Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821


Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου
Αν. Καθ. Παν. Αθηνών
Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας
Τό ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος, ὁ νέ­ος αὐ­τός «λα­ός τοῦ Θε­οῦ», κα­τά Μα­κρυ­γιάν­νη, βρέ­θη­κε στήν ἴ­δι­α μοῖ­ρα μέ τούς Ἑ­βραί­ους, ὅ­ταν ἦ­σαν ὑ­πό­δου­λοι στόν αἰ­γύ­πτι­ο καί ρω­μαῖ­ο κα­τα­κτη­τή. Κά­θε Πι­λά­τος(κα­τα­κτη­τής) ἀ­πο­τε­λεῖ τόν νέ­ο ἱ­στο­ρι­κό «Φα­ρα­ώ» (Ἀτ­τί­λα), πού εἶ­ναι ὄρ­γα­νο τοῦ Σα­τα­νᾶ – Ἀ­ντί­χρι­στου (βλ. Νέ­ρων).
Ὁ Ἰσ­ρα­ήλ τήν ἴ­δι­α ἐ­πο­χή μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­θνε­γερ­σί­α ἀ­νέ­με­νε (ἀ­πό τόν Θε­ό κι ὄ­χι ἀ­π’ τή Φύ­ση) τήν πνευ­μα­τι­κή καί σω­μα­τι­κή του λύ­τρω­ση, ἐ­φό­σον πι­στευ­ό­ταν ὅ­τι ἡ Δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ Πτώ­ση καί ὁΚα­τα­κλυ­σμός εἶ­χαν πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ, mutatis mutandis, τήν ἴ­δι­α πά­λι ἐ­πο­χή (25η Μαρ­τί­ου). Ἐ­πί­σης, τήν ἐ­πο­χή τοῦ Χρι­στοῦ ἕ­να «λεῖμ­μα» πρό­σμε­νε τό «πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου» (Γαλ. 4, 4). Μοι­χευ­θεῖ­σα πνευ­μα­τι­κά ἡ Ἀν­θρω­πό­τη­τα (Εὔ­α), ἀρ­ρα­βω­νι­ά­ζε­ται (μέ τόν Ἰ­ω­σήφ) ὡς Ἐκ­κ­λη­σί­α (ὅ­πως κι ἐ­μεῖς σή­με­ρα «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι«) τόν Νυμ­φί­ο – Χρι­στό (νέ­ο Ἀ­δάμ), καί κα­θί­στα­ται ἔ­γκυ­ος (ὅ­πως καί κά­θε Ἅγι­ος, πού κατά Χάρη γίνε­ται θε­ο-τό­κος) θαυ­μα­τουρ­γι­κά στίς 25 Μαρ­τί­ου.
Τήν ἡ­μέ­ρα πού σταυ­ρώ­θη­κε κι ἀ­να­στή­θη­κε ὁ γι­ός τῆς Μα­ρι­άμ, γρά­φουν οἱ Πα­τέ­ρες (Κλαύ­δι­ος Ἱ­ε­ρα­πό­λε­ως, Κλή­μης Ἀ­λε­ξαν­δρεύς κ.ἄ), τήν ἴ­δι­α μέ­ρα θέ­λη­σε ὁ Πα­ντο­κρά­τωρ νά ξα­να­δη­μι­ουρ­γή­σει (ἀ­να­γεν­νή­σει) τήν Ἑλ­λά­δα. Ἐ­νῶ ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ εὐ­αγ­γε­λι­ζό­ταν στήν Παρ­θέ­νο τή σω­τη­ρί­α μας, ὁ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γερ­μα­νός ὕ­ψω­νε τό λά­βα­ρο τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης. Οἱ πρό­γο­νοί μας (τοῦ ’21) δέ δι­ά­λε­ξαν, λοι­πόν, τυ­χαῖ­α (ἤ κο­σμι­κά) αὐ­τή τήν ἡ­με­ρο­μη­νί­α. Ἡ λε­γό­με­νη μαρ­ξι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α, ὡς τα­ξι­κή δηλ. ἐ­πα­νά­στα­ση, κα­ταρ­ρί­φθη­κε μα­ζί μέ τό «τεῖ­χος τοῦ αἴ­σχους», ἀ­φοῦ ὁ «ὑ­παρ­κτός Σο­σι­α­λι­σμός» δέν μπό­ρε­σε νά συμ­βι­βά­σει τήν «ἐ­πα­να­στα­τι­κή πά­λη» στό Ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ τή Δι­ε­θνή Εἰ­ρή­νη στό Ἐ­ξω­τε­ρι­κό! Ἰ­δού τί λέ­ει ὁ ἴ­δι­ος ὁ «γέ­ρος τοῦ Μω­ρι­ᾶ», Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νης: «Ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση ἡ ἐ­δι­κή μας δέν ὁ­μοι­ά­ζει μέ καμ­μί­αν ἀ­π’ ὅ­σες γί­νο­νται τήν σή­με­ρον εἰς τήν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱ ἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­να­ντί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ών των εἶ­ναι ἐμ­φύ­λι­ος πό­λε­μος. Ὁ ἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­ταν ὁ πλέ­ον δί­και­ος, ἦ­τον ἔ­θνος μέ ἄλ­λον ἔ­θνος, ἦ­τον μέ ἕ­να λα­όν ὅ­που πο­τέ δέν ἠ­θέ­λη­σε νά ἀ­να­γνω­ρι­σθῆ ὡς τοι­οῦ­τος, οὔ­τε νά ὁρ­κι­σθῆ, πα­ρά μό­νον ὅ,τι ἔ­κα­μνε ἡ βί­α».
Ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση, κα­τά κοι­νή ὁ­μο­λο­γί­α, ὑ­πῆρ­ξε ἕ­να θαῦ­μα. «Ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση πε­ρι­εῖ­χε μέ­σα της κά­τι τό ἔ­κτα­κτο», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἱ­στο­ρι­κός Pouqueville. Δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται οὔ­τε μέ τούς­ νο­μο­τε­λει­α­κούς νό­μους τῆς Δι­α­λε­κτι­κῆς τοῦ Hegel, οὔ­τε μέ τα­ξι­κές καί οἰ­κο­νο­μι­κές πα­ρα­μέ­τρους, ἀλ­λά μό­νο μέ τό ἐν­θου­σι­α­στι­κό «πνεῦ­μα» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ Προ­φη­τι­σμοῦ. Οἱ Προ­φῆ­τες, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα καί οἱ Μο­να­χοί, «ἐ­πα­να­στα­τοῦ­σαν» (ἀ­ντι­στέ­κο­νταν) κα­τά τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καί θρη­σκευ­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χῆς τους, γι­ά νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ὁ Νε­ο­προ­φη­τι­σμός (βλ. Νε­ο­μάρ­τυ­ρες) στό πρό­σω­πο πολ­λῶν ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Ὡ­στό­σο, ἄλ­λο μάρ­τυ­ρας καί ἄλ­λο ἥ­ρω­ας. Βέ­βαι­α, τό ἕ­να δέν ἀ­πο­κλεί­ει τό ἄλ­λο.
Κα­τη­γό­ρη­σαν τόν Πα­τρι­άρ­χη Γρη­γό­ρι­ο Ε΄, γι­α­τί ἀ­φό­ρι­σε τήν Ἐ­πα­νά­στα­ση. Ὅ­μως, κα­τ’ αὐ­τά τά ἐ­πί­ση­μα σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δι­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Πα­τρι­άρ­χης «ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νά τόν ἐκ­δώ­σει, ὅ­ταν ὁ σουλ­τά­νος ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι, σέ πε­ρί­πτω­ση ἄρ­νη­σης τοῦ Πα­τρι­άρ­χη, ὁ τουρ­κι­κός ὄ­χλος καί ὁ στρα­τός θά ἐ­ξό­ντω­ναν τόν ἑλ­λη­νι­κό πλη­θυ­σμό τῆς Κων­στα­ντι­νού­πο­λης καί ἄλ­λων πό­λε­ων» (Β. Β. Σφυ­ρό­ε­ρα, σ. 159). Ἄλ­λω­στε, ὁ ἀ­παγ­χο­νι­σμός τοῦ Πα­τρι­άρ­χη ἀ­πέ­δει­ξε τό γνή­σι­ο φρό­νη­μά του, ἀ­φοῦ ἡ Ὑ­ψη­λή Πύ­λη ἀ­πά­ντη­σε στό Ρω­σι­κό τε­λε­σί­γρα­φο ὅ­τι ὁ Πα­τρι­άρ­χης «ἦ­το συγ­χρό­νως ὁ μυ­στι­κός ἀρ­χη­γός τῆς συ­νω­μο­σί­ας…καί ἡ ἐ­ξέ­γερ­σις τῶν ρα­γι­ά­δων τῶν Κα­λα­βρύ­των ἦ­το ἔρ­γον ἰ­δι­κόν του» (Ἀ. Δα­σκα­λά­κη, Κεί­με­να-Πη­γαί της Ι­στο­ρί­ας, τ. Α΄, 1967, σ. 162).
            Πῶς μία νε­κρή «ὕ­λη» λει­τουρ­γεῖ χω­ρίς «ἐ­νέρ­γει­α»; Πῶς ἕ­να σῶ­μα ζεῖ χω­ρίς ψυ­χή; Κα­τά τόν Ὑ­λι­σμό, ἀ­πό τό θά­να­το δέ γεν­νι­έ­ται ζω­ή. Ἄν οἱ ἀ­γω­νι­στές τοῦ ’21 δι­έ­θε­ταν τήν ἀρ­χαι­οελ­λη­νι­κή λο­γι­κή τοῦ Θε­τι­κι­σμοῦ, οὔ­τε θά τολ­μοῦ­σαν νά σκε­φθοῦν γι­ά ἐ­πα­νά­στα­ση. Ὁ Σω­κρά­της ἀρ­νή­θη­κε νά φυ­γα­δευ­θεῖ καί νά σω­θεῖ, ὑ­πο­κύ­πτο­ντας, ὅ­πως πί­στευ­ε, στή Μοῖ­ρα του (ἐ­φό­σον ἀ­κό­μα καί ἡ ἀ­ξί­α τῆς πα­τρί­δας ἐ­ντασ­σό­ταν στήν ἀ­δή­ρι­τη Εἱ­μαρ­μέ­νη). Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­μως, ὄ­χι (Πράξ. 9, 25). Οἱ Ρω­μη­οί, συ­νε­πῶς, πρό­γο­νοί μας εἶ­χαν κί­νη­τρα με­τα­λο­γι­κά (τή θρη­σκευ­τι­κή πί­στη καί ἐλ­πί­δα στήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους).
Μᾶς κα­τη­γο­ροῦν οἱ «Ἀ­ντιρ­ρη­σί­ες συ­νεί­δη­σης» καί οἱ Μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ (πού ὅ­ταν ἔλ­θει ὁ Ἀρ­μα­γεδ­δών θά σφά­ξουν ὅ­λους ἐ­μᾶς, ὅ­πως δι­δά­σκουν) ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε Εἰ­ρη­νι­στές. Ὁ Χρι­στός πού δί­δα­ξε τό «ὅ­στις σέ ρα­πί­σει ἐ­πί τήν δε­ξι­άν σι­α­γό­να, στρέ­ψον αὐ­τῷ καί τήν ἄλ­λην» (Ματ­θ. 5, 39), ζή­τη­σε τόν λό­γο, ὅ­πως καί ὁ Παῦ­λος, ἀ­πό τόν ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­α (Ἄν­να), ὅ­ταν τόν χα­στού­κι­σε (Ἰ­ω. 18, 23, Πράξ. 23, 3). Θά πρέ­πει νά δι­α­θέ­του­με δι­ά­κρι­ση·δέν ἰ­σχύ­ει πα­ντοῦ καί πά­ντα ἕ­να μέ­τρο καί μία μό­νο «συ­ντα­γή», ἀλ­λά, ἐ­ξα­το­μι­κευ­μέ­να· ἐ­ξαρ­τᾶ­ται κά­θε φο­ρά ἀ­πό πο­λυ­πλη­θεῖς πα­ρά­γο­ντες: «γί­νε­σθε οὖν φρό­νι­μοι ὡς οἱ ὄ­φεις καί ἀ­κέ­ραι­οι ὡς αἱ πε­ρι­στε­ραί» (Ματ­θ. 10, 16). Ἀ­πέ­να­ντι στόν πνευ­μα­τι­κά «νή­πι­ο» θά πρέ­πει νά λει­τουρ­γεῖ ἡ πά­ντο­τε συγ­χω­ροῦ­σα καί ἀ­νε­χό­με­νη ἀ­γά­πη· ἀ­πέ­να­ντι, ὅ­μως, στόν συ­νει­δη­τό Χρι­στι­α­νό, δι­δά­σκει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, θά πρέ­πει νά λει­τουρ­γεῖ ἡ ἀ­κρί­βει­α τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ Νό­μου, δηλ. ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Πρα­ό­τη­τα δέν ση­μαί­νει χρι­στι­α­νι­κά μή «ἀ­ντί­στα­ση», ἀλ­λά τό πλῆ­ρες δό­σι­μο – πα­ρά­δο­σή μας στά χέ­ρι­α τοῦ Θε­οῦ: «Ὀρ­γί­ζε­σθε καί μή ἁ­μαρ­τά­νε­τε» (Ψαλ­μ. 4, 4)· καί «ὁ πραΰς ἔ­στω μα­χη­τής» (Ἰ­ωήλ 3, 11). Ὁ Θε­ός τῆς Ἀ­πο­φα­τι­κῆς Θε­ο-λο­γί­ας ἐ­πεμ­βαί­νει δυ­να­μι­κά καί «πα­ρά­δο­ξα» μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α (τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας). Ἔ­τσι, καί τό Ἀρ­νί ὀρ­γί­ζε­ται (Ἑ­βρ. 10, 31, Ἀπ. 6, 16) καί τι­μω­ρεῖ εἴ­τε ἄ­με­σα (Σα­τάν, Βα­βέλ, Ἀ­να­νί­α, Σαπ­φεί­ρα), εἴ­τε ἔμ­με­σα (Α΄ Κορ. 5, Β΄ Κορ. 2, 6)· μπο­ρεῖ λ.χ. νά γα­λη­νέ­ψει μία κα­τά­στα­ση μέ ἕ­να θαῦ­μα, ἀ­πευ­θεί­ας, ἤ μέσω ἑ­νός ἡ­γέ­τη, ἤ μέσω ἑ­νός πο­λι­τι­κοῦ συμ­βά­ντος. Ὁ «ἐν δι­καί­ῳ» πο­λέ­μῳ» (κι ὄ­χι τοῦ ἐ­θνι­κοῦ μεσ­σι­α­νι­σμοῦ) φο­νεύ­σας δέν ἁ­μαρ­τά­νει, κα­τά τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας (Μ. Ἀ­θα­νά­σι­ος, Μ. Βα­σί­λει­ος, ἱ. Αὐ­γου­στῖ­νος). Οἱ Τοῦρ­κοι, κα­τά τήν χρι­στι­α­νι­κή Ἠ­θι­κή, βρί­σκο­νταν «ἐν ἀ­δί­κῳ»: α) λό­γῳ τῆς (λαν­θα­σμέ­νης) θρη­σκεί­ας τους, καί β) λό­γῳ τοῦ (βί­αι­ου) ἐ­ξισ­λα­μι­σμοῦ – Ἰ­μπε­ρι­α­λι­σμοῦ, πού ἀ­σκοῦ­σαν («ἱ­ε­ρός πό­λε­μος» ―jihad― κα­τά τῶν ἀ­πί­στων). Ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει ν’ ἀ­ντι­δρᾶ μέ­χρι θα­νά­του στήν βί­α, πού ἀ­πο­σκο­πεῖ στήν ἀ­θέ­τη­ση τῆς πί­στης του: «Κρείτ­των ἐ­παι­νε­τός πό­λε­μος εἰ­ρή­νης χω­ρι­ζού­σης Θε­οῦ. Καί δι­ά τοῦ­τον τόν πραΰν μα­χη­τήν ὁ­πλί­ζει τό πνεῦ­μα, ὡς κα­λῶς πο­λε­μεῖν δυ­νά­με­νον» (Γρη­γό­ρι­ος Θε­ο­λό­γος). Οἱ Χρι­στι­α­νοί δέν ἀ­νέ­χο­νται τήν προ­σκύ­νη­ση ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε «Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα», οὔ­τε θυ­σι­ά­ζουν στόν βω­μό ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε Καί­σα­ρα. Προ­τι­μοῦν εἴ­τε τό μαρ­τύ­ρι­ο, εἴ­τε τόν (δί­και­ο) πό­λε­μο καί τίς (ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κές) ἐ­πα­να­στά­σεις, πα­ρά τίς ὁ­μα­δι­κές ἐ­κτε­λέ­σεις (γε­νο­κτο­νί­ες) ἤ τίς «φυ­το­ποι­ή­σεις» τῶν τυ­χόν ἀ­ντι­φρο­νού­ντων στά ψυ­χι­α­τρεῖ­α. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἐ­παι­νεῖ τίς μάρ­τυ­ρες Δο­μνί­να, Προσ­δό­κη καί Βε­ρο­νί­κη, πού σάν τίς Σου­λι­ώ­τισ­σες (ἤ τά γυ­ναι­κό­παι­δα στό Ἀρ­κά­δι), προ­τί­μη­σαν ν’ αὐ­το­κτο­νή­σουν σω­μα­τι­κά (λο­γι­ζό­με­νο σάν αὐ­το­θυ­σί­α, δηλ. χρι­στι­α­νι­κό μαρ­τύ­ρι­ο), πα­ρά ν’ ἀ­τι­μα­σθοῦν ἠθικο-πνευ­μα­τι­κά. Τέ­λος, οἱ Πα­τέ­ρες (π.χ. Μ. Βα­σί­λει­ος, Ἰ­ω. Χρυ­σό­στο­μος, Γρη­γό­ρι­ος Νύσ­σης κ.ἄ.) καυ­τη­ρί­α­ζαν μέ δρι­μύ­τη­τα τόν θε­σμό τῆς (κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς) δου­λεί­ας.
«Και­ρός με­τα­νοί­ας» ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, πού μᾶς προ­τρέ­πει σέ μία μαρ­ξι­στι­κή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση: «Δέν ἀλ­λά­ζει τί­πο­τα, ἄν ἐ­μεῖς οἱ ἴ­δι­οι δέν τό ἀλ­λά­ξου­με». Δέν πι­στεύ­ου­με στήν ἰ­δε­α­λι­στι­κή «νε­κρα­νά­στα­ση» (R. Garaudy), οὔ­τε σ’ ἕ­να «θαῦ­μα χω­ρίς Θε­ό» (E. Bloch). Τό μέλ­λον δέν ἀ­νή­κει στούς «συ­ντη­ρη­τι­κούς», οὔ­τε στούς «προ­ο­δευ­τι­κούς», ἀλ­λά στό ἀ­φα­νές λεῖμ­μα τῶν σύγ­χρο­νων Κα­τα­κομ­βῶν. Δέν ἀ­νή­κου­με οὔ­τε στήν Ἀ­να­το­λή, οὔ­τε στή Δύ­ση, ἀλ­λά στόν Χρι­στό, τόν Θε­ό τῶν Πα­τέ­ρων μας. Αὐ­τή ἄς εἶ­ναι ἡ ἐ­θνι­κή μας ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑλ­λη­νι­κή μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...