαρισαι ἡμῖν Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν.
     Πρίν προχωρήσουμε στήν θεία Κοινωνία εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κοινωνία τῆς μεταξύ μας ἀγάπης. Γι’ αὐτό  ὁ Λειτουργός μᾶς προτρέπει: Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους. Ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης πού ἀκολουθεῖ ἐκφράζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν: Ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης πού ἀκολουθεῖ ἐκφράζει τήν ἐνότητα   τῶν πιστῶν: «Ὁ ἀσπασμός συνενώνει τίς ψυχές μας, καί μᾶς μεταβάλλει ὅλους σέ ἕνα σῶμα»[16] καί μέλη Χριστοῦ. 
     Τήν ἑνότητα αὐτή βιώνουν οἱ πρῶτοι χριστιανοί στόν ὕψιστο βαθμό.Ἕνα πλῆθος μέ μία καρδιά. Ὁ μέγας Βασίλειος μᾶς παρακινεῖ: «Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμηθοῦμε τήν πρώτη κοινότητα τῶν χριστιανῶν. Πῶς ἦταν σ’αὐτούς ὅλα κοινά πώς ἦταν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους, ἡ ψυχή τους! Πῶς εἶχαν συμφωνία γνώμης, κοινή τράπεζα ἀδιαίρετη ἀδελφότητα! Τί ἀνυπόκριτη ἀγάπη εἶχαν, ἡ ὁποία ἐμφάνιζε τά πολλά σώματα ὡς ἕνα, καί ἕνωνε τίς διαφορετικές ψυχές σέ μία ἁρμονική ἑνότητα!»[17].
     Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θλίβεται ὅταν οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπινοοῦν τρόπους φιλίας καί οἱ πιστοί δέν ἀξιοποιοῦν τά δωρήματα τοῦ Θεοῦ γιά νά ζοῦν ὁμόψυχα, ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοί: «Κύτταξε», λέγει ὁ Ἅγιος, «Γιά πολλόυς ἀνθρώπους ὄχι μόνον ἡ συμμετοχή σέ κοινή τράπεζα, ἀλλά καί τό ὅτι κατάγονται ἀπό τήν ἴδια πόλη, ἦταν ἀρκετό γιά νά δημιουργήσουν φιλία.Ἐμεῖς ὅμως, ὅταν ἔχουμε καί τήν ἴδια πόλη, ἦταν ἀρκετό γιά νά δημιουργήσουν φιλία.Ἐμεῖς ὅμως, ὅταν ἔχουμε καί τήν ἴδια πόλη, καί τήν ἴδια Οἰκία καί Τράπεζα καί Ὁδό καί Θύρα…καί Κριτή καί Δημιουργό καί Πατέρα, καί ὅλα εἶναι κοινά γιά μᾶς, πῶς θά ἤμασταν ἄξιοι συγχωρήσεως ἄν χωριζώμαστε μεταξύ μας;»[18].
      Ἄν δέν ὑπάρχει  ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς μας, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει καί ἡ ἀγάπη  πρός τόν Θεό: ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἐώρακε,τόν Θεό ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; [19].Καί χωρίς τήν διπλή αὐτή ἀγάπη δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσουμε τήν μυστηριακή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Μοιραία θά τήν αἰσθανόμαστε σάν ἄψυχη τυπολατρεία. 
     Γιά νά διατηρηρθεῖ ἡ ἑνότητα πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, θά πρέπει νά ἐξορίσουμε ἀπό μέσα μας τό διασπαστικό πάθος τῆς φιλαυτίας,τήν ρίζα τῶν ὑπόλοιπων παθῶν. Τό πάθος αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀρρώστια τῆς ψυχῆς καί διασπᾶ τίς δυνάμεις της. Κατά τούς ἅγιους  Πατέρας, «δέν εἶναι δυνατόν νά συνάγωνται σέ μία ἑνότητα, καί νά κοινωνοῦν σέ εἰρηνική ἕνωση μέ τόν ἕνα Θεό, ὅσοι εἶναι διαιρεμένοι μέ τόν ἑαυτό τους»[20].
     Ἡ ἔλλειψη  τῆς μυστηριακῆς ἑνότητος ἔχει ὀλέθριες δεπιπτώσεις καί στό ἐπίπεδο τῶν λαῶν. Ἡ ἱστορία διδάσκει πώς οἱ αἱρέσεις(καί κατά συνέπεια ἡ διάσπαση τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας) πάντοτε εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν διχόνοια καί πολύ συχνά πολέμους καί ἀλλοιώσεις ἐθνῶν. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ ἀπώλεια πολύ μεγάλων ἐπαρχιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους(Αἴγυπτος, Συρία κ.λπ.) κατά τόν 7ο αἰώνα.»Ὁ Μονοφυσιτισμός ἔδωσε ἔκφραση στίς αὐτονομιστικές τάσεις τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας ὡς σύνθημα στόν ἀγώνα τους ἐναντίον τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας. Κατά τούς ἱστορικούς, «οἱ θρησκευτικές ζυμώσεις στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες διευκολύνουν σημαντικά τίς ἀραβικές κατακτήσεις, ὅπως ἀκριβῶς εἶχαν διευκολύνει προηγουμένως τίς περσικές»[21].
      Θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν καί ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως ὁ Ἑλληνισμός τῆς Κάτω Ἰταλίας (ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔχασε τήν ὀρθόδοξη πίστη του, ἔχασε στή συνέχεια τήν γλώσσα καί τήν ἐθνική  συνειδησή του) καί πλήθως περιοχῶν πού ἐξισλαμίσθηκαν καί κατόπιν ἔχασαν καί τήν ἐθνική τους ὑπόσταση.Ἡ ἐθνική συνείδηση κάθε λαοῦ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν πίστη του.
     Στην    Ἐκκλησία, «ἡ θεία Εὐχαριστία βεβαιώνει τήν πίστη», τό κοινό ἅγιο Ποτήριο στηρίζει τούς πιστούς, καί τούς ἑνώνει ἐν Χριστῷ μέ μία ἑνότητα προσωπική. «Ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα δέν εἶναι ἑνότητα μονάδων, ἀτόμων, ἀλλά ἑνότητα προσώπων. Καί ὅταν λέμε «πρόσωπο» ἐννοοῦμε βέβαια τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους συνανθρώπους του καί τόν Δημιουργό του, γιά τόν ἄνθρωπο ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας»[22].
      Ὅταν οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι προσπαθοῦν μέ διάφορους τρόπους νά χτίσουν τόν σύγχρονο πύργο τῆς Βαβέλ, ἡ Ἐκκλησία προσφέρει στόν κόσμο τήν δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος τῆς μόνης πραγματικῆς ἑνότητος, μέ τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό ἐκφράζει καί τό Κοντάκιο τῆς Πεντηκοστῆς:
  Ὅτε καταβας τάς γλώσσας συνέχεε, διαμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένεμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα.
                          Σημειώσεις
1. Ἰωάννης   17,21
2. Ὅσιος Μάξιμος Ὁμολογητής, ΕΠΕΦ   14,54
3. Ἱερός Χρισόστομος, ΕΠΕ  12,726.
4. Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ΕΠΕΦ  14,54
5. Α΄ Κορυνθίους  12,13-Ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ  18α,278’80.
6. Πρβλ. Μυσταγωγία 24,PG 91,705 Β.
7. ΕΠΕ 16β,611.
8. Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας, ΕΠΕΦ 22,190.
9.Α Κορινθίους 10,17.
10.ΕΠΕ 18α,86.
11. ΕΠΕ 1,474
12. Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ΕΠΕ  10,92.Πρβλ.Ἐφεσίους 4,15-6.
13. Θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου, Εὐχή ἁγίας Ἀναφορᾶς-Ἅγιος Συμεών Θεσσαλινίκης, Ἑρμηνεία περί τοῦ θείου Νάου,103,PG 155.748D-749A.
14. Πρβλ. Ἱερός  Χρυσόστομος, ΕΠΕ 21,440 καί Α΄ Ἰωάννου 1,7.
15. Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῆς ἱεράς  Λειτουργίας 94, PG 155,285 ΑΒ. Πρβλ. Ψαλμός 81,1.
16. Ἱερός Χρυσόστομος, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα  1,6, PG 49,382. Σήμερα ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης τελεῖται μεταξύ τῶν συλλειτουργούντων Ἱερέων.
17. Ὁμιλία ἐν λιμῷ 8,PG 31,325B.
18. ΕΠΕ 16α, 490 καί 10,410.
19. Α΄ Ἰωάννου 4,20.
20. Ἅγιος Διονύσιος Ἀεροπαγίτης, Περί ‘Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 3,3,8,PG 3,437 A.
21. George Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμ  Α΄, Ἀθήνα 1978, σελ. 122 καί 175.
22. Ἅγιος Εἰρηναῖος, Κατά αἱρέσεων 4,18,5, SC Sources Chretiennes 100, 611 –Νικόλαος Σελέντης  Μητροπολίτης  Χαλκίδος(1975), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν Ὀρθοδοξίᾳ καί ἡ τῶν πάντων ἑνότης, Ἴ. Μονή Κουτλουμουσίου 1977, σελ.106.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...