Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2012

ΠΛΟΥΤΟΣ – ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ


πηγή



1. Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ἀ­σπλα­χνί­ας
ΑΝΩΝΥΜΟΥ


Στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλου­σί­ου καὶ τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, θί­γε­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κὰ προ­βλή­μα­τα ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν. Πρό­βλη­μα ποὺ ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει κα­τὰ και­ροὺς συγ­κρού­σεις, τα­ρα­χές, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­πα­να­στά­σεις. Ἡ προ­σπά­θεια ἐ­πι­λύ­σε­ώς του δη­μι­ούρ­γη­σε οἰ­κο­νο­μι­κὲς θε­ω­ρί­ες καὶ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες. Εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἄ­νι­σης κα­τα­νο­μῆς τοῦ πλού­του καὶ ἡ συ­χνὴ ἀ­σπλα­χνί­α τῶν πλου­σί­ων ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς φτω­χούς.
Ὁ πλοῦ­τος, σὲ ὑ­λι­κὰ κυ­ρί­ως ἀ­γα­θά, εἶ­ναι ἕ­να εἴ­δω­λο, ἕ­νας ψεύ­τι­κος θε­ός, μὲ πολ­λοὺς προ­σκυ­νη­τές. Ὄ­χι μό­νο πλου­σί­ους, ἀλ­λὰ καὶ φτω­χούς. Δι­ό­τι, τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα δὲν εἶ­ναι ἡ κα­το­χὴ τοῦ πλού­του, ἀλ­λὰ ἡ σω­στὴ ἢ λαν­θα­σμέ­νη δι­α­χεί­ρι­σή του. Ἡ με­τα­τρο­πή του ἀ­πὸ μέ­σο, σὲ σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς.
Ἡ λα­τρεί­α τοῦ πλού­του εἶ­ναι ἡ βα­σι­κὴ αἰ­τί­α πολ­λῶν κοι­νω­νι­κῶν ἀ­να­στατώ­σε­ων καὶ τα­ρα­χῶν. Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λὴ νὰ ποῦ­με, ὅ­τι σὲ με­γά­λο πο­σο­στὸ ἡ κοι­νω­νί­α κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­νο­μί­α. Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως σὰν γνή­σιος ἀ­να­τό­μος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς, θέ­τει τὸ θέ­μα σὲ ἄλ­λη βά­ση δί­νον­τάς του αἰ­ώ­νι­ες δι­α­στά­σεις. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν πλοῦ­το καὶ τὴν φτώ­χεια ὑ­πάρ­χει καὶ ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἡ κα­λὴ ἢ ἡ κα­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση τοῦ πλού­του ἔ­χει σο­βα­ρὲς συ­νέ­πει­ες στὴν με­τὰ θά­να­τον κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­κεῖ τὰ πράγ­μα­τα, ὅ­πως δεί­χνει ἡ πα­ρα­βο­λή, ἀ­να­τρέ­πον­ται. Ὁ αὐ­τάρ­κης σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ, ἀλ­λὰ ἄ­σπλα­χνος πλού­σιος, γί­νε­ται πα­νεν­δε­ής. Ὁ φτω­χὸς Λά­ζα­ρος, ζεῖ μα­κά­ριος στοὺς «κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ». Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ἀ­σπλα­χνί­ας τοῦ πλου­σί­ου εἶ­ναι ἡ ἀ­πε­γνω­σμέ­νη κραυ­γή του «Πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με, καὶ πέμ­ψον Λά­ζα­ρον, ἵνα βά­ψῃ τὸ ἄ­κρον τοῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος, καὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τὴν γλώσ­σαν μου». (Λουκ. ιστ΄ 24).
Ὁ «ὀ­δυ­νό­με­νος» μέ­σα στὶς «φλό­γες τῆς κο­λά­σε­ως», δὲν θὰ εἶ­ναι μό­νον ὁ πλού­σιος. Θὰ εἶ­ναι ὁ «ὀρ­γι­σμέ­νος» φτω­χός, τὸ τέ­κνο τοῦ μί­σους καὶ τῆς ὀρ­γῆς. Αὐ­τὸς ποὺ μέ­σα στὴν φτώ­χεια του ἔ­χει ἀ­πο­λυ­το­ποι­ή­σει τὴν ἀ­ξί­α τοῦ πλού­του καὶ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴν ἀ­πό­κτη­σή του μὲ κά­θε μέ­σον. Αὐ­τὸς ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ὀρ­γὴ, μί­σος, φθό­νο γιὰ τοὺς «ἔ­χον­τες καὶ κα­τέ­χον­τες».

2. Ἡ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἐ­πί­γεια κα­τά­στα­ση τῶν δύ­ο προ­σώ­πων τῆς πα­ρα­βο­λῆς


Ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ του αὐ­τὴ σκι­α­γρα­φεῖ ἐ­ναρ­γέ­στα­τα τὴν κα­τά­στα­ση τῶν δύ­ο προ­σώ­πων στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους:
Ὁ πλού­σιος, δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται οὔ­τε κα­τ᾿ ὄ­νο­μα ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο, δι­ό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­νά­ξιος νὰ μνη­μο­νευ­θεῖ, ἀ­νύ­παρ­κτος γιὰ τὸ Θε­ό. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λίτες ἔ­δι­ναν με­γά­λη ση­μα­σί­α στὸ ὄ­νο­μα. Πί­στευ­αν ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μα ἔ­κρυ­βε δύ­να­μη καὶ συμ­βό­λι­ζε τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὴν ὀν­τό­τη­τα τοῦ προ­σώ­που. Ἑ­πο­μέ­νως, ἄν­θρω­πος χω­ρὶς ὄ­νο­μα θε­ω­ρεῖ­το πρα­κτι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτος.
Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­χε ὅ­λα τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­θυ­μή­σει ἄν­θρω­πος. Ἔ­με­νε σὲ πο­λυ­τε­λῆ κα­τοι­κί­α, ντυ­νό­ταν πο­λυ­τε­λῶς «ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν καί βύσ­σον», δι­α­σκέ­δα­ζε καὶ περ­νοῦ­σε κα­λὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νων τὰ πλού­σια ἀ­γα­θὰ του «εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ᾿ ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς». Μέ­σα στὴν αὐ­τάρ­κεια τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ πα­ρα­δο­μέ­νος στὶς κα­θη­με­ρι­νές του ἀ­πο­λαύ­σεις, δὲν εἶ­χε και­ρὸ οὔ­τε μυα­λὸ νὰ δεῖ καὶ νὰ βο­η­θή­σει τὸν φτω­χὸ Λά­ζα­ρο ποὺ «ἐ­βέ­βλη­το ἡλ­κω­μέ­νος», κει­τό­ταν γε­μᾶ­τος πλη­γὲς στὰ σκα­λο­πά­τια τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀ­γνο­οῦ­σε τε­λεί­ως τὴν ὕ­παρ­ξή του.
Ὁ φτω­χὸς ὀ­νό­μα­τι Λά­ζα­ρος, ποὺ ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς βο­η­θός μου», κει­τό­ταν στὰ σκα­λο­πά­τια τοῦ ἀ­να­κτό­ρου τοῦ πλου­σί­ου ἄρ­ρω­στος, γε­μᾶ­τος πλη­γές, μό­νος καὶ πει­να­σμέ­νος. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Δὲν εἶ­χε κα­μμιὰ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ πα­ρη­γο­ριά. Μό­νο τὰ σκυ­λιὰ τὸν συν­τρό­φευ­αν καὶ τὸν κα­θά­ρι­ζαν (ἔ­γλυ­φαν) τὶς πλη­γές. Ὅ­μως ὁ φτω­χὸς Λά­ζα­ρος, ὑ­πέ­μει­νε καρ­τε­ρι­κὰ τὴν φτώ­χεια, τὴν μο­να­ξιὰ καὶ τὴν ἀ­σθέ­νειά του. Δὲν ἐ­γόγ­γυ­σε, δὲν ἐ­ξέ­φρα­σε πα­ρά­πο­νο, δὲν ὀρ­γί­στη­κε κα­τὰ τοῦ πλου­σί­ου. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τοῦ ἐ­πι­βρά­βευ­σε ὁ Θε­ός.

3. Ὁ Θά­να­τος ἀμ­φο­τέ­ρων

Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἡ κοι­νὴ μοί­ρα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἔρ­χε­ται νὰ ἐ­ξι­σώ­σει ὅ­λες τὶς δι­α­φο­ρές: κοι­νω­νι­κῆς τά­ξης, οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τά­στα­σης, μορ­φω­τι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, ἡ­λι­κί­ας καὶ φύ­λου. Ἔρ­χε­ται νὰ δώ­σει τέ­λος στὴν φτώ­χεια καὶ στὴ δυ­στυ­χί­α ἀ­φε­νός, ἀλ­λὰ καὶ στὴν χλι­δὴ καὶ στὴν ἀ­συ­δο­σί­α ἀ­φε­τέ­ρου.
Ὁ Χρι­στὸς δὲν λέ­ει τί­πο­τα γιὰ τὴν κη­δεί­α τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Λα­ζά­ρου. Ἴ­σως ἔ­σκα­ψαν καὶ τὸν ἔ­χω­σαν σὲ ἕ­να λάκ­κο, γιὰ νὰ μὴν τὸν φᾶ­νε τὰ σκυ­λιά, ποὺ ἔ­γλυ­φαν τὶς πλη­γές του. Ὅ­μως γιὰ τὴν ψυ­χὴ του ὁ Κύ­ριος λέ­ει ὅ­τι: «ἀ­πη­νέ­χθη ὑ­πὸ τῶν ἀγ­γέ­λων εἰς τοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ», δη­λα­δὴ ὅ­τι με­τα­φέρ­θη­κε ἡ ψυ­χή του ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους στοὺς κόλ­πους (στὴν ἀγ­κα­λιὰ) τοῦ Πα­τριά­ρχου Ἀ­βρα­ὰμ.
Ἐν πα­ρεν­θέ­σει θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­χει­ρί­ζον­ταν τρεῖς εἰ­κό­νες γιὰ νὰ πα­ρα­στή­σουν τὴν με­τὰ θά­να­τον εὐ­τυ­χῆ κα­τά­στα­ση τῶν δι­καί­ων:

α. Ὅ­τι με­τα­φέ­ρον­ταν «εἰς τὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς Ἐ­δὲμ».

β. Ὅ­τι βρί­σκον­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ θρό­νο τῆς Θεί­ας δό­ξης.

γ. Ὅ­τι ἀ­να­παύ­ον­ταν στοὺς κόλ­πους (στὴν ἀγ­κα­λιὰ) τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ.

Ὁ κύ­ριος χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν Τρί­τη εἰ­κό­να καὶ ὄ­χι τυ­χαῖ­α. Δι­ό­τι, ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πρό­τυ­πο πι­στοῦ καὶ εὐ­σε­βοῦς ἀν­θρώ­που. Ἦ­ταν κα­τε­ξο­χήν φι­λό­ξε­νος, γι᾿  αὐ­τὸ καὶ «ἔ­λα­θε καὶ ἀγ­γέ­λους ξε­νί­σαι», (Ἑ­βρ ιγ΄ 12), ὅ­πως λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀλ­λὰ καὶ ἔ­χει μεί­νει πα­ροι­μι­ώ­δης ἡ «Ἀ­βρα­μια­ία φι­λο­ξε­νί­α» του. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­ταν πλού­σιος, ἀλ­λὰ πλού­σιος τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τος μὲ τὸν πλού­σιο τῆς ση­με­ρι­νῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἦ­ταν πλού­σιος κα­τε­ξο­χήν φι­λό­ξε­νος, σπλα­χνι­κός, ἐ­λε­ή­μων καὶ φι­λάν­θρω­πος.
Ἔ­τσι λοι­πόν, ὁ φτω­χός, ὁ ἄρ­ρω­στος, ὁ μο­να­χι­κὸς καὶ πε­ρι­θω­ρια­κὸς, ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸς Λά­ζα­ρος, με­τὰ θά­να­τον πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πὸ ἀγ­γέ­λους καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν Πα­ρά­δει­σο, στὴν θαλ­πω­ρὴ τῆς ἀγ­κα­λιᾶς τοῦ Ἀ­βρα­άμ.
Ἀν­τί­θε­τα, γιὰ τὸν πλού­σιο ὁ Κύ­ριος λέ­ει: «ἀ­πέ­θα­νε δὲ καὶ ὁ πλού­σιος καὶ ἐ­τά­φη». Ἴ­σως ἔ­τυ­χε με­γα­λο­πρε­ποῦς κη­δεί­ας, ἴ­σως ἀ­νή­γει­ραν ὡ­ραῖ­ο μνη­μεῖ­ο ἀ­πὸ μάρ­μα­ρο καὶ ἐ­χά­ρα­ξαν σὲ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μά του. Ἡ ψυ­χή του δὲν πα­ρε­λή­φθη ὑ­πὸ ἀγ­γέ­λων, ἀλ­λὰ βρέ­θη­κε στὸν Ἅ­δη «ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις» καὶ βλέ­πον­τας ἀ­πὸ μα­κρυ­ὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο στὴν ἀγ­κα­λιά του, ζη­τά­ει βο­ή­θεια καὶ ἀ­να­ψυ­χὴ σὲ αὐ­τόν.

4. Ὁ δι­ά­λο­γος πλου­σί­ου καὶ Ἀ­βρα­ὰμ

«Καὶ αὐ­τὸς (ὁ πλού­σιος), φω­νή­σας εἶ­πεν× πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με…». Μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ ἀ­πηύ­θη­νε θλι­βε­ρὴ πα­ρά­κλη­ση στὸν Ἀ­βρα­άμ, ἀ­πο­λών­τας τον πα­τέ­ρα. Ἡ προ­σφώ­νη­ση αὐ­τὴ δεί­χνει ὅ­τι, ἴ­σως ὁ πλού­σιος ἦ­ταν εὐ­σε­βὴς καὶ τη­ροῦ­σε τὸ νό­μο. Στὴν πα­ρα­βο­λὴ δὲν κα­τη­γο­ρεῖ­ται ὅ­τι γιὰ ἀ­σέ­βεια, ἀλ­λὰ γιὰ ἔλ­λει­ψη ἀ­γά­πης. Μπῆ­κε στὸν τό­πο τῆς βα­σά­νου ὡς ἀ­νε­λε­ή­μων καὶ φι­λή­δο­νος, ὄ­χι ὡς ἀ­σε­βής.
«Ὀ­δύ­νω­μαι ἐν τῇ φλο­γὶ ταύ­τη, ἐ­λέ­η­σόν με× πέμ­ψον Λά­ζα­ρον, ἵνα βά­ψῃ τὸ ἄ­κρον τοῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος καὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τὴν γλώσ­σαν μου». Ὁ πλού­σιος βρι­σκό­με­νος στὸν Ἅ­δη, βα­σα­νί­ζε­ται οἰ­κτρὰ ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς κο­λά­σε­ως καὶ ζη­τά­ει ἀ­πε­γνω­σμέ­να μί­α μι­κρὴ ἀ­να­ψυ­χή.
Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γε­μᾶτος κα­λωσύ­νη καὶ γλυ­κύ­τη­τα τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ παι­δί του: «τέ­κνον μνή­σθη­τι ὅ­τι σὺ ἀ­πέ­λα­βες τὰ ἀ­γα­θά σου ἐν τῇ ζω­ῄ σου, ὁ δὲ Λά­ζα­ρος τὰ κα­κά. Νῦν δὲ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σὺ δὲ ὀ­δυ­νᾶ­σαι… Καὶ ἐ­πὶ πᾶ­σιν τού­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν καὶ ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται…».
Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στὸν πλού­σιο, τὸ πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἔ­ζη­σαν στὴν ζω­ή τους καὶ ὅ­τι ἡ μὲν ἀ­γόγ­γυ­στη καὶ ἀ­να­μάρ­τη­τη ζω­ὴ τοῦ Λά­ζα­ρου ἐ­πι­βρα­βεύ­τη­κε, ἡ δὲ ἀ­σπλα­χνί­α καὶ φι­λη­δο­νί­α τοῦ πλου­σί­ου τι­μω­ρή­θη­κε. Πα­ρό­λα αὐ­τά, με­τα­ξὺ Πα­ρα­δεί­σου καὶ Κο­λά­σε­ως ὑ­πάρ­χει με­γά­λο καὶ ἀ­γε­φύ­ρω­το χά­σμα. Ἡ με­τα­βο­λὴ δὲ αὐ­τῆς τῆς κα­τα­στά­σε­ως εἶ­ναι μὴ ἀ­να­στρέ­ψι­μη, δι­ό­τι «ἐν τῷ Ἅ­δῃ οὐκ ἔ­στιν με­τά­νοι­α». Καὶ αὐ­τὸ, δι­ό­τι στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρος, δὲν ἔ­χει σῶ­μα καὶ ἑ­πο­μέ­νως δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὴ ἡ με­τά­νοι­α καὶ ἡ ἐ­πα­νόρ­θω­ση τῶν κα­κῶν ποὺ ἔ­κα­νε.
Στὴν συ­νέ­χεια, ὁ πλού­σιος ἀ­πευ­θύ­νει δεύ­τε­ρη πα­ρά­κλη­ση στὸν Ἀ­βρα­ὰμ «ἐ­ρω­τῶ οὖν σέ…», σὲ πα­ρα­κα­λῶ πά­τερ Ἀ­βρα­ὰμ νὰ στεί­λεις τὸ Λά­ζα­ρο στὴ γῆ, δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς, νὰ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­σει τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ πά­νω, γιὰ νὰ μὴν ἔ­χουν τὴν ἴ­δια τύ­χη μὲ ἐ­μέ­να. Στὴν συ­ζή­τη­ση αὐ­τή, δὲν φαί­νε­ται ὁ πλού­σιος νὰ ἔ­χει με­τά­νοι­α. Δὲν φαί­νε­ται νὰ ἔ­χει κα­τα­λά­βει σὲ τί ἔ­φται­ξε καὶ βρί­σκε­ται τώ­ρα στὴν ζο­φε­ρὴ αὐ­τὴ κα­τά­στα­ση στὸν Ἅ­δη. Καὶ ὅ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, πά­λι ἐ­γω­ϊστι­κὰ ζη­τά­ει νὰ σώ­σει μό­νο τοὺς ἀ­δελ­φούς του.
Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τοῦ ἀπαν­τᾶ ὅ­τι, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ στα­λεῖ ὁ Λά­ζα­ρος, δι­ό­τι τὰ ἀ­δέλ­φια του ἔ­χουν τόν Μω­ϋσῆ καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες καὶ ὀ­φεί­λουν νὰ ὑ­πα­κού­σουν σὲ αὐ­τούς.
Ὁ πλού­σιος ὅ­μως ἐ­πι­μέ­νει: «Οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ᾿ ἐ­ὰν τὶς ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῆ πρὸς αὐ­τοὺς με­τα­νο­ή­σου­σιν». Ὁ πλού­σιος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι, ἐ­ὰν συ­νέ­βαι­νε τὸ θαῦ­μα νὰ ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἐκ τῶν νε­κρῶν καὶ νὰ δι­δά­ξει τοὺς ἀν­θρώ­πους, τό­τε αὐ­τὸν θὰ τὸν πι­στεύ­σουν. Ὅ­μως, ἀ­πα­τή­θη­κε, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ φα­νε­ρώ­θη­κε σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ τὸν πι­στέ­ψουν. Ὅ­σοι τὸν πί­στε­ψαν τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν καὶ ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί.
Ἡ τε­λι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­ταν: «Εἰ Μω­ϋ­σέ­ως καὶ προ­φη­τῶν οὖν ἀ­κού­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­ὰν τὶς ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στῆ πει­σθή­σον­ται». Αὐ­τὸ πράγ­μα­τι συ­νέ­βη μὲ τοὺς σύγ­χρο­νους μὲ τὸ Χρι­στὸ Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Ὅ­σοι δὲν τὸν πί­στε­ψαν ὅ­ταν δί­δα­σκε καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ­σε, δὲν τὸν πί­στευ­σαν καὶ ἀ­να­στάν­τα. Ὁ­μοί­ως δὲν τὸν πί­στε­ψαν ὅ­ταν ἀ­νέ­στη­σε τὸν Λά­ζα­ρο. Ἀν­τὶ νὰ τοῦ εἶ­ναι εὐ­γνώ­μο­νες θέ­λη­σαν νὰ σκο­τώ­σουν καὶ τὸ Λά­ζα­ρο.

5. Συμ­πε­ρά­σμα­τα καί δι­δάγ­μα­τα


Ἡ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ «πλου­σί­ου καὶ τοῦ Λα­ζά­ρου», κα­θὼς καὶ ἡ πα­ρα­βο­λὴ «τῆς μέλ­λου­σας κρί­σε­ως», εἶ­ναι οἱ δύ­ο δι­δα­χές, ποὺ ὁ Χρι­στὸς μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­χνὰ κά­ποι­ες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες τῆς «ἄλ­λης ζω­ῆς». Ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ ση­μεῖ­α ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ σχο­λι­ά­σου­με στα­χυ­ο­λο­γοῦ­με με­ρι­κά, γιὰ νὰ ἐ­ξά­γου­με κά­ποι­α ὠ­φέ­λι­μα συμ­πε­ρά­σμα­τα:
Πρῶ­τον, ἡ πα­ρα­βο­λὴ μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὴν με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι οἱ πλού­σιοι δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­ψη­λο­φρο­νοῦν γιὰ τὸν πλοῦ­το καὶ τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά τους, οὔ­τε νὰ στη­ρί­ζουν σὲ αὐ­τὰ ὅ­λες τους τὶς ἐλ­πί­δες καὶ νὰ ξε­χνοῦν τὸ Θε­ό. Δι­ό­τι, ὁ πλοῦ­τος ἀ­φε­νὸς πα­ρα­σύ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο σὲ κα­τα­χρή­σεις καὶ ἁ­μαρ­τω­λὲς δι­α­σκε­δά­σεις, τοῦ δί­νει τὴν ψευ­δαί­σθη­ση τῆς αὐ­τάρ­κειας, ἀ­φε­τέ­ρου τὸν δι­ευ­κο­λύ­νει νὰ ξε­χνᾶ τὸ Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του. Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ πλοῦ­τος εἶ­ναι με­γά­λος πνευ­μα­τι­κὸς κίν­δυ­νος, ἐ­ὰν δὲν γί­νε­ται κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­σή του. Μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει σὲ πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, δη­λα­δὴ σὲ αἰ­ώ­νιο χω­ρι­σμὸ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό.
Δεύ­τε­ρον, οἱ πτω­χοὶ δὲν πρέ­πει νὰ πα­ρα­πο­νοῦν­ται καὶ νὰ γογ­γύ­ζουν κα­τὰ τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε νὰ φθο­νοῦν καὶ νὰ μι­σοῦν τοὺς πλου­σί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νή­θως εἶ­ναι ἄ­δι­κοι καὶ ἄ­σπλα­χνοι. Ἂς ὑ­πο­μέ­νουν ἀ­γόγ­γυ­στα καὶ μὲ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τὶς δυ­σκο­λί­ες, τὶς θλί­ψεις καὶ τὴν ἀ­νέ­χειά τους, μὲ ἀ­πό­λυ­τη πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ ὑ­πο­μο­νή τους θὰ ἐ­πι­βρα­βευ­τεῖ. Ἂς εἶ­ναι βέ­βαι­οι ὅ­τι οἱ δο­κι­μα­σί­ες τους σὲ αὐ­τὴν τὴ ζω­ὴ εἶ­ναι παι­δα­γω­γι­κὰ μέ­σα γιὰ τὴν κα­τὰ Θε­ὸ πρό­ο­δό τους, καὶ εἰ­σι­τή­ριο γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἂν δὲν ὑ­πο­κύ­ψουν στὸν πει­ρα­σμὸ τοῦ φθό­νου καὶ τοῦ μί­σους τῶν πλου­σί­ων. Ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη ὑ­πο­μο­νὴ στὶς δο­κι­μα­σί­ες, δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι οἱ πτω­χοὶ δὲν δι­και­οῦν­ται νὰ θέ­λουν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν νὰ βελ­τι­ώ­σουν τὴ θέ­ση τους.
Τρί­τον, ἡ πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ δεί­χνει κα­θα­ρὰ ὅ­τι, ὁ σκο­πὸς τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ κα­τά­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἡ συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν καὶ τῶν δι­καί­ων στὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἡ πα­ρα­βο­λὴ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει κα­τὰ τρό­πο ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­το, ὅ­τι οἱ ψυ­χὲς ὑ­πάρ­χουν καὶ με­τὰ θά­να­τον, αἰ­σθά­νον­ται καὶ χαί­ρουν ἢ πά­σχουν, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ πῶς ἔ­ζη­σαν τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους. Μί­α ἄλ­λη ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι οἱ ψυ­χὲς ὑ­πάρ­χουν, ζοῦν καὶ ἔ­χουν πλή­ρη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α με­τὰ θά­να­τον, εἶ­ναι οἱ θαυ­μα­τουρ­γι­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις τῶν Ἁγί­ων, στὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, δη­λα­δὴ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἐ­πι­τε­λοῦν οἱ Ἅ­γιοι ὑ­πὲρ τῶν πι­στῶν. Ἔ­στω καὶ ἕ­να μό­νο θαῦ­μα ἑ­νὸς μό­νο Ἁγί­ου ἢ τῆς Πα­να­γί­ας νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξη τῶν ψυ­χῶν με­τὰ θά­να­τον καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν Ἁγί­ων, ἢ ὅ­σων ἔ­χουν εὐ­α­ρε­στή­σει τὸ Θε­ό, ὑ­πὲρ τῶν ἀ­γω­νι­ζό­με­νων πι­στῶν.
Τέ­ταρ­τον, ὅ­τι ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον ζεῖ κά­θε ἄν­θρω­πος σὲ αὐ­τὴ ἐ­δῶ τὴ ζω­ή, θὰ κρί­νει ὁ­ρι­στι­κὰ καὶ τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον του. Ὅ­σοι ζοῦν μὲ ἀ­γά­πη, μὲ δι­και­ο­σύ­νη καὶ «καρ­πο­φο­ροῦν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ», ἀλ­λὰ καὶ οἱ με­τα­νο­οῦν­τες ἁ­μαρ­τω­λοὶ (ἐ­ὰν ἡ με­τά­νοι­ά τους εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νὴς), θὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τὴν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα κον­τὰ στὸ Θε­ό. Ἀν­τι­θέ­τως, ὅ­σοι ἀν­τι­τά­χθη­καν στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἔ­ζη­σαν ἐν­συ­νεί­δη­τα μέ­σα στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ στὴν ἀ­δι­κί­α, δὲν ἔ­δω­σαν ἀ­γά­πη σὲ κα­νέ­να συ­νάν­θρω­πό τους καὶ ἔ­φυ­γαν ἀ­με­τα­νό­η­τοι, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐλ­πί­ζουν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τοὺς ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἔ­λεγ­χος καὶ κρί­ση. Με­τὰ τὸ θά­να­τό τους, δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει με­τα­βο­λὴ τῆς κα­τα­στά­σε­ως.
Ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση, φαί­νε­ται κα­θα­ρὰ στὴν πα­ρα­βο­λή, ὅ­τι εἶ­ναι ὑ­παρ­κτὲς ψυ­χι­κὲς κα­τα­στά­σεις. Ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὁ Ἀ­βρα­ὰμ (ποὺ λει­τουρ­γεῖ στὴν πα­ρα­βο­λὴ ὡς προ­σω­πο­ποί­η­ση τοῦ Θε­οῦ), ἀρ­νεῖ­ται ἔ­στω καὶ μί­α στα­γό­να ὕ­δα­τος, δη­λα­δὴ τὴν ἐ­λά­χι­στη ἀ­να­ψυ­χή, στὸν βα­σα­νι­ζό­με­νο πλού­σιο. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­γα­πᾶ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ δὲν θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α τους. Ἀλ­λὰ οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή, ἀ­πέ­κλει­σαν κά­θε κοι­νω­νί­α τους μὲ τὸ Θε­ό. Ἔ­τσι, ὁ Θε­ὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοὺς σώ­σει μὲ τὸ ζό­ρι.
Τέ­λος, ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ δι­δά­σκει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ δι­α­σώ­ζει ἡ Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἀ­σφα­λὴς καὶ ἀ­λάν­θα­στη ὁ­δη­γὸς γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α. Ἂς μὴν πε­ρι­μέ­νου­με ἄλ­λες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μᾶς ἔ­χει δώ­σει ὅ,τι εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Ἂς μὴν ζη­τᾶ­με σὲ ἄλ­λες θο­λὲς πη­γὲς ἀ­πο­κα­λύ­ψεις καὶ ἑρ­μη­νεῖ­ες ὕ­πο­πτες. Ἡ πλά­νη ἐ­λο­χεύ­ει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...