Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2013

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ


Ἀρ­χιμ. Κυ­ρίλ­λου
Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κος Ἱ. Μη­τροπ. Πα­τρῶν

Ἀ­πό τούς πε­πει­ρα­μέ­νους ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἡ πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή, σύν­το­μη ἀλ­λά πε­ρι­ε­κτι­κή καί ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη συ­χνά ἔ­χει με­γά­λη ὠ­φέ­λεια ἀ­πό τίς πολ­λές καί φλύ­α­ρες προ­σευ­χές. Σέ αὐ­τές τίς πα­ρα­τε­τα­μέ­νες προ­σευ­χές δύ­σκο­λα ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που στέ­κε­ται προ­ση­λω­μέ­νος στόν Θε­ό. Συ­νή­θως νι­κι­έ­ται ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς συγ­κέν­τρω­σης τοῦ νοῦ, ἀ­φαι­ρεῖ­ται ἀ­πό ἐ­ξω­τε­ρι­κές ἐν­τυ­πώ­σεις καί εἰ­κό­νες καί πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου καί ὡς ἐκ τού­του ἡ θερ­μό­τη­τα τῆς προ­σευ­χῆς ὑ­πο­βαθ­μί­ζε­ται καί ἐ­ξα­σθε­νεῖ. Ὅ­μως ἡ σύν­το­μη καί συ­χνή προ­σευ­χή τυγ­χά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στα­θε­ρή, κα­θ᾿ ὅ­τι ὁ νοῦς ἐμ­βα­θύ­νει στόν Θε­ό καί με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό μπο­ρεῖ νά ἐ­κτε­λεῖ τήν προ­σευ­χή μέ με­γα­λύ­τε­ρη θέρ­μη καί προ­σή­λω­ση. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Κύ­ριός μας συ­νι­στᾶ: »προσευχόμενοι μή βατ­το­λο­γή­ση­τε…» (Ματθ. 6, 7). Καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος δι­δά­σκει: »Μήν ἐ­πι­χει­ρεῖς νά λέ­γεις πολ­λά λό­για, γιά νά μήν σκορ­πᾶ ὁ νοῦς σέ ἀ­να­ζή­τη­ση λέ­ξε­ων. Μό­νον μί­α λέ­ξη τοῦ Τε­λώ­νου προ­σείλ­κυ­σε τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί μί­α μό­νον λέ­ξη τοῦ λη­στοῦ στόν σταυ­ρό τόν ἔ­σω­σε. Ἡ πο­λυ­λο­γί­α στήν προ­σευ­χή δι­α­σκορ­πί­ζει τόν νοῦ σέ ρεμ­βα­σμούς, ἐ­νῶ ἡ ὀ­λι­γο­λο­γί­α βο­η­θᾶ στήν πε­ρι­συλ­λο­γή τοῦ νοῦ­». Ἔ­τσι λοι­πόν ἡ συ­χνή προ­σευ­χή μας ἄς εἶ­ναι σύν­το­μη καί δί­χως πε­ριτ­τά λό­για, ἀλ­λά νά εἶ­ναι ἀ­δι­ά­λει­πτος ὅ­πως δι­δά­σκουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος γρά­φει τά ἑ­ξῆς: »Ὅποιος πε­ριτ­το­λο­γεῖ στίς προ­σευ­χές του ἀρ­γο­λο­γεῖ» (Πρός Ἐ­φεσ. Στ’, ὁ­μι­λί­α 24), ἐ­νῶ καί ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος Βουλ­γα­ρί­ας ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ‘‘δέν ἁρ­μό­ζει νά μα­κρύ­νει κα­νείς τήν προ­σευ­χή του πο­λυ­λο­γών­τας, ἀλ­λά εἶναι προ­τι­μό­τε­ρον να προ­σεύ­χε­ται ὀλι­γό­λο­γα καί ἀδι­α­λεί­πτω­ς». Οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί ἑρ­μη­νεύ­ουν στη­ρι­ζό­με­νοι στά λό­για τοῦ Ἀπ. Παύ­λου: »Θέλω πέν­τε λό­γους διά τοῦ νο­ός μου λα­λῆ­σαι, ἵνα καί ἄλ­λους κα­τη­χή­σω, ἤ μυ­ρί­ους λό­γους ἐν γλώσ­σῃ» (Α’ Κορ. 14, 19), δηλ. προ­τι­μό­τε­ρη εἶ­ναι μί­α σύν­το­μη προ­σευ­χή πρός τόν Θε­ό μέ προ­σο­χή πα­ρά νά προ­φέ­ρει κα­νείς μυ­ρί­ους λό­γους ἄ­νευ προ­σο­χῆς. Ἡ προ­τρο­πή τοῦ Ἀπ. Παύ­λου »ἀδιαλείπτως προ­σεύ­χε­σθε­» πρέ­πει νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ ὡς ἡ σύν­το­μη πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ νοῦ, πού μπο­ρεῖ νά κα­τευ­θύ­νε­ται πάν­το­τε πρός τόν Θε­ό καί νά προ­σεύ­χε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως.
Ἄς ἀρ­χί­σου­με νά ἐ­ξα­σκού­μα­στε καί νά συ­νη­θί­ζου­με σέ αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τήν προ­σευ­χή σύμ­φω­να μέ τήν νου­θε­σί­α τοῦ Ἀπ. Παύ­λου: »Καί πᾶν ὅ,τι ἄν ποι­ῆτε ἐν λό­γῳ ἤ ἐν ἔρ­γῳ, πάν­τα ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου Ἰη­σοῦ»(Κο­λοσ. 3 17), δηλ. τά πάν­τα νά τά κά­νου­με μέ κα­λή πρό­θε­ση, γιά δι­κό μας πνευ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρον καί πρός δό­ξαν Θε­οῦ, ὥ­στε καί μέ τά λό­για μας καί μέ τά ἔρ­γα μας καί μέ τούς λο­γι­σμούς μας νά δο­ξά­ζε­ται τό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Σω­τῆ­ρος μας. Νά συ­νη­θί­σου­με σέ μί­α ζω­ή προ­σευ­χῆς καί δε­ή­σε­ως συγ­κεν­τρώ­νον­τας τήν σκέ­ψη μας καί κα­τευ­θύ­νον­τας τόν νοῦ μας πρός τόν Θε­ό. Δι­ό­τι τί εἶ­ναι προ­σευ­χή; Εἶ­ναι ἡ κα­τεύ­θυν­ση τοῦ νοῦ καί τῆς δι­ά­νοι­ας πρός τόν Θε­ό. Προ­σεύ­χο­μαι ση­μαί­νει στέ­κο­μαι ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί συ­νο­μι­λῶ μα­ζί Του μέ εὐ­λά­βεια, φό­βο καί ἐλ­πί­δα γιά τό πλού­σιο ἔ­λε­ός Του. Τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά στόν Θε­ό μέ πνεῦ­μα δο­ξο­λο­γί­ας, εὐ­χα­ρι­στί­ας καί συν­τρι­βῆς καρ­διᾶς. Ἀ­πό μί­α θερ­μή προ­σευ­χή γεν­νᾶ­ται στήν καρ­διά μας ἡ πί­στη καί ἡ ἐλ­πί­δα στόν Θε­ό, ἡ πνευ­μα­τι­κή μας ἐγ­κα­τά­λει­ψη στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τό ὅ­ταν προ­σευ­χό­μα­στε πρέ­πει ὁ νοῦς μας νά στέ­κε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί μό­νον Αὐ­τόν νά σκέ­φτε­ται. Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες συ­νή­θι­ζαν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν σύν­το­μες προ­σευ­χές καί νά τίς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν ἀ­δι­ά­κο­πα ὥ­στε νά πε­τύ­χουν τήν ἀ­πό­λυ­τη συγ­κέν­τρω­ση τοῦ νοῦ στό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­πο­κρού­ουν κά­θε ἐ­ξω­τε­ρι­κό πε­ρι­σπα­σμό ἤ λο­γι­σμό. Ἰ­δί­ως πρός τόν σκο­πό αὐ­τόν πο­λύ βο­η­θά­ει ἡ »προσευχή τοῦ Ἰ­η­σοῦ­», τό γνω­στό μας »Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­έ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με τόν ἁ­μαρ­τω­λό­ν».
Οἱ Πα­τέ­ρες ὀ­νο­μά­ζουν τήν προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή για­τί μέ­σῳ αὐ­τῆς ἀ­πο­κτοῦ­με δια­ρκῆ μνή­μη τοῦ Θε­οῦ καί κα­θα­ρή δι­ά­νοι­α πού συμ­βα­δί­ζει μέ μί­α εἰ­λι­κρι­νή καρ­διά καί βα­θιά συ­ναι­σθή­μα­τα εὐ­λα­βεί­ας, ἐλ­πί­δος καί φό­βου Θε­οῦ. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­μα­στε ἔ­τσι, ὅ­λες μας οἱ δυ­νά­μεις τῆς ψυ­χῆς συγ­κεν­τρώ­νον­ται σέ μί­α καρ­διά πού ξε­χει­λί­ζει ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί δια­ρκῆ εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τόν Θε­ό. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κο­πιά­ζει κα­νείς στήν προ­σευ­χή, τό­σο οἱ δι­α­λο­γι­σμοί κα­τα­πρα­ΰ­νον­ται καί ἠ­ρε­μοῦν, ἡ προ­σευ­χή γί­νε­ται κα­θα­ρό­τε­ρη καί ἡ ψυ­χή θερ­μαί­νε­ται ἀ­πό τήν γλυ­κύ­τη­τα τῆς ἐ­πι­κλή­σε­ως τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ.
Ὁ Ἀπ. Παῦ­λος μᾶς προ­τρέ­πει »διά πά­σης προ­σευ­χῆς καί δε­ή­σε­ως, προ­σευ­χό­με­νοι ἐν παν­τί και­ρῷ ἐν Πνεύ­μα­τι­» (Ἐ­φεσ. 6, 18), ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τάς μας τόν ἀ­λη­θῆ τρό­πο προ­σευ­χῆς πού γιά νά εἰ­σα­κου­στεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό πρέ­πει νά γί­νε­ται μέ προ­σευ­χή καί δέ­η­ση, δηλ. ἐγ­καρ­δί­ως, μέ πό­νο καρ­δί­ας καί μέ θερ­μή δέ­η­ση, »ἐν παν­τί και­ρῷ», ἀ­δι­ά­κο­πα καί συ­νε­χῶς (πρβλ. Α’ Θεσ/κεῖς, 5, 17: »Ἀδιαλείπτως προ­σεύ­χε­σθε­)», καί τρί­τον »ἐν Πνεύ­μα­τι­», δηλ. προ­σευ­χή ὄ­χι μό­νον ἐ­ξω­τε­ρι­κή, ἀλ­λά καί ἐ­σω­τε­ρι­κή, πνευ­μα­τι­κή, καρ­δια­κή, ἐ­νερ­γου­μέ­νη ἀ­πό τήν Θεί­α χά­ρη. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α τῆς προ­σευ­χῆς, νά ἀ­να­πέμ­πε­ται στόν Θε­ό ἐκ βά­θους καρ­δί­ας. Ἀλ­λά καί ἀλ­λοῦ ὁ Ἀπ. Παῦ­λος πα­ραγ­γέλ­λει »τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ρεῖτε, γρη­γο­ροῦν­τες ἐν αὐτῇ» (Κολ. 4, 2). Καί ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος μέ τήν πα­ρα­βο­λή τῆς χή­ρας καί τοῦ ἄ­δι­κου κρι­τῆ (Λουκ. κεφ. 18) θέ­λη­σε νά μᾶς δεί­ξει πώς ἡ ἐ­πί­μο­νη πα­ρά­κλη­ση καί δέ­η­ση ὑ­πέρ τῶν δι­κῶν μας αἰ­τη­μά­των φέρ­νει ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, εἰ­σα­κού­ε­ται. Ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας ζω­ῆς. Ἡ ζω­ή τοῦ Χρι­στια­νοῦ »κέκρυπται σύν τῷ Χρι­στῷ ἐν τῷ Θε­ῷ­» (Κολ. 3, 3), ὀ­φεί­λει δηλ. ὁ Χρι­στια­νός νά πα­ρα­μέ­νει ἑ­νω­μέ­νος μέ τόν Θε­ό προ­σευ­χό­με­νος δια­ρκῶς.
Ὅ­ταν λοι­πόν συ­νη­θί­σου­με τόν ἑ­αυ­τό μας στήν δια­ρκῆ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ προ­σευ­χό­με­νοι μέ λό­για ὄ­χι ἁ­πλῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να τυ­πι­κά, ἀλ­λά μέ λό­για πού βγαί­νουν ἀ­πό τήν καρ­διά μας, τό­τε καί ὁ Θε­ός θά εὐ­λο­γή­σει τόν κό­πο τῆς προ­σευ­χῆς μας. Μέ τήν συ­νε­χῆ ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς εὐ­χῆς τοῦ Ἰ­η­σοῦ ὁ νοῦς καί ἡ καρ­διά μας ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρός τόν Κύ­ριο καί λαμ­βά­νει τό πλού­σιο ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.
Ἕ­να ἄλ­λο δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νευ­ση τῶν λο­γι­σμῶν. Ὅ­μως ἡ θεί­α αὐ­τή δω­ρε­ά δέν πα­ρέ­χε­ται χω­ρίς ἔν­το­νη προ­σω­πι­κή πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α καί κό­πο, πα­ρά μό­νον με­τά ἀ­πό θερ­μή προ­σευ­χή καί καρ­διά πού χτυ­πᾶ ἀ­πό ἀ­γά­πη γιά τόν Θε­ό. Πράγ­μα­τι, ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν (Ἅγ. Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος).
Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἤ πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή γί­νε­ται ἀ­φοῦ συγ­κεν­τρώ­σου­με τόν νοῦ μας ἐν­τός τῆς καρ­διᾶς μας, ἀ­πο­δι­ώ­χνον­τας κά­θε ξέ­νο λο­γι­σμό ἤ ἐ­ξω­τε­ρι­κό πε­ρι­σπα­σμό, μέ συν­τε­τριμ­μέ­νη δι­ά­θε­ση, μέ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Ἡ πο­ρεί­α πρός τόν Κύ­ριο εἶ­ναι ὁ­δός ἐ­σω­τε­ρι­κή, πο­ρεί­α καρ­δια­κή καί πνευ­μα­τι­κή. Πρέ­πει λοι­πόν νά προ­δι­α­θέ­σου­με τόν νοῦ καί τήν καρ­διά μας ὥ­στε ἡ δι­ά­νοι­ά μας νά βρί­σκε­ται πάν­το­τε μέ τόν Κύ­ριο. Ὅ­ταν τό κα­τορ­θώ­σου­με αὐ­τό, τό­τε θά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν θε­ϊ­κή πα­ρου­σί­α στήν ζω­ή μας καί θά μπο­ρέ­σου­με νά ποῦ­με μα­ζί μέ τόν ψαλ­μω­δό Δαυ­ΐδ: »Ἐση­μει­ώ­θη ἐ­φ᾿ ἡ­μᾶς τό φῶς τοῦ προ­σώ­που σου, Κύ­ρι­ε­» (Ψαλμ. 4, 7).
Μπο­ρεῖ ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κός ἄν­θρω­πος νά ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τά κα­θη­με­ρι­νά του κα­θή­κον­τα, ἀλ­λά ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στήν προ­σευ­χή, κα­τά τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου: »Σύ ὅ­ταν προ­σεύ­χῃ, εἴ­σελ­θε εἰς τό τα­μεῖ­ον σου καί κλεί­σας τήν θύ­ραν σου πρό­σευ­ξαι τῷ Πα­τρί σου ἐν τῷ κρυ­πτῷ» (Ματθ. 6, 6). Τό τα­μεῖ­ον τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τό σῶ­μα, οἱ θύ­ρες εἶ­ναι οἱ πέν­τε αἰ­σθή­σεις. Ἡ ψυ­χή εἰ­σέρ­χε­ται στό τα­μεῖ­ο της ὅ­ταν ὁ νοῦς δέν σκορ­πί­ζε­ται σέ ἔρ­γα τοῦ κό­σμου, σέ εἰ­κό­νες καί φαν­τα­σί­ες, ἀλ­λά κλεί­νε­ται στήν καρ­διά της ἐ­πι­κα­λου­μέ­νη τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ στήν προ­σευ­χή. Δι­ό­τι ὁ πο­νη­ρός καί ἐ­χθρός τῆς ψυ­χῆς μας ἀλ­λά καί τῆς προ­σευ­χῆς μέ ἐ­ξω­τε­ρι­κά πράγ­μα­τα, εἰ­κό­νες, σχή­μα­τα, σκέ­ψεις, φαν­τα­σί­ες, σκο­πό ἔ­χει νά μᾶς ἀ­πο­σπά­σει τήν προ­σο­χή τοῦ νοῦ ἀ­πό τήν μνή­μη τοῦ Θε­οῦ, νά ἀ­πο­μα­κρύ­νει τήν καρ­διά μας ἀ­πό τό πρό­σω­πο τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί νά με­τα­βά­λει τήν καρ­διά μας ἀ­πό κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ Θε­οῦ σέ κα­τοι­κη­τή­ριο πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι πού μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­πι­μο­νή νά μεί­νου­με στήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ὥ­στε νά κα­θα­ρί­σει τήν καρ­διά καί τόν νοῦ μας ἀ­πό ἐμ­πα­θεῖς κα­τα­στά­σεις, καί νά μᾶς χα­ρί­σει τήν εἰ­ρή­νευ­ση τῶν λο­γι­σμῶν καί τήν κα­θα­ρά προ­σευ­χή. Δι­ό­τι ἀλ­λοί­μο­νο στόν Χρι­στια­νό πού θά ἀ­το­νί­σει ἡ δι­ά­θε­σή του γιά προ­σευ­χή. Θά στε­ρη­θεῖ τῆς Θεί­ας χά­ρι­τος καί προ­στα­σί­ας καί ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός του κό­σμος θά αἰχ­μα­λω­τι­σθεῖ ἀ­πό τά πά­θη.
Ὅ­ποι­α στιγ­μή θε­λή­σου­με νά προ­σευ­χη­θοῦ­με, εἴ­τε στόν Να­ό ἤ στήν οἰ­κί­α μας ἤ κα­θ᾿ ὁ­δόν, νά φρον­τί­σου­με νά ἀ­φή­σου­με τήν καρ­διά μας ἐ­λεύ­θε­ρη νά ἐκ­φρά­σει μέ τά δι­κά της λό­για ἤ μέ­σα ἀ­πό τίς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες προ­σευ­χές τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὅ,τι αἰ­σθά­νε­ται καί μέ θάρ­ρος νά τό πεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός εὐ­α­ρε­στεῖ­ται σέ προ­σευ­χές οὐ­σι­ώ­δεις, συγ­κε­κρι­μέ­νες, καρ­δια­κές.
Ἡ πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή γιά νά εἶ­ναι καρ­πο­φό­ρα προ­ϋ­πο­θέ­τει κό­πο. »Προσευχή ἄ­νευ πό­νου, λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος, ὡς ἔ­κτρω­μα λο­γί­ζε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό­». Ἡ συν­τρι­βή τῆς καρ­διᾶς καί ὁ σω­μα­τι­κός κό­πος κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς προ­σευ­χῆς προ­σελ­κύ­ουν τό ἔ­λε­ος καί τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ.
Πῶς θά ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ἐ­άν ἡ προ­σευ­χή μας εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή; Ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ, ἡ συν­τε­τριμ­μέ­νη καρ­διά καί ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη ἀ­πο­τε­λοῦν τά βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τα τῆς γνή­σιας ἐ­σω­τε­ρι­κῆς προ­σευ­χῆς. Ὅ­ταν ὑ­πάρ­χουν αὐ­τά τά γνω­ρί­σμα­τα, τό­τε βα­δί­ζου­με σέ κα­λό πνευ­μα­τι­κό δρό­μο. Ἐ­πί­σης, ὀ­φεί­λου­με νά φρον­τί­ζου­με, ὅ­ταν ἐ­ξα­σθε­νεῖ κά­πως ὁ ζῆ­λος γιά προ­σευ­χή, νά ἀ­να­θερ­μαί­νου­με τήν καρ­διά μας συγ­κεν­τρω­νό­με­νοι στα­θε­ρό­τε­ρα ἐν­τός τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας καί ἐ­πι­κα­λού­με­νοι τόν Κύ­ριο.
Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νυ­πάρ­χει στήν προ­σευ­χή μας ὁ ζῆ­λος καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Θε­οῦ, ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νά­βει μέ­σα μας τό πῦρ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ, τό­σο εὐ­κο­λό­τε­ρο εἶ­ναι νά προ­σελ­κύ­σου­με τήν χά­ρη τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί νά γευ­θοῦ­με τούς γλυ­κούς καρ­πούς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς. Ὅ­σον και­ρό ὁ νοῦς μας εἶ­ναι προ­ση­λω­μέ­νος πρός τόν Θε­ό καί συλ­λο­γί­ζε­ται τά τοῦ Θε­οῦ, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ὁ Θε­ός εἶ­ναι μα­ζί μας. Ὁ­πλι­σμέ­νοι μέ τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σευ­χή καί τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με τούς πο­νη­ρούς λο­γι­σμούς καί τούς δαί­μο­νες τῆς ὀρ­γῆς, τῆς λύ­πης, τῆς κε­νο­δο­ξί­ας, τῆς φι­λαυ­τί­ας. »Ἀδειάζουμε» τήν καρ­διά μας ἀ­πό κά­θε τί ἄ­χρη­στο καί πνευ­μα­τι­κά βλα­βε­ρό καί γε­μί­ζου­με μέ φό­βο Θε­οῦ, μέ τα­πεί­νω­ση καί ἐλ­πί­δα στόν Κύ­ριο.
Ἐ­πει­δή ὅ­μως τό ἔρ­γο τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι δύ­σκο­λο καί κο­πι­ῶ­δες χρει­α­ζό­μα­στε τήν κα­θο­δή­γη­ση καί τήν συμ­πα­ρά­στα­ση ἔμ­πει­ρων πνευ­μα­τι­κῶν Πα­τέ­ρων, πού θά μᾶς βο­η­θή­σουν νά ἀ­παλ­λα­γοῦ­με ἀ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῶν πα­θῶν, τήν αὐ­τα­πά­τη ὅ­τι εἴ­μα­στε κύ­ριοι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ἐ­νῶ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ζοῦ­με δου­λω­μέ­νοι στά πά­θη καί τήν ἁ­μαρ­τί­α.
Ὁ Θε­ός ζη­τᾶ ἀ­πό ἐ­μᾶς μί­α κα­θα­ρή καρ­διά πού νά ζεῖ γιά τόν Θε­ό. Ὅ­ταν ἡ καρ­διά μας βρί­σκε­ται κον­τά στόν Θε­ό, τό­τε μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με πώς προ­σευ­χό­μα­στε »ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ­». Ἀ­πό αὐ­τό ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, κα­τά πό­σον ζοῦ­με, ἀ­να­πνέ­ου­με καί ὑ­πάρ­χου­με ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Θε­ό, ἤ κα­τά πό­σον ἐ­πι­τρέ­που­με στόν πο­νη­ρό νά μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό τόν Κύ­ριο.
Ὁ Θε­ός βρί­σκε­ται πάν­το­τε μα­ζί μας, κον­τά καί μέ­σα μας. Ἐ­μεῖς ὅ­μως δέν εἴ­μα­στε πάν­το­τε μα­ζί Του, καί πολ­λές φο­ρές κά­νου­με πράγ­μα­τα πού δέν θά τά εἴ­χα­με κά­νει ἐ­άν εἴ­χα­με συ­νε­χῆ μνή­μη Θε­οῦ. Ἄς θέ­σου­με ὡς κα­νό­να στόν ἑ­αυ­τό μας νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε μέ τόν Κύ­ριο, μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρ­διά, μέ τήν προ­σευ­χή, γιά νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψου­με ἄ­σχε­τες σκέ­ψεις καί ἀ­σε­βεῖς λο­γι­σμοί νά μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­σουν, καί ἐ­άν συμ­βεῖ αὐ­τό, τό­τε μέ εὐ­κο­λί­α θά μπο­ρέ­σου­με νά τούς ἀ­πο­κρού­σου­με μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. »Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡμῶν ἐ­στί­ν». Ὅ­ταν ὁ Θε­ός βα­σι­λεύ­ει μέ­σα μας, ὅ­ταν ὁ­μο­λο­γοῦ­με τόν Θε­ό ὡς Βα­σι­λέ­α καί Δε­σπό­τη ἡμῶν καί ὑ­πο­τασ­σό­μα­στε σέ Αὐ­τόν ὁ­λο­ψύ­χως, τό­τε καί ὁ Θε­ός ἐ­νερ­γεῖ ἀ­γα­θά ὑ­πέρ ἡ­μῶν καί »ἐστίν ὁ ἐνερ­γῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέ­λειν καί ἐνερ­γεῖν ὑπέρ τῆς εὐδο­κί­α­ς» (Φι­λιπ. 4, 14). Ἄς ἀ­να­ζη­τή­σου­με τόν Θε­ό μό­νον μέ­σα στήν καρ­διά μας, δι­ό­τι δέν βρί­σκε­ται μα­κριά ἀ­πό κα­νέ­ναν. Βρί­σκε­ται πλη­σί­ον ὅ­σων Τόν ἀ­να­ζη­τοῦν εἰ­λι­κρι­νῶς. Ὁ τό­πος συ­ναν­τή­σε­ως μέ τόν Θε­ό καί συ­νο­μι­λί­ας μα­ζί Του βρί­σκε­ται μέ­σα μας, στήν καρ­διά, τήν ψυ­χή, τήν δι­ά­νοι­ά μας. Ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός σύν­δε­σμος πι­στοῦ καί Θε­οῦ ἐ­νι­σχύ­ε­ται μέ­σῳ τῆς προ­σευ­χῆς, στα­θε­ρο­ποι­εῖ­ται καί καρ­πο­φο­ρεῖ μέ τήν δύ­να­μη τῆς Θεί­ας χά­ρι­τος καί τῶν θεί­ων Μυ­στη­ρί­ων.
Τό­τε βι­ώ­νου­με τήν κα­τά­στα­ση πού πε­ρι­γρά­φει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος: »Τῇ ἐλ­πί­δι χαί­ρον­τες, τῇ θλί­ψει ὑ­πο­μέ­νον­τες, τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τε­ς» (Ρωμ. 12, 12). Ὁ Χρι­στια­νός ὅ­λες του τίς ἐλ­πί­δες τίς ἔ­χει ἀ­πο­θέ­σει στόν Θεό­ καί στήν αἰ­ώ­νιο ζω­ή. Ἡ καρ­διά του δέν συγ­κι­νεῖ­ται ἀ­πό τά πα­ρόν­τα καί πρό­σκαι­ρα τοῦ κό­σμου, χαί­ρε­ται γιά τά μέλ­λον­τα ἀ­γα­θά, ἔ­χον­τας στη­ρί­ξει τήν ἐλ­πί­δα του στίς ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι μέ ὑ­πο­μο­νή ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με τίς θλί­ψεις, ἐν­δυ­να­μω­νό­μα­στε μέ τήν προ­σευ­χή, πο­ρευ­ό­μα­στε ἐ­πί τῆς γῆς μέ προ­σα­να­το­λι­σμό τήν οὐ­ρά­νιο ἐλ­πί­δα. Τό­τε ζοῦ­με χρι­στι­α­νι­κά, ὅ­ταν τό φρό­νη­μά μας δέν εἶ­ναι κο­σμι­κό, ἀλ­λά ἐ­πι­ζη­τεῖ τά ἄ­νω (Κολ. 3, 4). »Συγκέντρωση τοῦ νοῦ ἐν­τός τῆς καρ­διᾶ­ς?». Ὁ νοῦς μας βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ, ὅ­που καί ἡ προ­σο­χή. Συγ­κέν­τρω­ση λοι­πόν τοῦ νοῦ ση­μαί­νει προ­σο­χή καί ἐ­πι­φυ­λα­κή καί ἐ­πα­γρύ­πνη­ση ὥ­στε ἡ καρ­διά μας νά ἀ­πευ­θύ­νε­ται πάν­το­τε στόν Θε­ό μέ δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α καί δέ­η­ση, προ­σέ­χον­τας ἰ­δι­αι­τέ­ρως μή­πως κά­τι ξέ­νο, κα­μμιά φαν­τα­σί­α ἤ ἀ­πρε­πής λο­γι­σμός εἰ­σέλ­θει σέ αὐ­τήν τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς. Ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ ἔγ­κει­ται τό μυ­στι­κό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λά καί τό δυ­σκο­λο­τε­ρο ἄ­θλη­μα, πώς δηλ. θά δι­α­φυ­λά­ξου­με τήν καρ­διά μας κα­θα­ρή ἀ­πό τά πά­θη, καί τόν νοῦ ἀ­πρό­σβλη­το ἀ­πό πο­νη­ρούς λο­γι­σμούς καί ἀ­πρε­πεῖς φαν­τα­σί­ες.
Ἡ αἰ­τί­α τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν δι­ά­σπα­ση τῶν αἰ­σθή­σε­ων σέ πολ­λά πράγ­μα­τα. Ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση μέ πολ­λά (πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη) δια­σπᾶ τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν ἁ­πλό­τη­τα τοῦ νοῦ. Ἔ­τσι, ὁ νοῦς μας πο­ρεύ­ε­ται τόν δι­κό του δρό­μο, ἐ­νῶ ἡ καρ­διά μας μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­θυ­μεῖ τήν ὁ­δό τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σου­με τήν συμ­πό­ρευ­ση νοῦ, καρ­διᾶς καί δι­α­νοί­ας, ὥ­στε καί ὁ δι­α­σκορ­πι­σμός τῶν λο­γι­σμῶν νά ἀ­πο­τρα­πεῖ καί ὅ­λος ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός μας κό­σμος νά  κα­τευ­θυν­θεῖ πρός τόν Θεό­. Αὐ­τό ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τήν συ­νε­χῆ καί πυ­κνή προ­σευ­χή. Ὁ πι­στός καί συ­νει­δη­τός Χρι­στια­νός ὀ­φεί­λει νά μήν λη­σμο­νεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το γιά τήν σω­τη­ρί­α νά ἑ­νω­θεῖ μέ τόν Κύ­ριο μέ ὅ­λη του τήν ὕ­παρ­ξη, νά δέ­ε­ται ὥ­στε ὁ Κύ­ριος νά ἔλ­θει νά κα­τοι­κή­σει στήν καρ­διά του. Ὅ­πως ὁ Κύ­ριος ἐ­νε­δύ­θη τήν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα, ἔ­τσι καί ἐ­μεῖς ὀ­φεί­λου­με νά ἐν­δυ­θοῦ­με τόν Κύ­ριο καί νά πο­ρευ­ό­μα­στε μα­ζί Του. Μό­νον ὁ Κύ­ριος μπο­ρεῖ νά μᾶς προ­σφέ­ρει τό φῶς Του, τήν εἰ­ρή­νη καί τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή πού χά­σα­με μέ τήν ἐ­πι­λο­γή τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἡ προ­σευ­χή τοῦ Κυ­ρί­ου συμ­βά­λει ση­μαν­τι­κά στήν ἐ­πί­τευ­ξη αὐ­τοῦ τοῦ σκο­ποῦ.
Βε­βαί­ως, ἡ προ­σπά­θειά μας θά συ­ναν­τή­σει πολ­λά ἐμ­πό­δια ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο, τόν ἐ­χθρό τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ψυ­χῆς μας. Ὅ­ταν δεῖ κά­ποι­ον νά κα­τα­φεύ­γει στήν προ­σευ­χή καί νά κα­τευ­θύ­νε­ται πρός τόν Θε­ό, τό­τε τοῦ προ­βάλ­λει φό­βο, προ­φά­σεις, δυ­σκο­λί­ες καί πολ­λά ἐμ­πό­δια, γιά νά ἐμ­πο­δί­σει τήν προ­σευ­χή. Συ­χνά φέρ­νει στόν νοῦ μας ἐν­θυ­μή­σεις ἀ­πό προ­η­γού­με­νες ἁ­μαρ­τί­ες, σκέ­ψεις δυ­σά­ρε­στες, ἀρ­νη­τι­κούς λο­γι­σμούς. »Ἡ γέ­φυ­ρα διά τῆς ὁ­ποί­ας εἰ­σέρ­χε­ται ὁ πο­νη­ρός στήν ψυ­χή εἶ­ναι ἡ φαν­τα­σί­α­», μᾶς λέ­γει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος. Στήν δι­κή μας προ­σπά­θεια ἔγ­κει­ται νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψου­με τίς αἰ­τί­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας νά μᾶς προ­σβάλ­λουν, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τάς τες ἀ­πό τόν νοῦ μέ ὑ­πο­μο­νή καί ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση στήν προ­σευ­χή. Στα­δια­κά θά δοῦ­με τούς κα­κούς λο­γι­σμούς νά ἀ­ραι­ώ­νουν καί νά φεύ­γουν. Μήν δί­νου­με ἀ­φορ­μή καί τό­πο στόν δι­ά­βο­λο. Ὁ πο­νη­ρός δέν ἔ­χει κα­μμί­α θέ­ση σέ μία­ φω­τει­νή ψυ­χή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ ψυ­χή μας σκο­τι­σθεῖ ἀ­πό κά­ποι­ο πά­θος καί συγ­κα­τα­τε­θεῖ σέ αὐ­τό, τό­τε ὁ πο­νη­ρός βρί­σκει τόν τρό­πο νά εἰ­σέλ­θει στήν ψυ­χή καί τήν καρ­διά μας καί νά τήν πο­λι­ορ­κή­σει.
Οὐ­σι­α­στι­κό λοι­πόν γνώ­ρι­σμα τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι ἡ προ­σο­χή. Ἄ­νευ προ­σο­χῆς δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­πι­με­λής καί οὐ­σι­α­στι­κή προ­σευ­χή. Ἡ ἀ­λη­θι­νή καί γνή­σια προ­σευ­χή προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό τῆς καρ­δί­ας ἀ­πό τόν κό­σμο (αὐ­τό πού οἱ Πα­τέ­ρες ὀ­νο­μά­ζουν »ξενιτεία» καί μᾶς προ­τρέ­πουν ὅ­πως »ξενωθῶμεν τοῦ κό­σμου­», νά γί­νου­με δηλ. ξέ­νοι γιά τόν κό­σμο), τό­σο ἀ­πό ἐ­ξω­τε­ρι­κά καί αἰ­σθη­τά πράγ­μα­τα, ὅ­σο καί ἀ­πό ἐ­σω­τε­ρι­κούς δι­α­λο­γι­σμούς, ἔν­νοι­ες καί φρον­τί­δες. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὁ λό­γος τοῦ Παύ­λου: »Σταυροῦσθε καί νε­κροῦ­σθε τῷ κό­σμῳ­». Μό­νον τό­τε θά κα­τορ­θώ­σου­με νά λα­τρεύ­σου­με τόν Κύ­ριο »ἐν Πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ΄΄.
Τά πά­θη νε­κρώ­νον­ται καί σταυ­ρώ­νον­ται μέ­σῳ τῆς συ­νε­χοῦς καί θερ­μῆς προ­σευ­χῆς, μέ τήν συ­χνή ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ τά πά­θη τι­θα­σεύ­ον­ται καί ἠ­ρε­μοῦν, καί τό­τε ἡ καρ­διά γα­λη­νεύ­ει καί εἰ­ρη­νεύ­ει, συμ­φι­λι­ώ­νε­ται μέ τόν Θε­ό. Βα­σι­κή ὅ­μως προ­ϋ­πό­θε­ση γι᾿ αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ νί­κη κα­τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, δηλ. ἡ με­τα­βο­λή τῆς θε­λή­σε­ώς μας καί πα­ρά­δο­ση ἄ­νευ ὅ­ρων καί ὁ­ρί­ων τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Νά συ­νη­θί­σου­με τόν ἑ­αυ­τό μας νά μι­σή­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α καί νά ἀ­γα­πή­σει τόν Χρι­στό. Αὐ­τό δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἀ­μέ­σως, ἀ­πό τήν μί­α στιγ­μή στήν ἄλ­λη. Πρέ­πει νά ἀ­νε­βοῦ­με στα­δια­κά ὅ­λα τά σκα­λο­πά­τια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, νά βα­δί­σου­με τή­ν »κλί­μα­κα τῶν ἀ­ρε­τῶ­ν», ὅ­μως μᾶς λέ­ει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, νά ἐ­ξοι­κει­ω­θοῦ­με καί νά συμ­φι­λι­ω­θοῦ­με μέ τόν Θε­ό. Στήν πο­ρεί­α μας ἡ πα­ρου­σί­α καί ἡ συμ­βου­λή ἑ­νός ἔμ­πει­ρου Πνευ­μα­τι­κοῦ θά ἀ­πο­δει­χθεῖ πο­λύ­τι­μη.
Συ­νή­θως ὁ πο­νη­ρός τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς μᾶς φέρ­νει δυ­σά­ρε­στα πράγ­μα­τα καί θά πρέ­πει νά τά πε­ρι­μέ­νου­με. Ὅ­ταν συμ­βαί­νει κά­ποι­α ἐ­ναν­τί­ω­ση ἤ δυ­σκο­λί­α καί εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νά πι­κρα­θοῦ­με καί νά στε­νο­χω­ρη­θοῦ­με, ἄς φρον­τί­σου­με ἀ­μέ­σως νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψου­με στήν καρ­διά μας νά φω­λιά­σει ἐ­χθρι­κή δι­ά­θε­ση. Μέ προ­σο­χή τῶν λο­γι­σμῶν μας καί προ­σευ­χή ἀ­μέ­σως νά ἀ­πο­κρού­ου­με τέ­τοι­ες πει­ρα­σμι­κές κα­τα­στά­σεις, νά μήν ἀ­φή­σου­με κά­τι τέ­τοι­ο νά δι­α­τα­ρά­ξει τήν εἰ­ρή­νη μας. Νά σπεύ­σου­με προ­σευ­χό­με­νοι μέ ἠ­ρε­μί­α. Ἀ­κό­μη καί ὅ­ταν ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ἄ­δι­κη κα­τά­κρι­ση ἀ­πό τούς ἄλ­λους, νά σκε­φτό­μα­στε ὅ­τι ὁ Θε­ός δι­και­ώ­νει κά­θε ἀ­γα­θή συ­νεί­δη­ση, τό­τε οἱ κρί­σεις τῶν ἄλ­λων δέν μᾶς βλά­πτουν. Ἡ ζω­ή μας ἐ­πί γῆς εἶ­ναι γε­μά­τη θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες. Ὀ­φεί­λου­με νά μα­χώ­μα­στε κα­τά τῆς σαρ­κός, κα­τά τῶν πα­θῶν καί κα­τά τῶν πνευ­μά­των τῆς πο­νη­ρί­ας. Γιά τήν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος δρό­μος εἶ­ναι ὁ σταυ­ρός. Ψυ­χή πού δέν ἔ­χει δο­κι­μα­σθεῖ ἀ­πό θλί­ψεις καί δέν ἔ­χει ἐ­ξα­γνι­σθεῖ στό κα­μί­νι τῆς στε­νο­χώ­ριας, δέν ἔ­χει παρ­ρη­σί­α καί πα­ρου­σί­α ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.
Ἡ οὐ­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας προ­σπά­θειας συ­νί­στα­ται στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀλ­λα­γή τῆς ζω­ῆς μας πού θά ἐκ­δη­λω­θεῖ σέ ψυ­χι­κή ἀ­να­μόρ­φω­ση ἀλ­λά καί σέ ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀλ­λα­γή τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μας. Ἄς προ­σευ­χό­μα­στε ὅ­πως ὁ Δαυ­ΐδ: »Δεῖξον, Κύ­ρι­ε, ὁ­δόν ἐν ᾖ πο­ρεύ­σο­μαι­».            Ἐ­άν πα­ρα­τη­ροῦ­με πνευ­μα­τι­κή στα­σι­μό­τη­τα, ἴ­σως νά πρέ­πει νά ψά­ξου­με μέ­σα μας τήν αἰ­τί­α. Πι­θα­νῶς ἡ καρ­διά μας νά ἔ­χει κα­τα­λη­φθεῖ ἀ­πό φι­λαυ­τί­α καί ἐ­γω­ϊσμό. Σέ μί­α τέ­τοι­α ἐ­γω­ϊστι­κή καρ­διά πού φω­λιά­ζει μέ­σα της ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ἡ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σα πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ μει­ώ­νε­ται καί ἀν­τι­κα­θί­στα­ται μέ τήν πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη καί τήν πλε­ο­νε­ξί­α.
Ὁ Ἅ­γιος Μα­κά­ριος ὁ Μέ­γας γρά­φει σχε­τι­κῶς: »Τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο σέ κά­θε ἀ­γα­θή προ­σπά­θεια καί ἀ­νώ­τε­ρο ὅ­λων τῶν κα­τορ­θω­μά­των εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­με­λής ἐμ­μο­νή στήν προ­σευ­χή. Δι᾿ αὐ­τῆς, ἐμ­μέ­νου­με στήν προ­σευ­χή καί μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κτή­σου­με καί τίς ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Ἀ­πό αὐ­τήν προ­έρ­χε­ται ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, ἡ συ­να­να­στρο­φή ἐν ἁ­γι­ό­τη­τι Θε­οῦ, ἡ πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, καί ὁ σύν­δε­σμος ἐν ἀ­γά­πῃ πρός τόν Κύ­ριον.
Ἐ­άν μέ εὐ­λά­βεια λέ­με τήν προ­σευ­χή ἐ­πι­κα­λού­με­νοι τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καί τήν ἐν­θρο­νί­σου­με βα­θειά μέ­σα στήν καρ­διά μας καί τήν ψυ­χή μας, θά νοι­ώ­σου­με τέ­τοι­α συν­τρι­βή γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας, θά γευ­θοῦ­με τό­σο πνευ­μα­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα ἀ­πό τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί δέν »θά μᾶς κά­νει καρ­διά­» νά στα­μα­τή­σου­με τό εὐ­λο­γη­μέ­νο ἔρ­γο τῆς προ­σευ­χῆς πού πο­λύν πνευ­μα­τι­κό καρ­πό θά φέ­ρει στήν ζω­ή μας.  ΑΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...